Προεκτάσεις: Ο Μπιτσάκης, το ΚΚΕ και οι «άλλοι»
15/07/2011, 9:39 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες:
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης αποδεδειγμένα πιστεύει στο διάλογο, στο δημόσιο διάλογο με τη συμμετοχή όλων των ρευμάτων της Αριστεράς
Πριν από δύο εβδομάδες, ο Ευτύχης Μπιτσάκης δημοσίευσε σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της Αριστεράς άρθρο με τίτλο «Παρ’ όλα όσα, Αριστερά» [το άρθρο εδώ]. Σε όλες, πλην βεβαίως του Ριζοσπάστη, του οποίου το αυτί δεν ιδρώνει στις αγωνίες, ούτε στη δεοντολογία των «άλλων».

Ο Μπιτσάκης ζητάει από το σύνολο της Αριστεράς  το αυτονόητο: ενότητα. Ενότητα, για να μπορέσει η Αριστερά  να αντιμετωπίσει  το Μνημόνιο, την Τρόικα, την επίθεση του κεφαλαίου στις κοινωνικές κατακτήσεις αιώνων.  Γνωρίζει βεβαίως ο ίδιος ότι στο νέο πολυπολικό κόσμο, στον κόσμο του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, των πολλαπλών αντιθέσεων και της πλανητικής απειλής, οι απαντήσεις δεν  είναι ίδιες. Όπως δεν είναι ίδιες οι Αριστερές. Έχει πλήρη επίγνωση των διαιρέσεων, των ιδεολογικών και στρατηγικών ανταγωνισμών που διατρέχουν το σώμα της Αριστεράς. Και ο ίδιος δεν το παίζει υπεράνω· αντιθέτως, καταθέτει τη δική του ταυτότητα με αιχμηρό τρόπο.  Έκκληση για πολιτική ενότητα κάνει, για αγωνιστική ενότητα υπεράσπισης του κόσμου της εργασίας. Δεν παριστάνει τον ανίδεο διανοούμενο που καταθέτει ηθικές εκκλήσεις εν αγνοία των υπαρκτών αντιθέσεων.

Ο Μπιτσάκης ξέρει ότι το ΚΚΕ θα αδιαφορήσει και ότι ο Ριζοσπάστης δεν θα φιλοξενήσει  το κείμενό του. Αυτάρκεις και περίκλειστοι οι ίδιοι, κάστρο, εκλογικά δικαιωμένοι όμως, αφού η μαχητικά ανθενωτική τους στάση δικαιώνεται στις κάλπες. Γιατί λοιπόν να εκτίθενται στην ψυχική δοκιμασία του ενδοαριστερού «διαλόγου» ή την ανθρωποφαγική «οικειότητα» των αριστερών μετώπων – του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μη εξαιρουμένων; Καθαρίζουν με όλα αυτά δια της πολεμικής. Κι εδώ, βέβαια, βοηθάνε και οι «άλλοι».

Ο κόσμος του ΚΚΕ, εξάλλου, τα μέλη, οι φίλοι, οι ψηφοφόροι, διαχρονικά δεν είναι συνηθισμένοι να βάζουν δύσκολα ερωτήματα στην καθοδήγηση (και όσοι βάζουν, συνήθως διαγράφονται).

Για παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι η στρατηγική του ΚΚΕ είναι η δημιουργία βήμα-βήμα της δυαδικής κοινωνίας και ότι γι’ αυτό στήνει ΠΑΜΕ παντού: στα συνδικάτα, στους αγρότες, τώρα και στα πανεπιστήμια. Ας υποθέσουμε ότι  θεωρεί τις κοινωνικές δομές εξαχρειωμένες, ταξικές παγίδες, θύλακες της αστικής ιδεολογίας και ότι γι’ αυτό φτιάχνει τις δικές του. Πώς συμβαδίζει η στρατηγική αυτή για την δυαδική κοινωνία με τη «μηδενική ισορροπία» των κοινωνικών αγώνων; Πώς γίνεται η πρωταρχική κοινωνική συσσώρευση (των οργανωμένων του δυνάμεων) να έχει και αυτή με τη σειρά της μηδενικό άθροισμα; Κέντρο διερχομένων ο κομματικός ιστός;
Φανταζόμαστε ότι η απάντηση είναι ότι φταίνε, διαδοχικά: οι (παγκόσμιοι) ταξικοί συσχετισμοί, η περίοδος που έχει αρνητικό πρόσημο για το κομμουνιστικό κίνημα, οι «προδότες» που δημιουργούν συγχύσεις στην άνοδο της ταξικής συνείδησης κ.λπ. Χλωμές απαντήσεις, που στην πραγματικότητα επιβιώνουν χάρη στην ανυποληψία «των άλλων» στο ενδοαριστερό μακελειό. Στην ανυποληψία τους σήμερα. Γιατί λίγο καιρό πριν, το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης τα έβρισκαν πραγματικά σκούρα, όταν ο ενωτικός και ριζοσπαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ συναντιόταν με την άνοδο των κοινωνικών και των νεολαιίστικών αγώνων, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα. Κοινωνικό και πολιτικό.

Το ΚΚΕ δεν ταλαντεύτηκε ούτε στιγμή εκείνη την περίοδο.  Ταυτίστηκε με το μπλοκ εξουσίας σε επιθέσεις όχι μόνο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κατά της νεολαιίστικης εξέγερσης. Μερικές φορές μάλιστα πρωτοστάτησε παρέα με τον ΛΑΟΣ στην κατασυκοφάντηση τους.

Η στάση αυτή του ΚΚΕ δεν είχε να κάνει τόσο με την πολιτική μισαλλοδοξία ή την ιδεολογική δυσανεξία του έναντι της άλλης Αριστεράς: το διακύβευμα  ήταν η πρωτοκαθεδρία στην Αριστερά και η δια των εκλογικών ποσοστών πιστοποίησή της. Ένας  ριζοσπαστικός πόλος στα αριστερά του ΚΚΕ, και μάλιστα σε συνομιλία με τα κινήματα και τις κοινωνικές αντιστάσεις, έστελνε αυτόματα τη στρατηγική του στα αζήτητα.

Ο Μπιτσάκης γνωρίζει την λογική του ΚΚΕ από τα μέσα. Γνωρίζει ότι οι εκκλήσεις ενότητας, όπως αυτή που κατατίθεται στο άρθρο του, το αφήνουν παγερά αδιάφορο – και μάλιστα σε περιόδους ύφεσης των αγώνων. Στους «άλλους» απευθύνεται: στον ΣΥΡΙΖΑ και  τον Συνασπισμό, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο Μέτωπο, στο Βήμα Διαλόγου. Αναρωτιέται, δικαίως, πώς είναι δυνατόν οι στρατηγικές διαφορές των συνιστωσών της Αριστεράς να μην επιτρέπουν την κοινή δράση και τον διάλογο για τα «μεγάλα»: τη διέξοδο από την κρίση, τη στρατηγική. Θεωρεί ως λογικός αριστερός ότι τα κεκτημένα – δηλαδή η  καταδίκη και ο  αγώνας κατά του Μνημονίου, όπως και η επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους-, αποτελούν την επαρκή πολιτική βάση για τους ενωτικούς αγώνες, όπως και για τον δημόσιο διάλογο. Αντιθέτως, δεν θεωρεί ιδιαίτερα αξιόλογες τις «συνολικές» απαντήσεις από τη μεριά των τμημάτων της Αριστεράς. Για την ακρίβεια τις θεωρεί «επιστημονικά αθεμελίωτες», ότι δεν πατάν στέρεα σε κάποια στρατηγική πρόταση.

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης αποδεδειγμένα πιστεύει στο διάλογο, στο δημόσιο διάλογο με τη συμμετοχή όλων  των ρευμάτων της Αριστεράς. Χαρακτηριστικά, τις μέρες που στηνόταν το Βήμα Διαλόγου, ήταν από τους λίγους που απεύθυνε πρόσκληση συμμετοχής σε ανθρώπους που δεν είχαν καταγωγή από το ΚΚΕ, όπως και δεν θεωρούσε προαπαιτούμενο τη συμφωνία για έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Κρίνοντας από τις υπογραφές, αλλά και από τη σύνθεση των πάνελ στις εκδηλώσεις του Αριστερού Βήματος, μάλλον πρέπει να είναι σχετικά  μόνος.

Από την άλλη, όπως προείπαμε, δεν κρύβει τη δική του ιδεολογική ταυτότητα. Αντιθέτως την τονίζει μαχητικά. Δεν θεωρεί ότι τα ρεύματα της Αριστεράς έχουν όλα δίκιο. Δεν διστάζει μάλιστα να είναι «πολεμικός» απέναντι στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα: «αυτοί, δέσμιοι ακόμη της αόριστης και καταστροφικής ιδεολογίας του ευρωκομμουνισμού και του ασαφούς ευρωπαϊσμού, δεν ασχολούνται με θέματα «στρατηγικής»».

Στην πραγματικότητα ανασύρει από τις ιδεολογικές του αποσκευές την πολεμική  απέναντι στον «δεξιό ευρωκομμουνισμό»: εκείνον του Κύρκου και του Καρίγιο. Ενδεχομένως δεν γνωρίζει άλλο. Μόνο που, θέτοντας ως επείγουσα προτεραιότητα τη θεωρητική συζήτηση για την καπιταλιστική κρίση, τη στρατηγική της Αριστεράς και την κομμουνιστική ουτοπία, θέλοντας και μη είναι υποχρεωμένος να διαλεχτεί με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα. Με το ρεύμα του αριστερού ευρωκομμουνισμού για την ακρίβεια, διότι το άλλο ενσωματώθηκε στη σοσιαλδημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση που προτείνει ο Μπιτσάκης πολώνεται εξαρχής σε δύο σχολές σκέψης – στην πραγματικότητα: σε δύο διαφορετικές στρατηγικές. Στην εθνοκεντρική (όπου υπάγεται ο Μπιτσάκης) και στην ευρωπαϊκή-διεθνιστική. Κι αυτό, χωρίς να εντοπίζονται αποκλειστικά εδώ οι διαφωνίες.

Μέσα από τις γραμμές του ίδιου άρθρου, ο Μπιτσάκης αναμοχλεύει σοβαρά ιδεολογικά ζητήματα προς επίλυση: τις θεωρίες της εξάρτησης, της αυτοδύναμης ανάπτυξης (σε ένα διεθνοποιημένο κόσμο), την εργαλειακή προσέγγιση του κράτους, τα ζητήματα της κυριαρχίας και της επιβολής. Ζητήματα που οι σημερινοί ευρωκομμουνιστές δίνουν διαφορετικές απαντήσεις, με άλλα αναλυτικά εργαλεία, τους οποίους είναι αδύνατον να προσπεράσεις, όχι μόνο γιατί αποτελούν μια σημαντική ομάδα με πλούσια θεωρητική δουλειά, οργανικοί διανοούμενοι της Αριστεράς οι περισσότεροι, αλλά γιατί είναι μέρος ενός παγκόσμιου θεωρητικού ρεύματος με κοινές παραδοχές για τα ζητήματα της μετάβασης και του κράτους. Για όλα αυτά όμως θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε περισσότερο αναλυτικά και με πολλές αφορμές την επομένη. Η συζήτηση έτσι και αλλιώς έχει αρχίσει.



Ελενης εγκωμιο (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ, 25.9.2010)

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στην Ελευθεροτυπία της Τετάρτης ο Βασίλης Καρδάσης, παλιός φίλος και σύντροφος, αναρωτιέται γιατί να ψηφίσει Μητρόπουλο και όχι Καμίνη αφού το διακύβευμα στην αυτοδιοίκηση είναι οι μεταρρυθμίσεις στην πόλη, ενώ το Μνημόνιο το αποδοκιμάζει όλη η κοινωνία και άρα δεν τίθεται θέμα. Η προφανής απάντηση είναι γιατί ο Μητρόπουλος κατεβαίνει στην Περιφέρεια, ενώ ο Καμίνης στην Αθήνα.

