Υποκρισία και προκατάληψη
15/07/2011, 11:24 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: ,

Του Δημήτρη Τζανακόπουλου

Η απεργία πείνας των τριακοσίων μεταναστών πυροδότησε μια συζήτηση περί ρατσισμού, πολυπολιτισμικότητας, δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας της Δύσης, η οποία εκτός από θεωρητικά ενδιαφέρουσα  είναι και άμεσα πολιτική. Συγκεκριμένα, οι συντηρητικοί φιλελεύθεροι όλων των αποχρώσεων αποφάσισαν να δραπετεύσουν από το άμεσο επίδικό και να δικαιολογήσουν την άρνηση τους να υποστηρίξουν τα αιτήματα των μεταναστών εργατών για νομιμοποίηση, επικαλούμενοι είτε το Nόμο που είναι σαφής – και, ως γνωστό, μιλά χρόνια τώρα από μόνος του, καθώς το νόημα του είναι άμεσα παρόν στο ίδιο του το γράμμα-, είτε, ακόμα χειρότερα, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που συνεπάγεται μια άνευ ορίων ανοχή στους πολιτισμούς που δεν φέρουν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας.

 

Σε ό,τι αφορά τους πρώτους, δεν μπορούμε παρά να τους αναγνωρίσουμε τουλάχιστον το ελαφρυντικό της εντιμότητας. Οι άνθρωποι είναι σαφείς: «Ο Νόμος μίλησε: όσοι μετανάστες δεν είναι νόμιμοι, είναι παράνομοι. Τέλος.» Τι μπορεί κανείς να πει μπροστά στη συντριπτική αυθεντία του Νόμου; Αν όλοι αρχίσουν να εκβιάζουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση για να ικανοποιήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, η κοινωνία θα μετατραπεί σε πεδίο μάχης όλων εναντίον όλων, με συνέπεια την απώλεια της ενότητάς της, αφού η βασική νομική κατασκευή που τη στηρίζει, η αποδοχή δηλαδή της άποψης ότι η Βουλή όταν αποφασίζει εκφράζει την κοινή βούληση του λαού – Βουλή είναι τι άλλο να κάνει; -, θα αποδιαρθρωθεί. Πρόκειται εδώ για τους υποστηρικτές του Νόμου και της Τάξης,  οι οποίοι τρέμουν στην ιδέα οποιασδήποτε κινητοποίησης, διότι αυτή στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τους εγγενείς διχασμούς του κοινωνικού, αναδεικνύοντας τα διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα που είναι ενεργά πίσω από τη συνταγματική κατασκευή της κοινωνικής ενότητας. Δεν  είναι, εξάλλου, ακριβώς αυτή η νομική ενότητα που λειτουργεί ως  εγγυητής της αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας; A propos, η θέση αυτή κυριαρχεί όλο και περισσότερο μεταξύ των συντηρητικών διανοουμένων, οι οποίοι βλέπουν με τρόμο τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που θίγονται από την οικονομική κρίση να αρνούνται να αποδεχτούν την αυθεντία του Νόμου και να αμφισβητούν στην πράξη τα ίδια τα θεμέλια της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το μόνο που μπορούμε να τους πούμε είναι ότι τους καλωσορίζουμε στο σύμπαν της ταξικής πάλης. Και ευτυχώς, αυτό το τελευταίο δεν διάκειται καθόλου φιλικά προς τις νομικές τους κατασκευές.

 

