Για την εξέγερση στη Βρετανία

Του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος απ΄ όταν ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Νικ Κλεγκ προβαλλόταν περίπου σαν η ελπίδα των φτωχών και των μειονοτήτων. Μέσα σε ένα χρόνο, η συγκυβέρνηση Κάμερον-Κλεγκ τριπλασίασε τα δίδακτρα στα Πανεπιστήμια, είδε απαθής τη νεανική ανεργία να πιάνει ρεκόρ 15ετίας,  κυνήγησε τους δημοσίους υπαλλήλους, εξήγγειλε πρωτοφανείς περικοπές και αναμετριέται ακόμα με ένα σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων (Μέρντοχ), λόγω της εμπλοκής σε αυτό πολιτικών, αλλά και αξιωματικών της αστυνομίας. Ο φόνος του Μαρκ Ντάγκαν από αστυνομικούς, σε μια περιοχή που αν είσαι μαύρος ελέγχεσαι εφτά φορές συχνότερα απ’ό,τι αν είσαι λευκός, στάθηκε αφορμή όλα αυτά να «διαβαστούν» απ΄ την αρχή – και μ΄ όση βία δεν ξαναντίκρυσε η χώρα εδώ και τρεις δεκαετίες.

Μόλις πέρσι, λοιπόν, ο Κλεγκ ήταν για τον Guardian ο Βρετανός Γκεβάρα – με διαφορά ο πιο ευαίσθητος, κοινωνικά, από τους Κάμερον και Μπράουν. Ένα χρόνο μετά, κι ενώ ολόκληρη η Ευρώπη μιλά για εξέγερση, ο παρά λίγο «Τσε» δεν βλέπει άλλο από «βία και ληστείες χωρίς καμιά σχέση με τη δολοφονία». Καθώς δε και ο διόλου φιλελεύθερος Κάμερον ανακαλύπτει την αιτία των «δεινών» της τελευταίας εβδομάδας …στο twitter, η συνταγή του κυβερνητικού τους συνασπισμού καταλήγει μάλλον προβλέψιμη: ανάθεση του κοινωνικού ζητήματος στην αστυνομία, αναγωγή των ταπεινότερων αντανακλαστικών («πυροβολήστε τους ταραξίες») σε άποψη του «μέσου πολίτη» – συνέχιση, τελικά, της ίδιας αντικοινωνικής πολιτικής.

Ποια εναλλακτική λύση μπορεί να προσφέρει στη βρετανική κοινωνία η σημερινή πολιτική σκηνή;

*

Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στη Βρετανία δεν συνιστούν ιδεώδη εξέγερση για μια πιο δίκαιη κοινωνία: ιδεώδεις εξεγέρσεις υπάρχουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας. Το μείζον, λοιπόν, είναι η επανάληψη της «παράδοσης» της Γαλλίας (2005) και της Ελλάδας (2008 και 2011), τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Εστιάζοντας στις πιο αντικοινωνικές όψεις ενός φαινομένου που μόνο στο εξωτερικό αναγνωρίζεται δίχως δεύτερη σκέψη ως κοινωνικό, το πολιτικό προσωπικό (και) της Βρετανίας αρνείται να αναμετρηθεί με την πιο κοινότοπη διαπίστωση: ότι μια εκτεταμένη -χρονικά, γεωγραφικά και κοινωνικά-, μαζική και βίαιη άρνηση του συμβιβασμού στο πεδίο του νόμου (τι άλλο συμβαίνει αυτές τις μέρες στη χώρα – και τι άλλο είναι μια εξέγερση;) μαρτυρά σοβαρή διάρρρηξη του κοινωνικού δεσμού και μια εξίσου σοβαρή διάσταση κράτους και κοινωνίας, αδύνατο να καλυφθούν διά ροπάλου ή με την απαγόρευση του facebook.