Συνέχεια



ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΟ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 19.9.2010)

ΤΩΝ ΕΦΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΤΑΣΟΥ ΚΟΡΩΝΑΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν είμαστε καθόλου χαρούμενοι για τις διασπάσεις και τον κατακερματισμό της αριστεράς, ιδιαίτερα της ριζοσπαστική αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως. Είμαστε προβληματισμένοι από το γεγονός ότι οι διαδοχικές κρίσεις και το οριστικό δράμα διεξάγονται πάντα μεσούσης της προεκλογικής περιόδου: ευρωεκλογές, βουλευτικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Δεν είμαστε ανυποψίαστοι, είχαμε δει, όπως όλοι, να εξελίσσεται ένα ανταγωνιστικό σχέδιο διαφοροποίησης εντός του ΣΥΡΙΖΑ από τις οργανώσεις και τα πρόσωπα που αποτελούν το «Μέτωπο αλληλεγγύης» εδώ και ένα χρόνο περίπου. Είχαμε προβλέψει την κατάληξη, κάναμε ότι μπορούσαμε για να αποτρέψουμε το αναπότρεπτο, σε βάρος μάλιστα της ίδιας μας της πολιτικής αξιοπρέπειας, σε βάρος επίσης των πιο ειλικρινών δυνάμεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζαμε ότι είναι αδύνατο να επαγγέλλεσαι την ενότητα της αριστεράς και την ίδια στιγμή να οδηγείσαι σε διαδοχικές διασπάσεις και μάλιστα σε μια εποχή που το αίτημα του κόσμου της εργασίας είναι η μέγιστη ενότητα για να αντιμετωπισθεί το Μνημόνιο και η κυβερνητική επέλαση σε στοιχειώδη δικαιώματα της μισθωτής εργασίας. Εκείνο που δεν γνωρίζαμε, και ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, είναι ποιες είναι οι πολιτικές διαφορές -οι πολιτικές, όχι οι ιδεολογικές και στρατηγικές- που κάνουν τη διάσπαση αναπόφευκτη.

Συνέχεια



ΔΡΟΜΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 29.8.2010)

TOY XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου αισθάνονται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στις μέρες μας, γεγονός που τους επιτρέπει να σχεδιάζουν με άνεση την επικοινωνιακή διαχείριση του δεύτερου μέρους του πακέτου του Μνημονίου. Ανησυχούν, βεβαίως, ότι η οικονομική ύφεση αποσυνθέτει μέρος του μπλοκ εξουσίας, εμπιστεύονται όμως το «ταξικό τους ένστικτο». Εξ άλλου οι παροχές προς τις μερίδες του κεφαλαίου, η συμπίεση δηλαδή του εργατικού κόστους και η απορρύθμιση της κοινωνικής προστασίας της εργασίας, η εξαγωγή της απόλυτης υπεραξίας που λέγαμε παλιά, είναι μόνιμη, ενώ η ύφεση συγκυριακή. Αυτό τουλάχιστον υπόσχονται.

Συνέχεια



Μπλακάουτ (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΑΥΓΗΣ, 22.8.2010)
22/08/2010, 9:56 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Αύγουστος στην Αίγινα, αδιαχώρητο, πρόχειροι υπολογισμοί ανεβάζουν ντόπιους και παραθεριστές στους 60.000, όταν οι μόνιμοι κάτοικοι είναι λίγο πάνω από 15.000, συμπεριλαμβανομένων των πολιτογραφημένων «Παρασκευάδων». Οι φήμες λένε ότι οι παραθεριστές του Σαββατοκύριακου (Παρασκευάδες), που διαθέτουν εξοχική κατοικία στην Αίγινα, λόγω οικονομικής κρίσης, δεν ξενοκοίταξαν φέτος. Παρέμειναν αμετακίνητοι στο νησί. Εξ ανάγκης.

Συνέχεια



Η κρίση της δημοκρατίας και η αριστερά

TOY XΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στην «Ελευθεροτυπία» της Τρίτης 6 Ιουλίου ο Θανάσης Γιαλκέτσης δημοσίευσε την εισήγηση του Στέφανου Πετρουτσιάνι σε θεωρητικό συμπόσιο στην πόλη Μοντένα με θέμα τη δημοκρατία. Ο Πετρουτσιάνι, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, σε ένα πυκνό κείμενο 1.000 λέξεων ανατέμνει την κρίση της δημοκρατίας στις συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Τη συνδέει μάλιστα με την κρίση της αριστεράς επισημαίνοντας ότι τα λαϊκά στρώματα, των οποίων τα συμφέροντα επιχειρεί να εκπροσωπήσει η αριστερά, είναι «μη αντιπροσωπεύσιμα» στον βαθμό που η «υπεροπλία» του κεφαλαίου με τη συνηγορία του επίσημου πολιτικού συστήματος επιδείνωσε τις συνθήκες ζωής της μισθωτής εργασίας με αδυναμία της αριστεράς να προστατεύσει αυτά ακριβώς τα συμφέροντα. Η αδυναμία αντιπροσώπευσης των λαϊκών συμφερόντων στο πολιτικό πεδίο και στο πολιτικό σύστημα μετατρέπει την αστική δημοκρατία σε ολιγαρχικό σύστημα με τη συνέργεια των μεγάλων ΜΜΕ και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.

Συνέχεια



Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΠΡΑΣΙΝΟΥ-ΔΙΚΤΥΟΥ, 11.5.2010)

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η κρίση του χρέους των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως η κρίση δανεισμού της Ελλάδας έγινε η αφορμή για να αποκαλυφθεί γυμνή η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κανείς μάλιστα από τους πρωταγωνιστές δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να μεταμφιέσει το υπόβαθρο τις κρίσης, να δικαιολογήσει δηλαδή το μηχανισμό του ευρώ, να υπερασπισθεί την αρχιτεκτονική των θεσμών, να εξυμνήσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ως την ιδεολογική αξία που για χάρη της αξίζει κανείς να εγκαταλείψει τους <<εθνικούς εγωισμούς>> και να προστρέξει στο κοινό <<ευρωπαϊκό ιδεώδες>>. Το τοκογλυφικό επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας από το μηχανισμό διάσωσης δεν άφηνε εδώ που τα λέμε και πολλά περιθώρια.

Συνέχεια



Διαβάζοντας τις «Θεσεις» (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18.4.2010)

Οι Θέσεις της πλειοψηφίας του Συνασπισμού για το 6ο Συνέδριο είναι ένα μεγάλο κείμενο, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν αναλογισθούμε ότι η νέα δεκαετία ξεκινά με μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, ανάλογη με εκείνη των αρχών του εικοστού αιώνα, με τη μόνη διαφορά ότι η ταξική υπεροψία του κεφαλαίου στις παρούσες συνθήκες οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα τις κοινωνίες στην εκμεταλλευτική βαρβαρότητα, αλλά και τον πλανήτη σε περιβαλλοντική απειλή. Οι συνεδριακές Θέσεις ενός κόμματος είναι την ίδια στιγμή η ανακεφαλαίωση της πολιτικής και θεωρητικής παραγωγής όλου του προηγούμενου διαστήματος, αλλά ταυτόχρονα και η πολιτική «αφήγηση» στις κοινωνικές δυνάμεις που το παρακολουθούν. Από αυτή τη σκοπιά, τη δεύτερη, το παρακάτω κείμενο είναι η προσπάθεια απόδοσης εν συντομία των Θέσεων με αφηγηματικό και πολιτικό ειρμό στα ουσιώδη.

Συνέχεια



ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗ (ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟ-ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ, 22.1.2010)

ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Η νέα «τρικυμία» που διαδραματίζεται στο Συνασπισμό και στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ακόμα περιστατικό αυθαιρεσίας και υποκατάστασης. Τα κεντρικά στελέχη της Ανανεωτικής Πτέρυγας ξεσαλώνουν με προσωπικές δηλώσεις και εμφανίσεις στα ΜΜΕ, πυροδοτώντας την ένταση, την πόλωση και την πολιτική εσωστρέφεια. Τα εσωτερικά μας γίνονται άλλη μια φορά  η ύλη των ρεπορτάζ μεγάλων εφημερίδων την ίδια στιγμή που αγνοούνε ή αποσιωπούνε τις πολιτικές δραστηριότητες: για την επισφάλεια για παράδειγμα, όπως και τις επεξεργασίες της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι «δεν υπάρχει θέμα» , πόσο μάλλον εμείς, μόνο που αυτή τη φορά το αίτημα έρχεται «ηχηρά» από τα κάτω, και δεν υποκαθίσταται, δεν αναστέλλεται παρά τον επικοινωνιακό ορυμαγδό.

Συνέχεια



Η πολιτικη και η δημοκρατια ειναι η απαντηση στην κριση (KΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 25.10.2009)
27/10/2009, 10:15 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Είχαμε πει εγκαίρως, κατά τη διάρκεια της τρίμηνης δοκιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η υπέρβαση της κρίσης, η ανάταξη των δυνάμεων  θα γίνει στο έδαφος της πολιτικής και της δημοκρατίας. Στη σύντομη προεκλογική περίοδο μας δόθηκε η ευκαιρία να καταθέσουμε το πολιτικό μας πρόγραμμα για την κρίση και τις κοινωνικές ανάγκες. Ένα πρόγραμμα ανταγωνιστικό στο νεοφιλελεύθερο δικομματισμό και κοινωνικά μεροληπτικό υπέρ του κόσμου της εργασίας, ένα πρόγραμμα που έδινε στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ την αυτοπεποίθηση ότι είναι χρήσιμος και «ιδιαίτερος» στον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό.

Συνέχεια



ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ (ΕΠΟΧΗ, 25.10.2009)
27/10/2009, 10:12 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος

TOΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

kasdaglisΔιάβασα το βιβλίο του Κάσδαγλη δύο φορές, την πρώτη καχύποπτα κρατώντας υπό μάλης το νυστέρι της αριστερής κριτικής, τη δεύτερη χαλάρωσα και το απόλαυσα. Δεν είναι δύσκολο να αφεθείς, θες η κοφτή γλώσσα με τις μικρές ανατροπές, η ειρωνική χρήση του αριστερού ιδιώματος, το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, θες τα σύντομα αυτοτελή κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν με όποια σειρά διαλέγεις, χωρίς να χάσουν  ρυθμό και ειρμό, θες τα κοινά πολιτικά βιώματα… Συνεχώς σκεφτόμουνα πως το διαβάζει ένας «κανονικός» άνθρωπος, δηλαδή όλοι εκείνοι που δεν έτυχε να περάσουν από το ΚΚΕ εσωτ…

Συνέχεια



Ειχαμε δουλεψει -πολιτικα και κοινωνικα- πολυ πριν το εκλογικο αποτελεσμα
06/10/2009, 3:36 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και η κατάρρευση της Ν.Δ. δεν μας ξάφνιασε, την είχαμε προβλέψει πολύ πριν, περισσότερο μας «αιφνιδίασε» το δικό μας εκλογικό ποσοστό, συγκρινόμενο ιδιαίτερα με τις προσδοκίες που επικρατούσαν στις γραμμές μας με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Δικαίως αφού είχαν προηγηθεί τρεις μήνες κρίσης στο ΣΥΡΙΖΑ -με αδιανόητους και ακατανόητους όρους- με αφορμή το  ποσοστό των ευρωεκλογών, το ίδιο ακριβώς με το σημερινό. Ποσοστό, να σημειώσουμε, που μας κάνει αισιόδοξους για την προοπτική του ενωτικού πολιτικού μας εγχειρήματος.