Στη δεύτερη περίπτωση τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Οι διανοούμενοι της δεύτερης κατηγορίας συνήθώς είναι μεταμελημένοι αριστεροί που, όταν συνειδητοποίησαν ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι μυθικά πλάσματα της φαντασίας, ευγενείς, καλοαναθρεμμένοι και γνώστες των κανόνων του «savoir vivre», αποφάσισαν να πάρουν τις αποστάσεις τους και να επανέλθουν στις ρίζες τους, δηλαδή στην αγκαλιά του αστισμού από τον οποίο για λίγο είχαν δραπετεύσει. Γιατί όμως έχει τόση σημασία αυτή η αναγκαστικά γενικευτική γενεαλογία της επιστροφής τους; Για τον απλούστατο λόγο ότι εξηγεί την ένοχη συνείδησή τους. Απέναντι στις κατηγορίες για ρατσισμό που τους αποδίδονται, επειδή σιώπησαν ή στάθηκαν εχθρικά απέναντι στην κινητοποίηση των μεταναστών, αντιπαραβάλλουν τις ευγενείς προθέσεις τους να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη οικουμενικότητα. Η επιχειρηματολογία τους συγκροτείται περίπου ως εξής: Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές, αντιθέτως, υπερασπιζόμαστε τις αρχές της ανοικτής κοινωνίας απέναντι στους φονταμενταλιστές μουσουλμάνους που έρχονται από την Ανατολή και την Αφρική και, εκμεταλλευόμενοι την ανεκτικότητα της Δύσης, θέλουν να την καταστρέψουν. Είναι αναπόφευκτο να  θυμηθεί κανείς το λαϊκό ευφυολόγημα: «Δεν είμαι εγώ ρατσιστής. Αυτός είναι μουσουλμάνος.» Ακριβώς σε αυτή την αντίληψη συναντά κανείς όλα τα αδιέξοδα της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Μπορούμε να είμαστε ανεκτικοί μπροστά σε αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν την κοινωνία της ανεκτικότητας; Εδώ ή απάντηση είναι αρκετά δύσκολη και οι τετριμμένες απαντήσεις της φιλελεύθερης αριστεράς, δηλαδή όλης της αριστεράς, δεν είναι πειστικές.

 

Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση αυτού του ερωτήματος, οφείλονται μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις σε σχέση με το αν και κατά πόσο το ερώτημα αυτό έχει την οποιαδήποτε σχέση με την απεργία πείνας των μεταναστών εργατών. Μαντέψτε την απάντηση: Απολύτως καμία. Πρόκειται για μια συζήτηση η οποία έχει ανοίξει ξανά στην Ευρώπη και αφορά το θέμα της αναγνώρισης της κυριαρχίας του Δυτικού πολιτισμού  ως όρου για την άσκηση της οποιασδήποτε ελευθερίας. Στo πλαίσιo αυτής της συζήτησης αμφισβητείται η ηγεμονία του μούλτι κούλτι, του πολιτισμικού σχετικισμού των πολιτικά ορθών μεταμοντέρνων αρνητών οποιασδήποτε μορφής λόγου με οικουμενικές αξιώσεις. Τι σχέση μπορεί, άραγε, να έχει αυτό με την αλληλεγγύη σε μετανάστες εργάτες που διεκδικούν το δικαίωμα τους σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εργασίας; Το μυστήριο παραμένει. Ούτε το δικαίωμα τους να κάνουν κλειτοριδεκτομή στις κόρες τους διεκδίκησαν, ούτε να σαπίζουν στο ξύλο τις γυναίκες τους, ούτε να αναγνωριστεί το δικαίωμα τους στην πολυγαμία. Το μόνο που ζήτησαν είναι ασφάλιση και την εξασφάλιση των  απαραίτητων όρων για  να μπορούν να διεκδικήσουν αύξηση.

 