Είναι γι’ αυτό που οι λεονταρισμοί του Κάμερον («οι ταραξίες θα νιώσουν πάνω τους το χέρι του νόμου») δεν απηχούν παρά μια στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, κοινή σε ολόκληρη την Ευρώπη, και με ήδη ειλημμένη θέση στο δίλημμα «Δημοκρατία ή Αγορά». Με διαφορετική διατύπωση: μια ραγδαία μετατόπιση των πολιτικών συστημάτων, από έναν πάλαι ποτέ «συμβολαιακό» φιλελευθερισμό σε έναν «μπλοκαρισμένο φιλελευθερισμό»-νεοσυντηρητισμό, που παραιτείται από οποιαδήποτε απόπειρα ορθολογικής εξήγησης των τεκταινομένων – άρα και αντιμετώπισής τους με ένα πολιτικό ρεπερτόριο διαφορετικό από τη βία, το χαφιεδισμό και το μιντιακό λιντσάρισμα. Προφανής συνέπεια: ο πολιτικά φιλελεύθερος Κλεγκ και η κατά παράδοση κεντρομόλος πολιτική σκηνή της Βρετανίας μετακομίζουν σήμερα ολοένα και πιο κοντά στον αντιφιλελευθερισμό της ακροδεξιάς, στο όνομα της δημοκρατίας, της ασφάλειας, του πολιτισμού και …του τουρισμού.

Η περιθωριακή, μέχρι στιγμής, βρετανική ακροδεξιά πανηγυρίζει σήμερα για τη δικαίωσή της («οι πολυφυλετικές κοινωνίες εγκυμονούν το χάος»), προσπερνώντας τη λεπτομέρεια ότι το χάος πυροδοτήθηκε με τη δολοφονία ενός μαύρου από αστυνομικό. Φυσικά δεν μένει στα επιχειρήματα: οργανώνει πολιτοφυλακές, ξεσπαθώνει κατά των μαύρων και διακηρύσσει ότι «τώρα είναι η ώρα της». «Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς», δήλωνε προ ημερών μειλίχια ο Νικ Γκρίφιν του ΒΝP, «πρέπει να πούμε στους μαύρους ότι δικαίως παραπονιούνται πως δεν έχουν μέλλον στη Βρετανία. Πράγματι, δεν έχουν».

Δεν ήταν ο Γκρίφιν, ωστόσο, αυτός που υπαγόρευσε τα ψέματα της Επιτροπής Παραπόνων της Αστυνομίας, ότι ο δολοφονημένος πυροβόλησε, δήθεν, πριν σκοτωθεί – ψέματα με τα οποία γέμισαν τις πρώτες ώρες τα ΜΜΕ. Πολύ περισσότερο, δεν είναι ο Γκρίφιν αυτός που έκτοτε πρωτοστατεί στην κατασκευή μιας ακραία φοβικής κοινής γνώμης∙ από τη διαδικασία αυτή κερδίζει πρωτίστως ο Κάμερον, σε μια εποχή που  η κυβέρνησή του επιζητά διακαώς τη συναίνεση στο πρόγραμμα λιτότητας που έχει εξαγγείλει. Σε εποχές κρίσης, ο βρετανός πρωθυπουργός φροντίζει απλά το κράτος «να κάνει καλά τη δουλειά του»: να προστατεύει τον πλούτο των πλουσίων και να οργανώνει τη βία κατά των «επικίνδυνων» – είτε πρόκειται για τους φτωχούς, είτε για όσους βλέπουν στο χάος ένα εισιτήριο για το μαγικό κόσμο του εμπορεύματος. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος οι Βρετανοί να μη συνταχθούν με το Κόμμα της Τάξης∙ στην υπόθεση αυτή η βρετανική αριστερά έχει να συνεισφέρει το λιθαράκι της.