Συνέχεια



Η ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΕΝΤΟΣ ΕΠΟΧΗΣ, 27.9.2009)
27/09/2009, 7:18 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: , ,

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, για την ακρίβεια η διαχείριση του αποτελέσματος, παρέσυρε -εκτός από την αξιοπρέπειά μας- τη συζήτηση για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί η ίδια συζήτηση να συνεπαίρνει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση το ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο, στην Ελλάδα ελάχιστοι -μεταξύ των οποίων τιμητικών εξαιρέσεων ο Γεράσιμος Μοσχονάς και ο Ανδρέας Πανταζόπουλος- σκέπτονται και γράφουν για την χαμένη τιμή του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου και τις μεταμορφώσεις του λόγου των σοσιαλιστικών κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ συμπεριλαμβανομένου. Συνέχεια



Οι φωτιες: τα προφανη και τα ανομολoγητα
01/09/2009, 4:07 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2009 του περιοδικού «Απέναντι» της Αίγινας

Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι έχετε δει την ταινία «Η μέρα της Μαρμότας» στην οποία ο πρωταγωνιστής ζούσε κάθε βράδυ το ίδιο επεισόδιο με μικρές παραλλαγές, ανάλογες με τις διορθωτικές κινήσεις που έκανε κάθε φορά προκειμένου να τροποποιήσει την οδυνηρή κατάληξη. Συνέχεια



Η αντισυστημικη δυσανεξια (ΑΥΓΗ, 25.7.2009)
26/07/2009, 4:51 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: ,

ΤOY ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Μου είναι δύσκολο να παρακολουθήσω το ιδεολογικό νήμα της σκέψης του Βασίλη Βενιζέλου, το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα έχω και με τον Σάκη Κουρουζίδη. Θα μου πείτε για ποιο λόγο χρειάζεται η ιδεολογική ακτινογραφία βασικών «επιφυλλιδογράφων» της Αυγής; Για άλλα πράγματα είναι απαραίτητοι στην εφημερίδα οι άνθρωποι, και στα άλλα ανταποκρίνονται μια χαρά. Στα θέματα της υγείας ο πρώτος, του περιβάλλοντος ο δεύτερος. Συνέχεια



ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ; Για την κριση του κομματικου φαινομενου (ΑΥΓΗ, 18.7.2009)

ΤΩΝ ΑΛΕΚΑΣ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Το Πανελλαδικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ, που συγκαλείται στο ΣΕΦ αυτό το Σαββατοκύριακο, θα συζητήσει για την κρίση στον (Συνασπισμό και τον) ΣΥΡΙΖΑ, την εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων, την πολιτική συγκυρία, όπως διαμορφώνεται από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης από τη μια μεριά και από την άλλη με την υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Συνέχεια



Που βρισκομαστε; Που θελουμε να παμε (Κυριακατικη Αυγη, 28.6.2009)

ΤΩΝ ΧΑΡΗ ΓΟΛΕΜΗ, ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Μια εκλογική αναμέτρηση πάντα αποτελεί σημαντικό σταθμό. Από την άλλη δεν μπορεί να αξιολογηθεί απομονωμένα, αλλά ως μέρος ενός πλέγματος θεωρητικών επεξεργασιών, κοινωνικών δραστηριοτήτων και πολιτικών παρεμβάσεων. Συνέχεια



Μια πρωτη τοποθετηση για τα θλιβερα συμβαινοντα (ιστολογιο του κοκκινο-πρασινου δικτυου, 21.6.2009)

ΤΩΝ ΧΑΡΗ ΓΟΛΕΜΗ, ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Η αντιμετώπιση του εκλογικού αποτελέσματος της 7ης Ιουνίου κατέδειξε από μιας αρχής κάποιες από τις θεμελιώδεις παθογένειες του χώρου μας –όχι μόνο του κόμματος, αλλά και της «παράταξης». Από την περασμένη Τρίτη, ωστόσο, όλα έχουν μπει σε φάση παροξυσμού. Δεν είναι η παραίτηση Αλαβάνου το θέμα –είναι, κυρίως, η απίστευτη διαχείρισή της. Συνέχεια



Οι ευρωεκλογες στο μεγαλο καδρο (Εργατικη Αριστερα, 10.6.2009)
10/06/2009, 1:15 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Με όποιο μέτρο και να δούμε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν μπορεί παρά στο τελικό συμπέρασμα να μην καταλογίσουμε στον εαυτό μας στοιχεία αυτοκριτικής: κάναμε λιγότερα από αυτά που έπρεπε, αργήσαμε σε άλλα, είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί εκεί που έπρεπε να δείξουμε περισσότερο θάρρος, δεν διαβάσαμε πάντα καθαρά τη συγκυρία. Συνέχεια



Δημοσκοπικες εκτοξευσεις (Κυριακατικη Αυγη, 24.5.2009)
24/05/2009, 12:50 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Οικολόγοι Πράσινοι καταγράφουν αξιόλογες επιδόσεις σε κάθε δημοσκοπική έρευνα την τελευταία περίοδο. Σε μία μάλιστα φαίνεται να παίρνουν κεφάλι έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, να «διεμβολίζουν» δηλαδή τον «μικρό δικομματισμό της αριστεράς», σύμφωνα με δική τους διατύπωση κατά την παρουσίαση του ευρωψηφοδελτίου.

Λογοπαίγνιο για τις ανάγκες της συνέντευξης Τύπου, θα πει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, που δύσκολα όμως κρύβει τις πολιτικές οριοθετήσεις έναντι της αριστεράς, πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή υπήρξαν αβροί στον υπαρκτό δικομματισμό της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Εκεί τα σύνορα ήταν, αν όχι δυσδιάκριτα, σίγουρα μετριοπαθή και ευγενικά. Ενδεχομένως διότι η συμμετοχή τους σε κυβέρνηση συνεργασίας με τον ένα από τους δύο πόλους του δικομματισμού -κατά προτίμηση με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και με τη Ν.Δ. δεν θα έλεγαν όχι- αποτελεί όχι μόνο ενδεχόμενο αλλά διακηρυγμένη επιθυμία τους, όπως διευκρινίστηκε στην ίδια πάντα συνέντευξη.

Τηρουμένων των αναλογιών η δημοσκοπική εκτίναξη των Οικολόγων θυμίζει εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο του 2008, όχι βεβαίως στα ίδια επίπεδα, αλλά και οι αφετηρίες ήταν δυσανάλογες υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ: η ανταγωνιστικότητα της πολιτικής ταυτότητας, το πολιτικό προσωπικό και οι οργανωμένες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να συγκριθούν.

Κοινός παρονομαστής στα δυσθεώρητα δημοσκοπικά ποσοστά που καταγράφηκαν, τότε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα υπέρ των Οικολόγων, η κρίση του πολιτικού συστήματος, η κρίση του δικομματισμού. Διαφορετικές όμως οι εισροές ο ΣΥΡΙΖΑ υποδέχθηκε τους απογοητευμένους του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα όλους εκείνους που αηδίασαν από το επίπεδο της ενδοκομματικής σύγκρουσης για την προεδρία, κυρίως όμως υποδέχθηκε τον νεανικό ριζοσπαστισμό, τη γενιά των 700 ευρώ, την εργασιακή επισφάλεια, τους πολυπτυχιούχους χωρίς μέλλον, μια κοινωνική κατηγορία που και σήμερα φαίνεται να εκπροσωπείται προνομιακά από τον ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά εφάμιλλα των κομμάτων εξουσίας.

Αντίθετα οι Οικολόγοι Πράσινοι φαίνεται να υποδέχονται τη δεξιά διαμαρτυρία σε μεγάλο ποσοστό, γεγονός που ενθουσιάζει τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης -κανάλια, μεγαλοδημοσιογράφους, εταιρείες δημοσκοπήσεων- για ευνόητους λόγους. Αποκλίνουσες εξάλλου και οι πολιτικές στρατηγικές, η διαχείριση, αν θέλετε, της δημοσκοπικής ανόδου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στο πικ της δημοσκοπικής ανόδου παρέμεινε μια κατεξοχήν αντισυστημική πολιτική δύναμη: όχι μόνο δεν παραιτήθηκε από το μείγμα πολιτικής που κατοχύρωσε όλη την προηγούμενη περίοδο, αλλά το όξυνε, σε στιγμές μάλιστα κοινωνικής έντασης, όπως στην εξέγερση του Δεκέμβρη.

Αντί να «λειάνει» τον πολιτικό του λόγο, να στρογγυλέψει τις πολιτικές αιχμές, να υποδεχθεί τα μεσαία στρώματα που αναζητούσαν πολιτική στέγη -εντός του πολιτικού συστήματος- παρέμεινε προσηλωμένος στις «διαιρετικές τομές» απέναντι στο φθαρμένο πολιτικό σύστημα, στην «κοινωνική μεροληψία» υπέρ του κόσμου της εργασίας. Επιχείρησε μάλιστα να δώσει στρατηγικό βάθος -τη «μεγάλη αφήγηση»- στην πολιτική του πρόταση βαθύνοντας τα ζητήματα του σοσιαλισμού στον παρόντα χρόνο, με κλειδιά τη οικονομία των αναγκών και την επαν-οικειοποίηση των δημόσιων αγαθών.

Στον αντίποδα η διαχείριση των Οικολόγων: πολιτική χαμηλών τόνων, πολυσυλλεκτική, χωρίς αιχμές ακόμα και σε θέματα που στο πρόσφατο παρελθόν είχαν σηκώσει τον πήχη, στα αντιεθνικιστικά για παράδειγμα. Επιδερμική και η κριτική στο πολιτικό σύστημα, εντός πλαισίου, χωρίς κοινωνικές αναφορές, δέσμιοι μιας επιπόλαιας ανάλυσης περί «διαταξικότητας» των περιβαλλοντικών προβλημάτων, η οποία όμως τους εκθέτει, σε περιόδους μάλιστα οικονομικής (και περιβαλλοντικής) κρίσης, δηλαδή σε περιόδους συστημικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.

Η αλήθεια είναι ότι οι Οικολόγοι Πράσινοι (Ελλάδας), ενώ ξεκίνησαν ως η «αριστερή» αντιπολίτευση των πράσινων κομμάτων, κριτικοί στον Φίσερ και τον Κον Μπεντίτ, αντιγράφουν πλέον τους Γερμανούς ομόλογούς τους. Τα πράσινα κόμματα στη Δ. Ευρώπη εκπροσώπησαν ένα σπουδαίο κίνημα της δεκαετίας του ’70, που έδωσε αξιοσημείωτους αγώνες ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος και την απειλή του πυρηνικού πολέμου, για να αφομοιωθούν γρήγορα από την Κίρκη του πολιτικού συστήματος και να καταλήξουν στην ενεργή υποστήριξη, από υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις, των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία και της νεοφιλελεύθερης ατζέντας παρέα με τους σοσιαλδημοκράτες.

Η αριστερά δεν έχει λόγους να εύχεται μια παρόμοια εξέλιξη για τους ημεδαπούς ομολόγους τους (πόσο μάλλον να τους μιμείται), αντίθετα έχει πραγματικούς λόγους να εργάζεται διακηρυκτικά και πολιτικά πρακτικά για τη γόνιμη συνάντησή τους στο πεδίο των οικολογικών αγώνων και για την πολιτική τους χειραφέτηση έναντι του αστικού πολιτικού συστήματος.

Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ



Μαθηματα ανανεωσης (Ενθεματα Κυριακατικης Αυγης, 3.5.2009)
03/05/2009, 11:56 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Έχουμε κουραστεί από τους πρώην –και τους νυν, εδώ που τα λέμε– της ανανεωτικής Αριστεράς που μας κάνουν μαθήματα ανανέωσης, που δικάζουν και καταδικάζουν τον Συνασπισμό για παρέκκλιση ή για ολοσχερή εγκατάλειψη των θεσφάτων της Ανανεωτικής Αριστεράς. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το συζητούν καν, κατ’ αυτούς συνιστά μια «αριστερίστικη παρέκκλιση» που μέσα από ένα παιχνίδι της Ιστορίας καταγράφει για ανεξήγητους –και γι’ αυτό ασχολίαστους—λόγους εκλογικά σκορ τριακονταπενταετίας και διψήφια σχεδόν δημοσκοπικά ευρήματα. Τελευταία του προσάπτουν –εκτός των άλλων– εγκληματική ανεπάρκεια στη διατήρηση της δημοσκοπικής ανόδου με τον πήχη στο 18%, υπονοώντας φυσικά και ότι αυτό δικό τους ήταν, αποτέλεσμα της δικιάς τους «ανανεωτικής» πολιτικής. Το αστείο είναι όταν δικάζουν και καταδικάζουν άνθρωποι που η σχέση τους με την Ανανεωτική Αριστερά είναι ξώφαλτση και μάλιστα όταν, εδώ και καιρό, είχαν κουραστεί από (πραγματικούς) ανένδοτους αγώνες για το «Κ», έχοντας προσχωρήσει στη ρεαλπολιτίκ, δηλαδή σε όλα όσα κατέκριναν στα νιάτα τους. Με αυτή την έννοια δεν έχει νόημα, πιστεύω, η αντιπαράθεση με τη Βάσω Κιντή και όσα με έπαρση και επιθετικότητα έγραψε στα Νέα εναντίον του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ: τόσα ξέρει, τόσα καταλαβαίνει.

a'synedrio

Άλλης τάξεως, φυσικά, είναι η κριτική (και η αντιπαράθεση) με την ανανεωτική πτέρυγα του Συνασπισμού: αυτή είναι μια παλιά ιστορία, που κρατάει από το ΚΚΕ εσωτερικού και συνεχίζεται μέχρι στις μέρες μας στον Συνασπισμό. Η σύγκρουση «Αριστεράς»-«Δεξιάς» στο πλαίσιο της ανανεωτικής Αριστεράς είναι μεν μια παλιά ιστορία, πλουτίζεται όμως καθημερινά με νέα επεισόδια (είμαι σίγουρος ότι και στο απώτερο μέλλον νέα επεισόδια θα προστεθούν στα υπάρχοντα, ακόμα και τότε που τα πρόσωπα, οι σημερινοί πρωταγωνιστές, θα έχουν εκλείψει) και σχετίζονται με τη σύγκρουση του «εφικτού» και του «ανέφικτου» ή, με άλλα λόγια, με την «προσαρμογή » και το «μετασχηματισμό».