Αλλά ας πάμε λίγο παρακάτω και ας δεχτούμε, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για πλάνη, την ειλικρίνεια του ερωτήματος περί των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας. Το πρώτο που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι, όπως συμβαίνει κάθε φορά που αρνούμαστε τον πολιτιστικό σχετικισμό και τις μαζικές και εύκολες συνταγές του φιλελευθερισμού, βρισκόμαστε σε επικίνδυνο, αν και όχι κατ’ ανάγκη εχθρικό, έδαφος. Πράγματι, η αριστερά δεν μπορεί παρά να διάκειται εχθρικά απέναντι σε κάθε μορφή θρησκευτικού ή άλλου φονταμενταλισμού και δεν μπορεί να αποδεχτεί τα κηρύγματα μίσους τα οποία έχουν βρει εύφορο έδαφος ανάπτυξης σε περιοχές που έχουν υποστεί δεκαετίες καταπίεσης από το δυτικό ιμπεριαλισμό.  Αυτό, όμως, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την a priori σύνδεση συγκεκριμένων θρησκειών, και ειδικά του Ισλάμ, με τον φονταμενταλισμό, όπως γίνεται για παράδειγμα σε πρόσφατο άρθρο της κ. Τριανταφύλλου, η οποία επαναλαμβάνει τους πιο τετριμμένους αφορισμούς του χριστιανικού κατεστημένου της Δύσης. Οι ιδεολογικοί και οι θρησκευτικοί λόγοι είναι κατεξοχήν τέτοιοι, δεν είναι συγκροτημένα σύνολα ιδεών με κλειστό νόημα, αλλά ανανοηματοδοτούνται ανάλογα με τη σκοπιά των υποκειμένων της εκφοράς που, με τη σειρά της, εξαρτάται από τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Σκεφτείτε μόνο ότι ο Χριστιανισμός έχει λειτουργήσει ως λόγος για να υποστηρίξει από τις πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης ως τα κινήματα των ακτημόνων της Λατινικής Αμερικής. Ή ακόμα ότι ο Ισλαμισμός ήταν η θρησκεία των φορέων της Αραβικής Αναγέννησης. Βέβαια, κάθε λόγος έχει τα δικά του όρια ανάλογα με τις αξιωματικές του παραδοχές και συγκροτεί μια μήτρα δυνατοτήτων και περιορισμών. Και οι θρησκευτικοί ιδεολογικοί λόγοι είναι δέσμιοι μιας σειράς περιορισμών, οι οποίοι δεν τους επιτρέπουν να γίνουν λόγοι συνολικά απελευθερωτικοί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ισχυρισμός ότι ο Ισλαμισμός είναι μια κατεξοχήν επιθετική θρησκεία με οιονεί κλειδωμένο νόημα δεν είναι απλώς λάθος: είναι ρατσιστικός.

 

Αυτό το οποίο φαίνεται να υπονοείται από τις αναλύσεις αυτές είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ιδεολογικής παρέμβασης και ηγεμονίας με σκόπευση μετανάστες από χώρες του Ισλάμ είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο μόνος τρόπος να προστατευτεί η Δυτική Κοινωνία, διάβαζε ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, από την εισβολή των μεταναστών είναι η μετατροπή της σε Φρούριο. Και, ως δια μαγείας  οι καλοί μας διανοούμενοι βρίσκονται ξαφνικά σφιχταγκαλιασμένοι με τις πιο ακραίες φωνές μισαλλοδοξίας και επιθετικότητας της ανοιχτής Δυτικής Κοινωνίας. Τους  καλωσορίζουμε στον γοητευτικό κύκλο της ιδεολογίας.

Από τα παραπάνω, όμως, συνάγονται και συμπεράσματα που δεν αφορούν μόνο τους συντηρητικούς διανοούμενους οποιουδήποτε φυράματος, αλλά και την ίδια την Αριστερά, τις ιδεολογικές της ασάφειες και τη στρατηγική της αμηχανία. Η αμηχανία αυτή φαίνεται ξεκάθαρα όταν η Αριστερά γίνεται στόχος επιθέσεων και, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τις διαισθητικά ορθές τοποθετήσεις της, όπως στην περίπτωση των μεταναστών, παρά μόνο μέσα από το γυαλιά του ανθρωπισμού ή/και του φιλελευθερισμού. Η ρητορεία για τα πανανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια ως καθολική αξία μπορεί να αναδεικνύεται αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα, σε συνθήκες σχετικής ευημερίας, αλλά σε περιόδους κρίσης είναι φτωχή και ατελέσφορη. Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο είναι ταυτόχρονα με την υπεράσπιση δικαιωμάτων και ελευθεριών στo πλαίσιo του καπιταλισμού, να συγκροτήσουμε έναν λόγο ανταγωνιστικό τόσο προς τις καθολικές αξίες και τις ηθικές δικαιολογήσεις του φιλελευθερισμού, όσο και προς τον πολιτισμικό σχετικισμό των μεταμοντέρνων. Χρειαζόμαστε πρακτικές κατεξοχήν μεροληπτικές, βασισμένες στην κατάφαση της ζωής που μας αρνούνται και στην ισχύ του οργανωμένου κόσμου της εργασίας. Μόνο μέσα από τις συγκρούσεις των οργανωμένων μειοψηφιών που βελτιώνουν τις συνθήκες της  ζωής των ανθρώπων αλλάζουν οι συσχετισμοί – όχι μέσα από τις καθολικευτικές ρητορείες ή την υπεράσπιση της διαφορετικότητας.