Ιστοριες της διπλανης πορτας (Αυγη, 15.2.2008)
15/02/2008, 4:45 μμ
Filed under: Χρηστος Σιμος | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΜΟΥ

Η ιστορία που ταλαιπωρεί εδώ και αρκετό καιρό τη δημόσια ζωή, δηλαδή η απόπειρα αυτοκτονίας του γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού Χρήστου Ζαχόπουλου, έχει φέρει στην επιφάνεια διάφορες πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της ελληνικής κοινωνίας και της αθάνατης ελληνικής λεβεντιάς. Τι μάθαμε ή τι αναγκαστήκαμε να εμπεδώσουμε ακόμα και οι πλέον δύσπιστοι από αυτή την υπόθεση;

Κατά πρώτο, ότι η διαπλοκή είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού αλά ελληνικά (και όχι μόνο. Η Siemens μας δείχνει το δρόμο εδώ και χρόνια, καθώς φαίνεται): διαχειρίζομαι έναν ειδικό λογαριασμό και κρατάω και κατιτί για την πάρτη μου, κάνω αποχαρακτηρισμούς αρχαιολογικών χώρων για να φτιάξουν ξενοδοχεία οι φίλοι μου και έχω αφανείς σχέσεις με διάφορους μεγαλοπαράγοντες των ΜΜΕ. Επίσης μάθαμε ότι, αν είσαι γυναίκα, σχετικά νεαρής ηλικίας και θες να βρεις μια σταθερή θέση εργασίας, πρέπει να κάνεις πολλών ειδών παραχωρήσεις…
Τα νέα ήθη και έθιμα στις εργασιακές σχέσεις είναι γνωστά. Η μονιμότητα, η κοινωνική ασφάλιση, ο συνδικαλισμός και τελοσπάντων ό,τι θυμίζει αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες είναι ντεμοντέ. Η μόδα προστάζει ατομικές συμβάσεις, ανταγωνισμό μέχρι τελικής πτώσεως, προσωρινότητα, ανασφάλεια και ρίσκο. Ο δημόσιος τομέας, καθώς βρίσκεται στην πρωτοπορία του αγώνα για την πάταξη του επάρατου συνδικαλισμού και τις παραφυάδες αυτού, εκτός από τις νομοθεσίες που δίνουν επιπλέον εξουσία στους λογής λογής εργοδότες, λειτουργεί τις υπηρεσίες του με τα πρότυπα και τις αξίες του «υγιούς ανταγωνισμού». Οι συλλογικές συμβάσεις μας πάνε πίσω, οι ατομικές είναι η αιχμή του δόρατος. Ο εκσυγχρονισμός προτάσσει ότι «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Σε περίπτωση που έχεις την τρελή φιλοδοξία να μονιμοποιηθείς, οι διαδικασίες είναι περίπλοκες. Η είσοδος στο κλειστό κλαμπ των προνομιούχων που έχουν σταθερή εργασία και μισθό που τους επιτρέπει να ζουν αξιοπρεπώς απαιτεί θυσίες κάθε είδους. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι δευτερεύουσες αντιφάσεις, τουλάχιστον στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, έχουν πολύ άμεση σχέση με την κύρια αντίφαση.

Επίσης μάθαμε ότι, αν είσαι γυναίκα που έχεις εμπλακεί σε «σκάνδαλο» με δημόσια πρόσωπα, τότε σε προφυλακίζουν άνευ λόγου και αιτίας: η τιμή της εξουσίας και τα χρηστά ήθη πάνω απ’ όλα. Πώς είναι δυνατόν κοτζάμ γενικός γραμματέας να σαλτάρει; Πυρ, γυνή και θάλασσα είναι η απάντηση. Από τη στιγμή αυτή και μετά, τα κεντρικά και μη δελτία ειδήσεων δεν θα σε αναφέρουν ως Εύη Τσέκου αλλά ως «τριανταπεντάχρονη», ενώ το άγχος της δημοσιοποίησης του περίφημου DVD δεν θα σ’ αφήνει σε ησυχία. Οι ροζ ιστορίες είναι προνομιακό θέμα για κοινωνίες καταπιεσμένες, είτε οικονομικά είτε ηθικά: το προπατορικό αμάρτημα της σεξουαλικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης μοιάζει με το φάντασμα που πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη. Η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια καλά κρατούν. Ωστόσο, η θρησκεία με την αμαρτία και οι δημόσιες αρετές με ιδιωτικά βίτσια είναι αχώριστοι φίλοι, ενώ η γυνή πρέπει να φοβείται τον άντρα.