Πρόκειται για «αιματηρή» σύγκρουση με διαγραφές, εξοστρακισμούς και αποστρατεύσεις γενεών ολόκληρων της Αριστεράς. Ευτυχώς με πολλούς και πολλές συναντηθήκαμε έπειτα από χρόνια στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, ανένταχτους και ανένταχτες, αλλά πάντα ενταγμένους στην υπόθεση της Αριστεράς.

Ας συνομολογήσουμε κάποτε ότι η έκφραση «ανανεωτική Αριστερά» είναι νεοελληνικός νεολογισμός: το ΚΚΕ εσωτερικού, και το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα συνολικότερα, δεν προσπάθησε να ανανεώσει γενικά την Αριστερά: τη θεωρία, την πρακτική και κυρίως τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος επιχείρησε να «αναθεωρήσει». Οι άλλοι, σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες, είχαν τις δικές τους επεξεργασίες, τους δικούς τους διανοούμενους –μερικοί εκ των οποίων πνευματικοί ογκόλιθοι, με σπουδαία συνεισφορά στην εξέλιξη του κριτικού λόγου– τη δικιά τους μεταρρυθμιστική στρατηγική. Δεν μοιραστήκαμε ποτέ με τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες ούτε την ανάλυση για το κράτος, τους θεσμούς, τη δημοκρατία, ούτε φυσικά τον δημοκρατικό δρόμο για τον σοσιαλισμό ο οποίος παρέμεινε δική μας ανάλυση. Όπως δεν μοιραστήκαμε μαζί τους τους κομμουνιστές διανοούμενους (τις αναλύσεις τους για το κράτος ιδιαίτερα): τον Γκράμσι, τον Αλτουσέρ, τον Πουλαντζά, παρά την άγρια κακοποίηση του πρώτου από κάθε αστό διανοούμενο που επιχειρούσε να προσδώσει «βάθος» στην πολιτική ανάλυση, παραχαράσσοντας και μεροληπτώντας.

Ακόμα και τότε, την εποχή του Ενιαίου Μετώπου ή του Κοινού προγράμματος της Αριστεράς, τότε που η σοσιαλδημοκρατία εξέφραζε αυθεντικά (και) λαϊκά στρώματα, και άρα το σχέδιο της Αριστεράς για μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία αποκτούσε όχι μόνο πολιτικά υποκείμενα αλλά κυρίως ταξικό υπόστρωμα –δηλαδή την πολιτική ενότητα του κόσμου της εργασίας–, και τότε οι δύο σχηματισμοί σε διαφορετικά και εν πολλοίς ανταγωνιστικά σχέδια μετασχηματισμού αναφέρονταν.

Ας συνομολογήσουμε, επίσης, ότι στο πλαίσιο του Συνασπισμού — μεταξύ πολλών άλλων αμέτοχων στις «ιστορικές» συγκρούσεις, συμμέτοχων όμως στα σημερινά διακυβεύματα– συνυπάρχουν και τα δύο ρεύματα της ανανεωτικής Αριστεράς: και όσοι έχουν καταγωγή από την ΕΑΡ και οι άλλοι του ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, λειτουργεί και η ΑΚΟΑ, γνήσιο τέκνο του ΚΚΕ εσωτερικού και του ΚΚΕ εσωτερικού Α.Α. Με αυτή την έννοια, κανείς δεν είναι ο αποκλειστικός εκφραστής, πόσο μάλλον ο συμβολαιογράφος των «ναμάτων» της Ανανεωτικής Αριστεράς. Απόψεις καταθέτουμε, αναλύσεις τεκμηριώνουμε, πολιτικές προωθούμε και κρινόμαστε γι’ αυτές καθημερινά, χωρίς χρίσματα, χωρίς τις «10 εντολές» και τη θεολογία της Ανανέωσης.

a'panelladikh rhga

Είναι δεδομένο ότι το σημερινό πολιτικό στίγμα, τόσο του Συνασπισμού όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι καλοδεχούμενο από το πολιτικό σύστημα∙ ενοχλεί τόσο τον Πρετεντέρη όσο και τον Παπαχελά, όπως και τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΛΑΟΣ. Όλοι μαζί θα προτιμούσαν μια «καθωσπρέπει» ανανεωτική Αριστερά, ακίνδυνη, με «ήπιο» πολιτικό λόγο, που να εξαντλεί τις αντιπολιτευτικές της «κορώνες» στο Κοινοβούλιο. Δεν επιλέξαμε αυτό τον δρόμο· προκρίναμε, αντίθετα, τις «διαιρετικές τομές» απέναντι στο φθαρμένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, στα μικρά και στα μεγάλα: στην αναθεώρηση του Συντάγματος, στους αγώνες για το δημόσιο πανεπιστήμιο, στην εξέγερση του Δεκέμβρη, σταθήκαμε απέναντι όχι μόνο στον δικομματισμό αλλά και στους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Πληρώνουμε φυσικά το αντίτιμο της επιλογής μας, κερδίζουμε όμως στην αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση των αριστερών, στη συνείδηση και στους συσχετισμούς για ποια Αριστερά έχει ανάγκη ο τόπος. Δεν κάνουμε πολιτική για τις δημοσκοπήσεις, με την προσοχή στραμμένη στις κάλπες, δεν θέλουμε να είμαστε συμπαθητικοί, αλλά χρήσιμοι. Στα «μικρά», στα τοπικά, στην ελευθεριακή ατζέντα (καταστολή, δικαιώματα, διακρίσεις) η αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος είναι περισσότερο εύγλωττη. Σε αυτά, το πολιτικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο δεν μπορεί να υποκαταστήσει (ούτε στιγμιαία) την απουσία αγώνων και αντιστάσεων. Αντίθετα, η αναγωγή των κοινωνικών αγώνων στο πολιτικό επίπεδο δεν κερδίζει μόνο συνειδήσεις, αλλά αλλάζει τους συσχετισμούς και πετυχαίνει νίκες. Το παράδειγμα του Βοτανικού και του Mall δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πώς ανατρέπονται οι συσχετισμοί, πώς διαλύεται η «ιερά» συμμαχία του δικομματισμού με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και με τη συνδρομή των μεγάλων ΜΜΕ.

Την ίδια στιγμή έχουμε πλήρη επίγνωση ότι το μέλλον της Αριστεράς, το μέλλον του σοσιαλισμού θα κριθεί στο κοινωνικό ζήτημα. Η οικονομική κρίση το υπογραμμίζει με έμφαση. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν, έχουμε δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια για να εγκατασταθούμε στις λαϊκές συνοικίες, για να συνομιλούμε με τον κόσμο της εργασίας και να εκπροσωπούμε στην πολιτική τις ανάγκες και τις αγωνίες του. Τη νεολαία δεν την αναζητούμε πλέον μόνο στα πανεπιστήμια, αντίθετα η νέα γενιά, η γενιά της επισφάλειας και των 700 ευρώ καλοδέχεται τον πολιτικό μας λόγο, μας συναντά και τη συναντάμε σε αγώνες. Δημιουργούμε την πολιτική σχέση διαλεκτικά με την κοινωνική διεργασία, εγκαταλείποντας την αυτοαναφορική πολιτική του παρελθόντος.

KKE eswterikou - a'synedrio 1976

Γνωρίζουμε ότι η «κοινωνική μεροληψία» του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ ξενίζει και κάποιους, λίγους, από τους δικούς μας διανοούμενους, που τη βαφτίζουν «λαϊκισμό», όπως και η ένταξή μας στα κοινωνικά κινήματα και στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: αυτή τη βαφτίζουν «εθνολαΐκισμό». Γνωρίζουμε επίσης ότι οι ίδιοι θαυμάζουν τον Σημίτη που μας έβαλε στην ΟΝΕ (και καταριούνται τον Γ. Παπανδρέου που τον διέγραψε) Τι να κάνουμε… Εμείς θα εξακολουθήσουμε να είμαστε μαζί με τους Ιρλανδούς που γιόρτασαν στις παμπ την καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος, με τους γάλλους εργάτες που διαμαρτύρονται «βιαίως» για τις απολύσεις, με τους Γερμανούς που ζητάν «την κρίση να πληρώσουν οι τραπεζίτες», με τους αγρότες που κλείνουν τους δρόμους για την ΚΑΠ, με τους συντρόφους μας «απ’ τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια» που αγωνίζονται για μια άλλη Ευρώπη. Με λίγα λόγια, θα ζήσουμε και με τη διαφωνία.

Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ



Επιθεσεις ανευ λογου στην ευρωπαϊκη ταυτοτητα του ΣΥΡΙΖΑ (Κυριακατικη Αυγη, 5.4.2009)
05/04/2009, 1:13 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Πολλά γράφτηκαν και πολλά ειπώθηκαν εναντίον του σχεδίου πολιτικού πλαισίου του ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές, τα περισσότερα ήταν «στον αέρα», δεν εφάπτονταν με το κείμενο, λες και δεν το είχαν διαβάσει, η κριτική της Άννας Φιλίνη στην Αυγή τα Τετάρτης για παράδειγμα. Άλλα προκειμένου να θεμελιώσουν την απόρριψη του σχεδίου δημιουργούσαν ανυπόστατες κατασκευές, όπως ο ισχυρισμός του Μιχάλη Σαμπατακάκη για παράδειγμα ότι το κοινωνικό κράτος στις χώρες της Ευρώπης είναι κατασκευή των δομών και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι υπόθεση των αγώνων των εργαζομένων και πολιτικός συμβιβασμός με τις κυρίαρχες τάξεις σε πολλές και διαφορετικές χώρες της Ευρώπης σε μια περίοδο που όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπήρχε, ούτε καν η ΕΟΚ. Προφανώς το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά από το τελευταίο, και διαπιστώνει ότι οι πολιτικές της Ε.Ε., τα τελευταία 25 χρόνια υπεροχής του νεοφιλελευθερισμού, αποδομούν το κεκτημένο κοινωνικό μοντέλο και συρρικνώνουν το κοινωνικό κράτος παραδίδοντας τα δημόσια αγαθά στο κέρδος, δηλαδή οξύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλιστικού βορρά της Ευρώπης.

Άλλα –από τα γραφόμενα-είναι πολιτικά θεμιτά, όπως για παράδειγμα η κριτική του Γ. Γεωργάτου,  αφού στοιχειοθετείτε σε μια «μεταρρυθμιστική» λογική που δεν αμφισβητεί τις δομές και τις λογικές του καπιταλιστικού συστήματος, με αυτή την έννοια είναι «νόμιμη» η οργή του στον αντισυστημικό και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ. Ναι πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αλλάξει τον κόσμο (και μάλιστα την Ευρώπη) και πιστεύει ότι αυτό είναι εφικτό. Τέλος υπάρχουν κριτικές, όπως της Ανανεωτικής πτέρυγας για παράδειγμα, που μέσα από την επιθυμία για πολιτική διαφοροποίηση δύσκολα κρύβεται η θεωρητική και συνταγματική ελαφρότητα. Η Ανανεωτική πτέρυγα του Συνασπισμού προσάπτει αντιευρωπαϊσμό στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν υιοθετεί την άποψη της ότι η νέα ευρωβουλή που θα προκύψει από τις εκλογές του Ιουνίου οφείλει να μετατραπεί σε συντακτική και η οποία θα εκπονήσει το νέο σύνταγμα της Ευρώπης. Το θεωρητικό έλλειμμα είναι προφανές αφού η «πτέρυγα» ποτέ δεν κατάλαβε τον Νίκο Πουλαντζά όταν ισχυριζόταν ότι στους θεσμούς (και το κράτος) συμπυκνώνεται ο ταξικός συσχετισμός, δηλαδή η ισχύς των από πάνω και οι αγώνες των από κάτω. Δεν μπορεί κατά συνέπεια να κατανοήσει ότι στο δυσμενή σημερινό συσχετισμό το ευρωκοινοβούλιο δεν μπορεί παρά να νομοθετήσει ένα ολιγαρχικό σύνταγμα, όπως οι 2 προηγούμενες απόπειρες με το ευρωσύνταγμα και τη  συνθήκη της Λισαβόνας, δηλαδή μια αρχιτεκτονική των θεσμών της Ε.Ε. αδιαπέραστη από τους κοινωνικούς αγώνες, όπου η Αριστερά και τα κινήματα εξορίζονται καταστατικά από την πολιτική διαμεσολάβηση. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους (ευφυώς) δεν εγκλωβιστήκαμε στην συνταγματική αναθεώρηση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, γιατί αν το είχαμε κάνει –όπως μας προτείνουν σήμερα για την ευρωβουλή- ούτε το άρθρο 16 για την παιδεία, ούτε το άρθρο 4 για τα δάση, ούτε το Συμβούλιο Επικρατείας θα είχαν μείνει στη θέση τους. Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει στον «ευρωπαϊκό λαό» -σύμφωνα με την πετυχημένο όρο του Άγγελου Ελεφάντη- ως το υποκείμενο των συνταγματικών μετασχηματισμών και προτείνει μέτρα για τη δημιουργία του, κοινωνικά και πολιτικά. Εργάζεται για τις κοινές ευρωπαϊκές κοινωνικές και κινηματικές δομές  (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, κοινοί εργατικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες, πανευρωπαϊκοί συντονισμοί για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον), όπως για την ενιαία πολιτική έκφραση της Αριστεράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο, προτείνοντας το διάλογο και την κοινή δράση των δύο μεγάλων οικογενειών της ευρωπαϊκής Αριστεράς, του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και της Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης, στην μεγάλη αριστερή και οικολογική ομπρέλα της GUE/NGL. Ζητήματα που θίγονται στο σχέδιο και στα οποία η Άννα συνελήφθη αδιάβαστη. Εν τέλει το σωστό είναι να κριθεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρώπη σε αυτά που προτείνει και δεν είναι άλλα από τα άμεσα ζητήματα που προκύπτουν από την οικονομική κρίση, σε μια πανευρωπαϊκή πολιτική αντιμετώπισής της από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Να κριθεί στα άμεσα μέτρα για την ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων, τη στήριξη των ανέργων, τις επενδύσεις στις κοινωνικές υποδομές, τις εθνικοποιήσεις των τραπεζών και των εταιρειών της ενέργειας, στην κατάργηση του βρόγχου του Συμφώνου Σταθερότητας και του ανεξέλεγκτου από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Να κριθεί σε όλα εκείνα τα στρατηγικά και τα άμεσα (ευρωομόλογα και αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού) που συνιστούν ένα άμεσο πολιτικό σχέδιο για την Ευρώπη στον αντίποδα των πολιτικών των νεοφιλελεύθερων ελίτ που επιχειρούν να διασώσουν τις  τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις θυσιάζοντας στο βωμό των κερδών εκατομμύρια εργαζόμενους.

Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ



Οι κοινωνικοι αγωνες στην Ελλαδα και την Ευρωπη (Φορουμ Πρεβεζας, Φεβρουαριος 2009)
27/02/2009, 6:50 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στην χώρα μας λίγες βδομάδες μετά την νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη τη σκυτάλη πήραν οι αγώνες των αγροτών στήνοντας μπλόκα σε όλη την ελληνική ενδοχώρα διεκδικώντας το αυτονόητο, την επιβίωση. Την ίδια στιγμή μερικότεροι αγώνες ξετυλίγονται παντού: για το σύστημα υγείας σε υποχρηματοδοτούμενα και διαλυμένα από τις περικοπές νοσοκομεία, στην επισφάλεια της εργασίας, με αφορμή τη δολοφονική επίθεση στη Βουλγάρα συνδικαλίστρια Κούνεβα, κινήσεις πολιτών παλεύουν για τους ελεύθερους χώρους, στο Βοτανικό και στην Κυψέλη απέναντι στη συμμαχία του πολιτικού συστήματος με τις κατασκευαστικές εταιρείες που θέλουν να οικοδομήσουν και την τελευταία σπιθαμή αδόμητης γης. Άλλοι, στην Κρήτη, την Καλαμάτα, το Βόλο, αγωνίζονται για να διαφυλάξουν τους ελεύθερους χώρους και το φυσικό περιβάλλον από τη σύμπραξη μεγάλων τουριστικών συμφερόντων με το κράτος και την εκκλησία που εκχωρούν τεράστιες δημόσιες εκτάσεις για γήπεδα γκολφ και φαραωνικές τουριστικές μονάδες.

Τα ΣΔΙΤ, η σύμπραξη δηλαδή του δημόσιου και  του ιδιωτικού, δεν πείθουν πλέον κανένα ότι είναι ένα εργαλείο ανάπτυξης, αντίθετα όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για ένα ακόμα μηχανισμό εκχώρησης των δημόσιων αγαθών στην κερδοφορία του κεφαλαίου και αυτό είναι επαρκής λόγος για να συσπειρώνει ανθρώπους, να δημιουργεί κοινωνικές αντιστάσεις και πρωτοβουλίες ανυπακοής είτε μιλάμε για το άλσος της Κυψέλης, τον αυτοκινητόδρομο της Πάτρας, τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία. παντού. Το κύμα ανόδου των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα δεν αποτελεί την ευρωπαϊκή εξαίρεση, παρόλο που ο θερμός Δεκέμβρης αποτέλεσε το φωτεινό παράδειγμα για τα ευρωπαϊκά κινήματα και  την ίδια στιγμή τον φόβο της «μεταλαμπάδευσης» από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αγώνες αναπτύσσονται από άκρου σε άκρου της γηραιάς Ηπείρου. Δεν απέχουμε πολλές βδομάδες από το εκπαιδευτικό κύμα στην Ιταλία που σάρωσε τις αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Μπερλουσκόνι, ενώ στη Γαλλία 2.500.000 απεργοί διαδηλώνουν εναντίον της πολιτικής Σαρκοζί, διεκδικώντας μέτρα προστασίας του κόσμου της εργασίας από την οικονομική κρίση. Στην Ισλανδία ανατρέπεται η κυβέρνηση κάτω από το βάρος των κινητοποιήσεων, ενώ πρωτοφανείς συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών με την αστυνομία στη Λετονία και τη Λιθουανία υπογραμμίζουν την κοινωνική οργή που προκαλούν τα εξοντωτικά προγράμματα λιτότητας που επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ίδιο και στη Βουλγαρία και την Ουγγαρία, ενώ η Ισπανία είναι το καζάνι που βράζει με την ανεργία να πλησιάζει το 16% του ενεργού πληθυσμού. Η παγκόσμια οικονομική κρίση που μεταφέρεται από τις τράπεζες και τα τοξικά ομόλογα στην πραγματικά οικονομία, μεταφραζόμενη σε παραγωγική ύφεση, απολύσεις και ανεργία, δρομολογεί ταυτόχρονα την πολιτική αντιπαράθεση στα δομικά ζητήματα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος με αίτημα την αντικατάσταση του. Μόνο που αυτή η αντιπαράθεση, η σύγκρουση δηλαδή με τον νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δεν γίνεται σε συνθήκες κοινωνικής άπνοιας, όπως για παράδειγμα η χρηματιστηριακή κρίση των ΗΠΑ το 1987-9, η Ασιατική κρίση το 1997, η Ρώσικη το 1998 ή η κρίση της νέας οικονομίας το 2000. Αντίθετα εύκολα διαπιστώνουμε ότι στο πεδίο της Ευρώπης διαμορφώνεται ένα ρεύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας και αντίστασης που το αποτελούν εργαζόμενοι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, άνεργοι, μετανάστες και μετανάστριες, νέοι και νέες της επισφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, ένα κοινωνικό ρεύμα που τροφοδοτεί αγώνες και αντιστάσεις σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα του κοινωνικού ανταγωνισμού, ένα κοινωνικό ρεύμα που πλαισιώνει κινήματα  και αποτελεί εν δυνάμει την πολιτική βάση της Αριστεράς και ιδιαίτερα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Αυτή ακριβώς η κοινωνική δυναμική επιτρέπει στην Αριστερά και στο ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει στο πολιτικό του πρόγραμμα μέτρα που ξεπερνούν τα μέτρα ανακούφισης των κοινωνικών στρωμάτων που θίγονται από την κρίση και από τα σχέδια διάσωσης του συστήματος (ενίσχυση των τραπεζών, πολεμικής βιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανίας από τη μια-λιτότητα για τους μισθωτούς από την άλλη).

Ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατατέθηκε στα 15 σημεία, οργανώνεται με τα δεδομένα της οικονομικής κρίσης, προτείνει και διεκδικεί ταυτόχρονα άμεσα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των οικονομικά ασθενέστερων (ενεργή ζήτηση με αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις), επενδύσεις στις κοινωνικές υποδομές (νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια)φορολόγηση του πλούτου, δραστική μείωση των εξοπλισμών, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος  με δομές που να διασφαλίζουν τον κοινωνικό έλεγχο και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, επανα-οικειοποίηση στο δημόσιο έλεγχο της ενέργειας, των μεταφορών, των επικοινωνιών, των υδάτινων πόρων, ανάκτηση δημόσιων χώρων ώστε να αποκαθίσταται το περιβαλλοντικό ισοζύγιο, βιώσιμη ανάπτυξη με επενδύσεις στις ανανεωμένες πηγές ενέργειας. Μέτωπα πάλης και προγραμματικοί στόχοι δηλαδή που μετασχηματίζουν το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα και φέρνουν ποιο κοντά την υπόθεση του σοσιαλισμού.

O Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ και της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ



Η κριση και οι αγωνες στην Ελλαδα και την Ευρωπη (Ενθεματα Κυριακατικης Αυγης, 8.2.2009)
08/02/2009, 6:41 μμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Σε τέσσερις μήνες περίπου και οι 25 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα κληθούν να εκλέξουν ταυτόχρονα τους αντιπροσώπους τους –άνδρες και γυναίκες- στην ευρωβουλή. Ευκαιρία και αφορμή για να τεθούν στο δημόσιο διάλογο τα θέματα των ευρωπαϊκών πολιτικών σε μια χρονική συγκυρία που η οικονομική κρίση βάζει σε δοκιμασία το ευρωπαϊκό παραγωγικό μοντέλο και η κοινωνική διαμαρτυρία είναι σε έξαρση.

Στην χώρα μας λίγες βδομάδες μετά την νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη τη σκυτάλη πήραν οι αγώνες των αγροτών στήνοντας μπλόκα σε όλη την ελληνική ενδοχώρα διεκδικώντας το αυτονόητο, την επιβίωση. Την ίδια στιγμή μερικότεροι αγώνες ξετυλίγονται παντού: για το σύστημα υγείας, την παιδεία , την επισφάλεια της εργασίας, με αφορμή τη δολοφονική επίθεση στη Βουλγάρα συνδικαλίστρια Κούνεβα, σε εργοστάσια υπό αναστολή, σε κινητοποιήσεις για τους ελεύθερους χώρους, στο Βοτανικό και στην Κυψέλη, απέναντι στη συμμαχία του πολιτικού συστήματος με τις κατασκευαστικές εταιρείες.