Τέλος, μάθαμε ότι μόνο όταν συμβούν ακραία φαινόμενα όπως αυτό της απόπειρας αυτοκτονίας κάποιου γενικού γραμματέα, είναι δυνατό να αποκαλυφθούν οι σκοτεινές πτυχές ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, πάνε παρέα με τις φανερές. Και ότι για να πάει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας να επισκεφτεί τον ομόλογο του στην Τουρκία -μετά από πενήντα χρόνια- πρέπει το έθνος να κινδυνεύει. Ποιος το περίμενε ότι η χαμένη τιμή του έθνους θα σωζόταν (ή έστω ότι θα επιχειρούσαν να τη σώσουν) διαμέσου Τουρκίας; Μερικές φορές, η αστική τάξη, χωρίς να το θέλει, ακολουθεί τη «σωστή» γραμμή: το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του! Ζητούμενο παραμένει, μεταξύ άλλων, να δώσουμε κι εμείς την «ορθή» κατεύθυνση: οι «τριανταπεντάχρονες» δεν ανήκουν στους προϊστάμενους τους!

Ο Χρήστος Σίμος είναι υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Περι ιδεολογιας (Εντος Εποχης, 3.2.2008)
03/02/2008, 10:46 μμ
Filed under: Χρηστος Λασκος | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Με αφορμή το 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ δίνεται στα μέλη του –και όχι μόνο- μια καλή ευκαιρία να σκεφθούν και να συζητήσουν πράγματα που για πολύ καιρό είχαν περάσει για πολλούς από τους αριστερούς στον «χώρο του άσκεπτου», χώρο πέρα ακόμη και από τη ζώνη του λυκόφωτος και των φαντασμάτων που την ενοικούν. Η ιδρυτική πράξη του κόμματος που το όριζε ως «κόμμα πολιτικής ενότητας» ήθελε με κάθε σαφήνεια να υπογραμμίσει πως οι ιδεολογίες πέθαναν και πως η Αριστερά θα ήταν εφεξής χρήσιμη -και σύγχρονη (sic)- στο μέτρο που θα άφηνε πίσω της τη μεγάλη αφήγηση του κομμουνισμού παίρνοντας μέρος σε μικρά και καθημερινά stories και προπαντός δίνοντας «λύσεις». Βέβαια, κατά καιρούς είχαμε ξεσπάσματα ενδεικτικά μιας λίγο ασυνάρτητης «επιστροφής του απωθημένου», αλλά η αρχική συμφωνία συνέχιζε να ισχύει και να δίνει αποτελέσματα. Εδώ και λίγα χρόνια σιγά σιγά, ωστόσο, άρχισαν οι ρωγμές μέσω των οποίων οι νέες ιδέες, που -για πολύ και από παρεξήγηση- είχαν θεωρηθεί παλιές, έπαιρναν τη θέση τους στη συζήτηση και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις στον χώρο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η «ιδεολογία» επέστρεφε πλησίστια και τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα.

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να υποθέσει πως η καλυτέρευση των πραγμάτων και η επιστροφή της ιδεολογίας δεν συνδέονται αιτιακά, αλλά απλώς συνέπεσαν χρονικά. Πρόκειται, δηλαδή, για σύμπτωση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν έχουμε κάνει δα και τίποτε θεωρητικά άλματα: στην αρχή βρίσκεται η διαδικασία.