Το κύμα ανόδου των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα δεν αποτελεί την ευρωπαϊκή εξαίρεση, παρόλο που ο θερμός Δεκέμβρης αποτέλεσε το φωτεινό παράδειγμα για τα ευρωπαϊκά κινήματα και  την ίδια στιγμή τον φόβο της «μεταλαμπάδευσης» από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αγώνες αναπτύσσονται από άκρου σε άκρο της «παλιάς» και «νέας» Ευρώπης. Δεν απέχουμε πολλές βδομάδες από το εκπαιδευτικό κύμα στην Ιταλία που σάρωσε τις αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Μπερλουσκόνι, ενώ στη Γαλλία 2.000.000 απεργοί διαδηλώνουν εναντίον της πολιτικής Σαρκοζί, διεκδικώντας μέτρα προστασίας του κόσμου της εργασίας από την οικονομική κρίση. Στην Ισλανδία ανατρέπεται η κυβέρνηση κάτω από το βάρος των κινητοποιήσεων, ενώ πρωτοφανείς συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών με την αστυνομία στη Λετονία και τη Λιθουανία υπογραμμίζουν την κοινωνική οργή που προκαλούν τα εξοντωτικά προγράμματα λιτότητας που επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ίδιο και στη Βουλγαρία και την Ουγγαρία, ακόμα και στη Ρωσία 120.000 απεργοί διαδηλώνουν την αγωνία τους στην απειλητική ύφεση της οικονομίας, ενώ η Ισπανία είναι το καζάνι που βράζει με την ανεργία να πλησιάζει το 16% του ενεργού πληθυσμού.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που μεταφέρεται από τις τράπεζες και τα τοξικά ομόλογα στην πραγματικά οικονομία, μεταφραζόμενη σε παραγωγική ύφεση, απολύσεις και ανεργία, δρομολογεί ταυτόχρονα την πολιτική αντιπαράθεση στα δομικά ζητήματα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος με αίτημα την αντικατάσταση του. Μόνο που αυτή η αντιπαράθεση, η σύγκρουση δηλαδή με τον νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δεν γίνεται σε συνθήκες κοινωνικής άπνοιας, όπως οι προηγούμενες κρίσεις στις ΗΠΑ, την Ασία, τη Ρωσία ή στην κρίση της νέας οικονομίας. Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι στο πεδίο της Ευρώπης διαμορφώνεται ένα ρεύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας και αντίστασης που το αποτελούν εργαζόμενοι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, άνεργοι, μετανάστες και μετανάστριες, νέοι και νέες της επισφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, ένα κοινωνικό ρεύμα που τροφοδοτεί αγώνες και αντιστάσεις σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα του κοινωνικού ανταγωνισμού. Αυτή ακριβώς η κοινωνική δυναμική επιτρέπει στην Αριστερά, στο Συνασπισμό και στο ΣΥΡΙΖΑ, να προτείνει στο πολιτικό του πρόγραμμα μέτρα που υπερβαίνουν τα σχέδια διάσωσης του συστήματος μέσα από την ενίσχυση των τραπεζών, της πολεμικής βιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, την ίδια στιγμή που ο κόσμος της εργασίας απειλείται από τις απολύσεις, την ανεργία και τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές λιτότητας.

Ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατατέθηκε στα 15 σημεία, αλλά και το σχέδιο προγράμματος του Συνασπισμού –η ύλη του Διαρκούς συνεδρίου-οργανώνεται με τα δεδομένα της οικονομικής κρίσης, προτείνει και διεκδικεί ταυτόχρονα άμεσα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των οικονομικά ασθενέστερων (ενεργή ζήτηση με αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις), επενδύσεις στις κοινωνικές υποδομές, ασφάλεια της εργασίας με κατάργηση της ελαστικής και επισφαλούς εργασίας, φορολόγηση του πλούτου, δραστική μείωση των εξοπλισμών, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος  με δομές που να διασφαλίζουν τον κοινωνικό έλεγχο και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, με την επανα-οικειοποίηση στο δημόσιο έλεγχο της ενέργειας, των μεταφορών, των επικοινωνιών, των υδάτινων πόρων.

Προγραμματικοί στόχοι και μέτωπα πάλης, θεμελιωμένα σε μια αντικαπιταλιστική έννοια της «οικονομίας των αναγκών», τα οποία εκτεινόμενα στο επίπεδο της Ευρώπης, αρθρωμένα με τα ζητήματα της δομής και των ενεργών πολιτικών (Σύμφωνο σταθερότητας, Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, ΟΝΕ, Ευρωστρατός, Ευρωσύνταγμα και Σύμβαση της Λισσαβόνας) συνιστούν ένα συνεκτικό πρόγραμμα αντιπαράθεσης στις επερχόμενες ευρωεκλογές απέναντι στο μεγάλο συνασπισμό σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών –στα καθ ημάς Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ- που δημιούργησαν βήμα-βήμα την Ευρώπη του νεοφιλελευθερισμού.

Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ



Τακτική και στρατηγική της Αριστεράς (σεμινάριο του Τμήματος Θεωρίας του ΣΥΝ στον Πειραιά, Οκτώβριος 2008)

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Ο δημοκρατικός δρόμος και το Πρόγραμμα της Αριστεράς

Οι αριστεροί πολιτικοί οργανισμοί , η Ριζοσπαστική Αριστερά, ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ, διαθέτουν  πλουσιότατο υλικό για να διαμορφώσουν τις στρατηγικές τους προτάσεις  με μεγάλη φαντασία, όσο και αληθοφάνεια., ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης που στην πραγματικότητα είναι κρίση νομιμοποίησης ολόκληρου του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού οικοδομήματος

Έχει μεγάλη πολιτική σημασία να γίνει αντιληπτό πως κάθε άλλο παρά σε θεωρητικό κενό βρισκόμαστε. Και είναι εντελώς ασυγχώρητο να λέγεται πως όποιος σήμερα αμφισβητεί τον καπιταλισμό δεν έχει να αντιπροτείνει παρά τον αλήστου μνήμης «κεντρικό σχεδιασμό» των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» Το αντίθετο ισχύει: όσοι συνεχίζουν να αναφέρονται στην αριστερά και αποδέχονται τον καπιταλισμό ως αναγκαίο πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν απλώς να γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις εξανθρωπισμού είναι σε αδιέξοδο μ’  όλο που νιώθουν να είναι «μέσα στα πράγματα». Συνεχίζουν να δηλώνουν μεταρρυθμιστές. Μόνο που, φανερά, είναι μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις.

Η στρατηγική στη Δύση

Καμιά στρατηγική αναζήτηση δεν μπορεί να έχει τύχη αν δεν κατανοεί τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος το οποίο θέλει να μετασχηματίσει και αν δεν διαθέτει τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία για την κατανόησή του., στην προκειμένη περίπτωση τις θεωρητικές εγγραφές αυτού του πολιτικοθεωρητικού ρεύματος που ονομάσθηκε «δυτικός μαρξισμός».

Στη Δ. Ευρώπη η εργατική τάξη αντιμετωπίζει έναν αντίπαλο πολύ πιο ισχυρό από την τσαρική ή την κινέζικη ολιγαρχία. Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη του αναπτυγμένου καπιταλισμού διαθέτει μια διπλή βάση εκμετάλλευσης: τη δική της εργατική τάξη και το πολυάριθμο προλεταριάτο του «Τρίτου Κόσμου» πραγματικό «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό» εύκολα καταπιεζόμενο. Η οικονομική της βάση δεν έχει κανένα κοινό σημείο μ’ αυτή των ραχητικών αστικών τάξεων της Ρωσίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας ή της Κίνας.

Δεν είναι ίδια η κοινωνική της δύναμη: η ταξική δομή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών  – κοιτίδες και προπύργια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – είναι απείρως πιο πολύπλοκη απ’ αυτή των κυριαρχούμενων χωρών. Ο πολλαπλασιασμός των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων δημιουργεί ένα σχεδόν συνεχές μανδύα προέκτασης μεταξύ της μεγαλοαστικής τάξης και του προλεταριάτου, που και το ίδιο ακόμα είναι βαθιά διαφορετικό. Η μικροαστική τάξη και τα ανώτατα στρώματα του προλεταριάτου σχηματίζουν τις κοινωνικές βάσεις ενός μπλοκ αστικής κυριαρχίας κάτω από την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου.

Ο χαρακτήρας της αστικής εξουσίας στη Δύση

Η οικονομική και κοινωνική αυτή δύναμη της (δυτικής) αστικής τάξης απαιτεί ένα τρόπο πολιτικής κυριαρχίας πολύ πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό από την τσαρική αυτοκρατορία ή τον δεσποτισμό των «θεών του Πολέμου»: κυριαρχία περισσότερο με συγκατάθεση παρά με καταστολή, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Γκράμσι, συγκεκριμενοποιημένη μέσα από τις διαδικασίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στηριγμένη σ’ ένα σύστημα «μηχανισμών ηγεμονίας» δημοσίων και ιδιωτικών που εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμα την οργάνωση της συναίνεσης. Σ’ αυτό προστίθεται  – άλλη μια βασική διαφορά με τη Ρωσία – μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης και διάσπασης των μισθωτών μαζών σε πρώτο πλάνο η διαφθορά και ενσωμάτωση των εργατικών ελίτ που έχουν το ανεκτίμητο αποτέλεσμα της ένταξης των εργατικών γραφειοκρατιών μέσα στο σύστημα.

Όπως σημείωνε ο Γκράμσι η μετάβαση στο σοσιαλισμό στις χώρες αυτές απαιτεί μια μακριά εργασία κυοφορίας, πολιτικής προετοιμασίας, όπου το εργατικό κίνημα συνειδητά και συστηματικά να δημιουργήσει τους όρους της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Πρέπει ειδικότερα να αποδιοργανώσει, να ουδετεροποιήσει, να αποδιαρθρώσει, να εκφυλίσει το μηχανισμό ηγεμονίας της μεγάλης αστικής τάξης.

Μπορεί να το πετύχει αναπτύσσοντας σ’ όλα τα πεδία την ενωτική και δημοκρατική αυτοοργάνωση των λαϊκών μαζών για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και την άμεση ανάληψη απ’ αυτές των υποθέσεων τους. Είναι αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε «ηγεμονική πορεία»

Η οργάνωση της συναίνεσης

Παρά τη συμπύκνωση του συσχετισμού δύναμης (εξαιτίας των λαϊκών αγώνων), οι θεσμοί (και ιδιαίτερα οι εκλογές), παραμένουν στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δύση ουσιαστικά στοιχεία του αστικού μηχανισμού ηγεμονίας: ένας «ταυτολογικός μηχανισμός προσανατολισμένος να καταγράφει την κυριαρχία των κυρίαρχων, να επικυρώνει αυτό που υπάρχει, όπως ακριβώς το βαρόμετρο λέει τον καιρό3».

Γνωρίζουμε πως στα κράτη η αστική τάξη κυριαρχεί περισσότερο με τη «συναίνεση» παρά με την «καταστολή»: προσπαθεί να επιτύχει την προσχώρηση των κυριαρχούμενων τάξεων στις αξίες, στις προοπτικές, στις απόψεις που συνδέονται με τα ταξικά της συμφέροντα, παρά να εξαναγκάσει δια της βίας τους εργαζόμενους. Από τη θέση που καταλαμβάνει μέσα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας η αστική τάξη έχει ανάγκη αυτό τον τρόπο «ηγεμονικής» κυριαρχίας (οι δεσποτικές σχέσεις εξουσίας είναι ασυμβίβαστες με την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων που ενσωματώνουν μεγάλο μέρος διανοητικής εργασίας) και διαθέτει γενικά τα μέσα  που επιτρέπει μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.

Στην καπιταλιστική κοινωνία  – ακόμα και στην «αναπτυγμένη» – που διαπερνάται από τους ταξικούς ανταγωνισμούς, η οργάνωση της συναίνεσης δεν είναι καθόλου αυθόρμητη. Πραγματοποιείται οργανωμένα και συστηματικά δια μέσου ενός πολύπλοκου συνόλου μηχανισμών ηγεμονίας,, δημόσιων ή ιδιωτικών, που ξεκινούν από τα μεγάλα μέσα πληροφόρησης και μαζικής επικοινωνίας και φθάνουν στην Εκκλησία, στην οικογένεια, στο στρατό, στο σχολείο· περνώντας φυσικά από το εργοστάσιο που όπως ο καθένας γνωρίζει δεν παράγει μόνο υλικά αγαθά, αλλά ιδεολογία και κοινωνικές σχέσεις4.

Αυτή την καθημερινή εργασία οργάνωσης και αναπαραγωγής της συγκατάθεσης έρχονται οι εκλογές να επικυρώσουν περιοδικά. Οι εκλογές δεν είναι παρά ένα εργαλείο μέτρησης, μια φωτογραφία της γνώμης στη δεδομένη στιγμή. Δεν παράγουν οι ίδιες αυτή τη γνώμη. Αυτή διαμορφώνεται ουσιαστικά έξω από την εκλογική σφαίρα, μέσα στις κοινωνικές πρακτικές όπως αυτές δομούνται μέσα στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και στους θεσμούς που τις αποκρυσταλλώνουν

Για να μην καταγράφουν οι εκλογές απλώς «την κυριαρχία των κυρίαρχων» το εργατικό κίνημα πρέπει να επεμβαίνει πολύ πριν την εκλογική μάχη, στο επίπεδο της ίδιας της διαδικασίας σχηματισμού της συναίνεσης. Πρέπει να προωθεί μια αγωνιστική αντικαπιταλιστική πρακτική που, ακριβώς, να υπονομεύει την αστική ηγεμονία, να αποσυνθέτει την ταξική συμμαχία στην οποία στηρίζεται, να θέτει σε κρίση τους «μηχανισμούς», τους θεσμούς, τις πρακτικές εκεί όπου αυτές ριζώνουν.

Τι είναι ο εκλογικισμός;

Εκλογικισμός δεν είναι το να συμμετέχεις στις εκλογές και να προσπαθείς να τις κερδίζεις, όπως για καιρό πίστευε ένας συγκεκριμένος αριστερισμός. Εκλογικισμός είναι η ιδέα ότι η εξουσία καταχτιέται με τις εκλογές και ότι οι εκλογές κερδίζονται μέσα στις προεκλογικές καμπάνιες. Ιδέα ολέθρια, που δεν σταμάτησε να φέρνει καταστροφικές ήττες  –  ακόμα και εκλογικές!

Αν θέλουμε να κερδίσουμε τις εκλογές λέει ο εκλογικισμός δεν πρέπει να αρνηθούμε βέβαια αυτούς τους αγώνες μα να υποτάξουμε το περιεχόμενο και τη μορφή τους στον εκλογικό στόχο: να τους συλλάβουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να καθησυχάζουν και να προσελκύουν τους αναποφάσιστους εκλογείς: όχι πλατειά κοινωνικά κινήματα, (ανεξέλεγκτα πάντα), αλλά εφήμερες πράξεις στη μορφή του ελιγμού, όπως θα ταίριαζε σ’ ένα κυβερνητικό κόμμα.

Η καταγγελία του συστήματος μένει καθαρά προπαγανδιστική, όταν δεν ενσαρκώνεται μέσα σε αγωνιστικές πρακτικές και σε οργανωμένες μορφές που θα την καθιστούσαν συγκεκριμένη και νικηφόρα.. Η δουλειά των «αστικών μηχανισμών ηγεμονίας» ασκείται κατά συνέπεια πάνω σε μάζες παθητικές, εξατομικευμένες σε εκλογείς, άρα αποκτά πλήρη αποδοτικότητα,

Πρέπει να τροποποιήσουμε τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των τάξεων εκεί όπου οι συσχετισμοί αυτοί ριζώνουν να μετασχηματίσουμε τη συνείδηση, τις πολιτικές στάσεις των εργαζομένων, εκεί όπου εγκαθιδρύονται αυτές οι στάσεις: όχι μόνο με τις αφίσες, και τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις, αλλά μέσα στις επιχειρήσεις σε χώρους όπου ριζώνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, όπου αναπτύσσεται η πρωτογενής ταξική πάλη.

Γιατί η εκλογική νίκη δεν είναι η επανάσταση, η διαδοχή στην κυβέρνηση δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είναι τίποτ’ άλλο από στιγμές απαραίτητες μα όχι επαρκείς της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η κατάκτηση της εξουσίας πραγματοποιείται ουσιαστικά έξω από την εκλογική σφαίρα (ακόμα κι αν βρίσκει στήριγμα σ’ αυτή), με τη μαζική δράση και κινητοποίηση: με συμβούλια εργοστασίων, παραγωγικών ζωνών με εστίες αυτοδιαχείρισης, με ζώνες παραγωγής αποεμπορευματοποιημένες στην περιοχή των δημόσιων αγαθών, που εγκαθιδρύουν τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο μέσα στην παραγωγή, με επιτροπές γειτονιάς, συνοικιών, με κινήματα πόλης, κοινωνικές πρωτοβουλίες και αντιστάσεις, που διασφαλίζουν τον έλεγχο, και το μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού και την αντικατάσταση τους από μηχανισμούς ελεγχόμενους από τις λαϊκές μάζες.

Ο σοσιαλισμός με ελευθερία και δημοκρατία

Η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι, προφανώς, αναγκαία συνθήκη για την κάλυψη των βασικών αναγκών του γήινου πληθυσμού. Ο σοσιαλισμός είναι το πρόγραμμα κοινωνικής μεταβολής που διαμορφώνεται με την οπτική όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση και βάσει αξιών που προκύπτουν από την ταξική πάλη και την ευρύτερη κοινωνική σύγκρουση. Ελευθερία και ισότητα για όλες και όλους, αδελφότητα και αλληλεγγύη προς όλες και όλους, σεβασμός στην φύση, οριστική άρση των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα και τις φυλές.

Ο σοσιαλισμός είναι ο τρόπος που το κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης επεξεργάστηκε για τη δημιουργία μιας αταξικής και αντιιεραρχικής κοινωνίας. Από αυτήν την άποψη έχει σημασία να επισημανθεί πως ο σοσιαλισμός δεν είναι αυτόνομος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, αλλά μετάβαση σε έναν νέο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, τον κομμουνιστικό. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μαρξ στο κείμενο το πιο σχετικό με αυτό το ζήτημα –την περίφημη Κριτική του Προγράμματος της Γκόττα- περιγράφει το σοσιαλισμό ως πρώιμη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατό, λοιπόν, να μιλάμε ούτε για κάποιον ειδικό σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο σοσιαλισμός είναι η μεταβατική κοινωνική φάση, η οποία μέσω της εξάλειψης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της επέκτασης της δημοκρατίας σε όλα τα πεδία της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής διαμορφώνει έναν κόσμο άξιο να τον ζουν οι άνθρωποι. Είναι μια κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών, που χαρακτηρίζεται από κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, άμεση κοινωνική φύση της εργασίας, σχεδιασμό της παραγωγής για ικανοποίηση αναγκών -πράγμα που σημαίνει παραγωγή αξιών χρήσης και όχι εμπορευμάτων, απελευθέρωση από την τυραννία των νόμων της αγοράς.  Είναι η κοινωνία στην οποία η δύναμη των αποφάσεων περνάει σ΄ ολόκληρο τον πληθυσμό από την ελάχιστη μειοψηφία που τις μονοπωλεί σήμερα, η κοινωνία στην οποία κριτήριο των αποφάσεων είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών –που αποτιμώνται δημοκρατικά- κι όχι το κέρδος και η συσσώρευση, η κοινωνία στην οποία η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων εξοβελίζει τον ανταγωνισμό και μαζί μ΄ αυτόν την κολοσσιαία σπατάλη και αναποτελεσματικότητα που συνιστά η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας. Σοσιαλισμός είναι η μετάβαση σ΄ έναν  κόσμο όπου η ελεύθερη ανάπτυξη της καθεμιάς και του καθενός είναι όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.

Είναι προφανές βέβαια πως η δέσμευση σ΄ έναν τέτοιο στόχο σημαίνει ταυτόχρονα δέσμευση σε μια διαδικασία κοινωνικών συγκρούσεων που όσο θα προσεγγίζεται ο στόχος τόσο περισσότερο θα εντείνονται. Και σημαίνει, ακόμη, την κατάστρωση μιας στρατηγικής που διευθύνει αυτήν την πορεία. Κέντρο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η αδιαμφισβήτητη διαπίστωση πως ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός. «Αυταρχικός σοσιαλισμός» ή ότιδήποτε τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει –συνιστά αντίφαση εν τοις όροις. Μ’ αυτήν την έννοια η μετάβαση είναι μια διαρκής επιδίωξη διεύρυνσης κι εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Αν δεν διασφαλίζεται αυτό, όλα τα υπόλοιπα, ο σχεδιασμός, η εξάλειψη των εμπορευματικών σχέσεων κλπ μπορεί να δημιουργούν έναν τύπο μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, πάντως δεν συγκροτούν μια σοσιαλιστική κοινωνία. Μ’ αυτήν την έννοια, ακόμη, είναι προφανές πως οι χώρες του «υπαρκτού» δεν ήταν σοσιαλιστικές και από καμιά θετική άποψη δεν έχουν να διδάξουν κάτι στο σύγχρονο κίνημα ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Η αρνητική ιστορική εμπειρία, όμως, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως οποιαδήποτε διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης που υποβαθμίζει τις   δημοκρατικές απαιτήσεις στο όνομα «υπέρτερων» σκοπών είναι εναντίον πρώτα απ΄ όλα των δυνάμεων που επιδιώκουν την κοινωνική μεταβολή.

Αστικοί θεσμοί και δημοκρατικό δρόμος

Η κριτική στην σύγχρονη αστική δημοκρατία, καθ΄ όλα δίκαιη σε μια εποχή που όλο και περισσότερο αυτή μεταλλάσσεται σε ένα είδος φιλελεύθερης ολιγαρχίας,  δεν θα πρέπει από την άλλη πλευρά -πράγμα που συχνά γίνεται- να υποθέτει πως οι αστικές πολιτικές μορφές είναι ένα τέχνασμα των κυρίαρχων προκειμένου να άρχουν. Αντίθετα, η νομιμοποιητική ισχύς αυτών των μορφών σε μεγάλο βαθμό βασίζεται ακριβώς  στο γεγονός πως δεν αποτελούν ψευδαίσθηση ή απάτη: η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οι πολιτικές ελευθερίες, τα νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, είναι μια απτή πραγματικότητα, η ολοκλήρωσή τους υπήρξε κυρίως έργο του εργατικού- αλλά και του γυναικείου κινήματος- και η απώλειά τους θα σηματοδοτούσε μια μεγάλη ήττα για τα κινήματα συνολικά.

Ιστορικά  η αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία επιχειρήθηκε να περιοριστεί σ’ ένα μικρό κλάσμα του πληθυσμού, σ’ ένα τμήμα των ιδιοκτητριών τάξεων και διευρύνθηκε τελικά ως αποτέλεσμα έντονων και παρατεταμένων αγώνων σε σύγκρουση με την μανιώδη αντίσταση  των φιλελεύθερων αστικών τάξεων. Άρα, η σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία,  τόσο ως έκταση όσο και ως θεσμική συγκρότηση υπάρχει μόνο λόγω των λαϊκών αγώνων των δύο τελευταίων αιώνων

Σοσιαλισμός και δημοκρατικός δρόμος

Η σύλληψη του καπιταλιστικού κράτους ως σχέσης, η πεποίθηση  πως το τελευταίο δεν είναι ούτε εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης ούτε υποκείμενο  που  ασκεί αυτόνομα τις εξουσίες του, στηρίζεται ακριβώς στην επίγνωση πως οι λαϊκοί αγώνες, η ταξική πάλη είναι παράγοντας συγκρότησης του κράτους, όπως υφίσταται στην πράξη. Η στρατηγική πρόταση του δημοκρατικού δρόμου είναι λογικό επακόλουθο αυτής της επίγνωσης: αν η ταξική πάλη διατρέχει τους κρατικούς θεσμούς, μια διπλή κίνηση μέσα και έξω από το κράτος μπορεί να οδηγήσει  στην επικράτηση του κινήματος, που επιδιώκει την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και την αντικατάστασή της από μια σοσιαλιστική  κοινωνική δομή.

Η διεύρυνση της δημοκρατίας είναι ουσιώδες στοιχείο αυτού που στην παράδοση του μαρξισμού ονομάστηκε διαδικασία «μαρασμού του κράτους». Απ΄ αυτήν την άποψη το θεμελιώδες είναι πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών, με την επέκταση της αυτοδιεύθυνσης ως κύριου χαρακτηριστικού της μετάβασης.

Δημοκρατικός δρόμος σημαίνει μια πορεία ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών που το κορυφαίο σημείο τους –και θα υπάρξει αναγκαστικά ένα τέτοιο σημείο- βρίσκεται στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών και πάνω στο στρατηγικό πεδίο του κράτους. Ο δημοκρατικός δρόμος είναι εκείνη η στρατηγική που προετοιμάζει την ιστορική ρήξη επιτυγχάνοντας θεσμικές μεταβολές στην προοπτική του σοσιαλισμού.