Νομίζω πως δεν πρόκειται για σύμπτωση και γι’ αυτό σας καλώ να σκεφτείτε τι θα γίνει όταν η διαδικασία αυτή ξεπεράσει την αρχή και εμπλουτιστεί περισσότερο. Εξηγούμαι: ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που επέτρεψαν την αποτελεσματική πολιτική μας δράση τα τελευταία χρόνια είναι χωρίς αμφιβολία το γεγονός πως αποκτήσαμε μια πολύ σαφέστερη και συνεκτικότερη ταυτότητα. Αυτό επέτρεψε την άρση πολλών ασαφειών, για να χρησιμοποιήσω έναν πολύ ήπιο όρο, οι οποίες ναρκοθετούσαν ό,τι καλό επιχειρούσαμε για χρόνια. Σε αυτό το πεδίο, άλλωστε, χάναμε στην εσωτερική μάχη της Αριστεράς. Πόσες φορές δεν είχαμε ακούσει πως το ΚΚΕ ήταν μεν για να μην ήταν, αλλά ήταν, τουλάχιστον, «συνεπές». Η αριστερή ριζοσπαστική ταυτότητα που οικοδομήσαμε ως χώρος τα τελευταία χρόνια υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας για τη δημιουργία της ισχυρής δυναμικής που εμφανίζει η παράταξή μας –και όχι μόνο εκλογικά, ούτε κυρίως εκεί. Πολλά από όσα κάναμε φωτίζονταν πλέον διαφορετικά. Αυτό που ο Χριστόφορος Βερναρδάκης ονόμαζε «ιδεολογικό φιλελευθερισμό» πριν από λίγες μέρες σε συνέντευξή του σε αυτήν εδώ την εφημερίδα, θεωρώντας την ως ένα από τα σημαντικότερα και πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, συνδεμένο πια με έναν αρκετά σαφή αντικαπιταλιστικό λόγο έπαυε να είναι «φιλελευθερισμός» και γινόταν σήμα για την αφομοίωση των καλύτερων στοιχείων της δυτικής «νέας Αριστεράς» στο λόγο και στη δράση μας. Η ταυτότητά μας, λοιπόν, υπήρξε το μεγάλο μας όπλο κι η ταυτότητα είναι πάντοτε και κυρίως «ιδεολογικό προϊόν» είτε το θέλουμε είτε όχι. Εμπλέκει όχι τόσο προγράμματα και λύσεις όσο φόβους κι ελπίδες –και τις πρακτικές που αντιστοιχούν στα τελευταία. Γιατί παρά τη μεγάλη δημοφιλία του πασίγνωστου καζαντζάκειου επιγράμματος ορθότερη είναι μάλλον η εκδοχή: δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι πίθηκος. Οι άνθρωποι είναι ένας άλλος εξελικτικός κλάδος, είναι ιδεολογικά ζώα –και οι αριστεροί περισσότερο από όλους.

Η επιστροφή της ιδεολογίας, λοιπόν, όπως έγινε και όσο έγινε, βρίσκεται στη βάση της ριζοσπαστικής αριστερής ταυτότητας που αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους για την επιτυχημένη έκβαση των πρόσφατων εγχειρημάτων μας. Η εμβάθυνση θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Απαιτείται, συνεπώς, μια οργανωμένη συστηματική προσπάθεια που θα επιχειρήσει να συνδέσει την καθημερινή πολιτική δουλειά και τον προγραμματικό λόγο με το όραμα –κι ας έχει κακολογηθεί η λέξη όραμα- του σοσιαλισμού. Είμαι πεπεισμένος πως όχι μόνο ο ΣΥΝ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί σε αυτό το πεδίο. Η ενωτική ανασύνθεση της Αριστεράς δεν μπορεί να ευοδωθεί στον ελάχιστο παρονομαστή, πρέπει να διεκδικήσει το περισσότερο που απαιτούν οι συνθήκες της πολιτικής μας παρέμβασης.

Να το πω ξανά και με τα λόγια του Μπαντιού (Εποχή, 27-1), που μας επισκέπτεται αυτές τις μέρες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη: «Η κομμουνιστική υπόθεση παραμένει η ορθή υπόθεση, … δεν διακρίνω καμιά άλλη. Αν αυτή η υπόθεση πρέπει να εγκαταλειφθεί, τότε δεν αξίζει τον κόπο να κάνουμε τίποτε στην τάξη της συλλογικής δράσης … Ας ασχοληθεί καθένας με τις υποθέσεις του και ας πάψουμε να μιλάμε για τέτοια ζητήματα». Προφανώς δεν σκοπεύουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο και, άρα, δεν έχουμε παρά να ξεκινήσουμε να κάνουμε το άλλο…