Όλες οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δυνατότητα συλλογικής δράσης των ανθρώπων σήμερα, όλες οι επιλογές που μειώνουν την επικράτεια του εμπορεύματος, όλες οι θεσμικές αλλαγές που επιτρέπουν την αμεσοδημοκρατική παρέμβαση του πληθυσμού  είναι πολιτικές νίκες του κινήματος από την σκοπιά του σοσιαλισμού. Είναι πολιτικές παρεμβάσεις που ξεκόβουν τόσο από μια αριστερίστικη σωτηριολογική προσμονή μιας απρόβλεπτης στην πράξη κατάστασης επαναστατικής κρίσης και δυαδικής εξουσίας όσο –και πιο έντονα- με μια ρεφορμιστική προκήρυξη θεσμικών αλλαγών, που μεταρρυθμίζουν τον καπιταλισμό χωρίς να τον κλονίζουν ούτε κατ΄ ελάχιστο

Το Πρόγραμμα

Ιστορική υπενθύμιση: Τα προγράμματα των πρώτων εργατικών κομμάτων (της 1ης και 2ης Διεθνούς) ήταν προγράμματα αρχών και δευτερευόντως αιτημάτων που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε μεταβατικά, παρότι περιείχαν και τέτοια αιτήματα. Ο ίδιος ο Μαρξ έδωσε σκληρές μάχες με τους αναρχικούς οι οποίοι ήταν ενάντια στους συνδικαλιστικούς αγώνες και αιτήματα ή και ενάντια στην πολιτική, αλλά επέμεινε επίσης μέχρι τέλους στη συγκρότηση της μαζικής εργατικής πρωτοπορίας πάνω σε ξεκάθαρες αντικαπιταλιστικές και διεθνιστικές αρχές. Ο πυρήνας λοιπόν των προγραμμάτων των εργατικών κομμάτων της εποχής αυτής ήταν τα θεμελιώδη μέτρα για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.. Η έμφαση λοιπόν στα προγράμματα των πρώτων εργατικών κομμάτων ήταν σε μέτρα θεμελίωσης του σοσιαλισμού (κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κατάργηση της μισθωτής εργασίας, κατάργηση του αστικού κράτους και εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, κατευθύνσεις για τις ταξικές συμμαχίες του προλεταριάτου κ.λπ.).

Το σχίσμα και η ενοποίηση της τάξης

Η προσχώρησης της ηγεσίας των κομμάτων της 2ης Διεθνούς στον Πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και το επαναστατικό κύμα που σάρωσε την ευρωπαϊκή ήπειρο στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα δημιούργησαν το πρώτο μεγάλο σχίσμα στους κόλπους του εργατικού κινήματος, καθώς ενάντια στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία που προσχώρησε στην ιμπεριαλιστική σφαγή δημιουργήθηκαν τα Κομμουνιστικά κόμματα και η 3η Διεθνής. Για τους επαναστάτες αυτής της περιόδου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν «αστικά εργατικά» κόμματα: η πολιτική τους εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης, αλλά εκπροσωπούσαν πολιτικά τις δυνάμεις προσαρμογής μέσα στην εργατική τάξη, τα πιο συμβιβασμένα κομμάτια της, ή -με μια άλλη ανάγνωση- τα μη επαναστατικά κομμάτια της. Η πολιτική εκπροσώπηση της τάξης διασπάστηκε, το ζήτημα της ενότητας στο κίνημά της έμπαινε πλέον με νέους όρους. Η απόσπαση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης από την πολιτική επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτική εκπροσώπηση της πλειονότητας της εργατικής τάξης από το επαναστατικό κόμμα και ακόμα παραπέρα η διαμόρφωση μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας για την ανατροπή του καπιταλισμού έγιναν τα βασικά «μοτίβα» της επαναστατικής πολιτικής.

Η επιμονή στις αρχές εξακολουθεί να τίθεται με έμφαση, αλλά στόχοι, αιτήματα και κοινές μάχες που επανενοποιούν την τάξη στη μάχη και συγκροτούν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για την ανατροπή του συστήματος αποκτούν εξαιρετική σπουδαιότητα. Αυτό αναπόφευκτα φέρνει και μια μετατόπιση του κέντρου βάρους του προγραμματικού λόγου προς τον «μεταβατικό» προγραμμα.

Το μεταβατικό πρόγραμμα

Ήδη γι’ αυτούς τους λόγους έχει θεμελιωθεί η ανάγκη για την έννοια του μεταβατικού προγράμματος, που θα γεφυρώνει σε μια ενότητα πολιτικής τους θεμελιώδεις σοσιαλιστικούς στόχους της επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας με τους στόχους και αιτήματα πάλης στο σήμερα που έχουν τη δυνατότητα να «υποκινούν» μαζικούς αγώνες με ανατρεπτική δυναμική και που έχουν την ικανότητα να «γεφυρώνουν» τη σοσιαλιστική στοχοθεσία με το σημερινό επίπεδο συνείδησης του κινήματος των καταπιεσμένων. Η κωδικοποίηση αυτής της λογικής έγινε από τον Τρότσκι με το μεταβατικό πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς το 1938.

Στον αντίποδα, ο σταλινισμός (που είχε ήδη προ πολλού επικρατήσει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα), εισήγαγε μια άλλη λογική, γνωστή ήδη από το ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς: τη διάκριση ανάμεσα σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα. Το μίνιμουμ ήταν για τους αγώνες του σήμερα και το μάξιμουμ για τη σοσιαλιστική κοινωνία του αύριο. Αυτή η αποσύνδεση των σημερινών αγώνων και αιτημάτων από τη σοσιαλιστική προοπτική -γνωστή επίσης από το ρεφορμισμό της Β’ Διεθνούς- είχε διπλό αρνητικό αποτέλεσμα:

Αφενός, ο σοσιαλισμός μετατράπηκε σε απώτατο «ευγενή στόχο» αποσυνδεμένο από τη δυναμική του σήμερα, κάτι σαν τη Δευτέρα Παρουσία των χριστιανών, και άρα απαξιώθηκε σε «πολιτισμικό στοιχείο» της αριστερής κουλτούρας. Αυτή η διαρκής αποσύνδεση από τους αγώνες του σήμερα και άρα απαξίωση του «τελικού στόχου» είχε αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωσή του και τελικά την «εκδίωξή» του από τα προγράμματα των σοσιαλιστικών αλλά και των κομμουνιστικών κομμάτων της ύστερης μεταπολεμικής περιόδου.

Αφετέρου, η στοχοθεσία των αγώνων του σήμερα, το «μίνιμουμ» πρόγραμμα, απαλλαγμένο από το «βαρύ φορτίο» της σοσιαλιστικής προοπτικής, εκφυλλίστηκε σε συνδικαλιστική θεματολογία ή σε πολιτικούς στόχους μεταρρύθμισης του αστικού κράτους – ως «στάδια» προσέγγισης στο σοσιαλισμό.

Η συντριπτική επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού στην Αριστερά κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες,  οδήγησαν σε πλήρη απαξίωση γενικά του προγράμματος, σε οποιαδήποτε εκδοχή του. Η Αριστερά επένδυε τις δυνάμεις της σε μέτωπα αντίστασης, σε καμπάνιες, σε κινήματα και εξανλούνταν σε τακτικές και σε κοινοβουλευτικές «στρατηγικές» για την «άλωση» ή το «μετασχηματισμό» του αστικού κράτους.

Από τη «σχηματική αυτή ιστορική διαδρομή» προκύπτει ότι το πρόγραμμα (πρέπει να) είναι το κατεξοχήν στοιχείο ταυτότητας της Αριστεράς η οποία επαγγέλλεται την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό. Η σχετικοποίηση της σημασίας του και η τελική του εξαφάνιση από τα στοιχεία ταυτότητας της Αριστεράς ήταν αποτέλεσμα και σύμπτωμα της διαλυτικής ιστορικής κρίσης στην οποία περιέπεσε.

Με αυτή την έννοια πρέπει να επανέλθουμε στα τρία βασικά συστατικά του προγράμματος για να ξεκαθαρίσουμε τη μεταξύ τους σχέση.

1. Πρώτο, οι θεμελιώδεις στόχοι αρχών: Σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι νωρίς για να έχουμε τις κατακτήσεις που μας χρειάζονται: για πολλούς λόγους, η «αποκατάσταση της βλάβης» δεν μπορεί να αρχίσει από τα ζητήματα αρχών. Η συζήτηση στην Αριστερά για το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», υπό το βάρος της ιστορικής κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και της βαθιάς ιδεολογικής κρίσης, είναι ακόμη σε πολύ πρωτόλειο στάδιο για να μπορεί να θεμελιώσει ξανά τους βασικούς σοσιαλιστικούς προγραμματικούς στόχους στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού. Ωστόσο, η επίκληση του σοσιαλισμού, η επανανομιμοποίησή του στα ντοκουμέντα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς  και η συστημική κρίση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος αλλά και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης κάνουν επιτακτική την ανάγκη να αρχίσει να ξαναγράφεται το κεφάλαιο των θεμελιωδών σοσιαλιστικών στόχων.

2. Δεύτερο, το κεφάλαιο του προγράμματος που αφορά τα μεταβατικά αιτήματα. Κάποιοι το ονομάζουν «μίνιμουμ πρόγραμμα», κάποιοι άλλοι «αντι-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα», ενώ κάποιοι πιστεύουν ότι είναι η απλή άθροιση των αιτημάτων που προβάλλουν και παλεύουν τα κινήματα. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα απ’ αυτά. Δεν είναι «μίνιμουμ πρόγραμμα»Πρώτον διότι δεν είναι το λιγότερο για το οποίο μπορούμε να παλέψουμε: η νικηφόρα υλοποίηση αυτού του προγράμματος ισοδυναμεί με μια μεγάλης κλίμακας ρήξη με το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Δεύτερον, διότι δεν στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας άλλης «ρύθμισης» του καπιταλισμού, αλλά είναι μάλλον εργαλείο για την εκκίνηση μιας διαδικασίας «διαρκών ρήξεων» με σοσιαλιστική δυναμική και στοχοθεσία  μαζί του

3. Προφανώς, τα μεταβατικά αιτήματα σχετίζονται και σε τελική ανάλυση προκύπτουν από τα κινήματα: Πολλές φορές άμεσα, ακόμη περισσότερες φορές όμως έμμεσα και με καθόλου προφανή τρόπο. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι κατεξοχήν πολιτικό πρόγραμμα. Περιλαμβάνει ασφαλώς βασικά αιτήματα μάχης, αλλά είναι διαποτισμένο από μια λογική κατακτήσεων που ξεπερνούν τις ανοχές του συστήματος στη δεδομένη φάση και εγκαινιάζουν διαδικασίες ανατροπών, στους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς αλλά και στη συνείδηση των αγωνιστών/στριών του κινήματος.

Κοινωνικές συμμαχίες

Οι διαδραματιζόμενοι μετασχηματισμοί στην ταξική δομή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών  – παρακμή της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και μεγάλη επέκταση των μισθωτών – τροποποιούν ταυτόχρονα και την αιχμή του προβλήματος και τους όρους επίλυσης του: το πρόβλημα δεν είναι πια τόσο η συμμαχία με την προσκολλημένη στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αλλά η ενοποίηση, ιδεολογική και πολιτική, των μισθωτών στρωμάτων. Αν μέσα από τις λειτουργίες που επιτελεί στην παραγωγική διαδικασία, μέσα από το επίπεδο μισθού .της, κλπ. ένα μέρος των νέων μισθωτών (διοικητικά στελέχη, επιστάτες, διδάσκοντες…) σχηματίζει μια νέα μικροαστική τάξη, η μεγάλη πλειοψηφία των νέων μισθωτών δημιουργεί νέα στρώματα στην καρδιά του προλεταριάτου: οι ταχυδρομικοί, οι φαρμακοποιοί, οι κατώτεροι υπάλληλοι τραπεζών και εμπορίου, οι τεχνικοί και μηχανικοί παραγωγής κλπ, είναι εκμεταλλευόμενοι που υπόκεινται στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έχουν αντικειμενικά συμφέρον στην κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, στη σχεδιασμένη αυτοδιαχείριση της οικονομίας.

Η αναζήτηση της πολιτικής του ενοποίησης και κινητοποίησης είναι πολύ πιο σημαντική. Είναι αυτό ακριβώς που υποδεικνύει ο Αλτουσέρ όταν υπογραμμίζει ότι η νίκη στην Γαλλία (στη δεκαετία του 80) περνά περισσότερο από την κατάκτηση του 37% των εργατικών ψήφων που πάνε στη δεξιά ή στην αποχή, παρά από την έλξη του μετριοπαθούς μικροαστικού εκλογικού σώματος.

Με αυτή την ανάλυση στις σημερινές συνθήκες οι κοινωνικές αναφορές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλες από τις δυνάμεις της εργασίας, τους μισθωτούς, τους εργαζόμενους στην επισφάλεια και στην εργασιακή περιπλάνηση, στους νέους και τις νέες, τη γενιά των 700 ευρώ, τους μετανάστες, άνδρες και γυναίκες.