Πηγη : Red NoteBook


Το «έθνος» θέλει κυβέρνηση, η κοινωνία πραγματική δημοκρατία

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μπορεί να στοιχηματίσει κανείς με ασφάλεια: από το 1974 και μετά, αποκλείεται να υπήρξε πρωθυπουργός που μέσα σε ένα διάγγελμα δύο λεπτών και έξι δευτερολέπτων να έκανε τόσες δραματικές επικλήσεις στη χώρα, την πατρίδα και το έθνος, την ίδια στιγμή που μια τόσο ευρεία κοινωνική πλειοψηφία ήταν τόσο εξαγριωμένη εναντίον του και εναντίον της κυβέρνησής του.Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση δεν μπορεί, βεβαίως, να καλυφθεί με κανέναν ανασχηματισμό. Το προεξοφλεί ο ίδιος ο Παπανδρέου: σήμερα δηλώνοντας  αποφασισμένος να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και χτες υπερασπιζόμενος τον υπουργό Οικονομικών, με το (εύλογο) επιχείρημα ότι οι ενέργειές του εμπίπτουν στο σχεδιασμό ολόκληρης της κυβέρνησης. Συνέχεια


Πολιτική χειραφέτηση ή πρωτογονισμός;
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Το χειμώνα του 2009, η Νεολαία (υποτίθεται) του ΛΑ.Ο.Σ διοργάνωσε διαδήλωση με κατεύθυνση προς το γραφείο της Θάλειας Δραγώνα. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την αποπομπή της Δραγώνα από τη θέση της ειδικής γραμματέως του υπουργείου Παιδείας, με τον ισχυρισμό ότι στο έργο της (το οποίο αγνοούσαν και παραποιούσαν) υποστηρίζει «ανθελληνικές θέσεις». Δεν επρόκειτο για μια διαδήλωση σαν όλες τις άλλες –και δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενο. Η διαφορά εδώ ήταν ότι, αντί να απευθύνονται στην κυβέρνηση, που είχε τη δικαιοδοσία να αποφασίσει υπέρ ή κατά του αιτήματός τους, οι διαδηλωτές (για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, νομίζω) στοχοποιούσαν με ωμή αμεσότητα συγκεκριμένο πρόσωπο και τον επαγγελματικό του χώρο, προκειμένου να καταδειχτεί η διαφωνία τους με συγκεκριμένες ιδέες και συγκεκριμένη πολιτική.

Συνέχεια



Τίνος το όνομα είναι ο Αλέξης Μητρόπουλος (ΑΥΓΗ, 21.9.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στην έξοχη πραγμάτευσή του των μετεπαναστατικών ταξικών συγκρούσεων στη Γαλλία, ο Μαρξ παρακολουθεί την ανάρρηση του Λουδοβίκου Ναπολέοντα στην εξουσία. «Ο Ναπολέων», μας λέει, «δεν ήταν ένα πρόσωπο, αλλά ένα πρόγραμμα»: μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί πώς συνέβη «ο πιο απλοϊκός άνθρωπος στη Γαλλία ν’αποχτήσει την πιο πολλαπλή σημασία», να γίνει δηλαδή «το συλλογικό όνομα όλων των συνασπισμένων ενάντια στην αστική δημοκρατία κομμάτων».

Συνέχεια



ΕΚΛΟΓΕΣ (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, 3.9.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Σταχυολογώντας τις συνηθέστερες παρεκκλίσεις ενός κόμματος της αριστεράς από τον ιδρυτικό του στόχο, αυτόν της κοινωνικής αλλαγής, η Μάρτα Χάρνεκερ εντοπίζει, ως βασικότερες, την απουσία εναλλακτικών προτάσεων (αιτιολογούμενη συνήθως με το επιχείρημα ότι η πολιτική είναι «η τέχνη του εφικτού»), την μόνιμη επίκληση στην «υπευθυνότητα» και την έμφαση στη μη συγκρουσιακή λογική (εδώ η «εύρυθμη λειτουργία» του κρατικού μηχανισμού θεωρείται το άλφα και το ωμέγα της δημοκρατίας) και, τέλος, την αγωνία να καταληφθούν θέσεις εντός των θεσμών χωρίς αυτές να κερδηθούν (εδώ υποτίθεται ότι μπορούμε να κερδίσουμε το παιχνίδι, χωρίς όμως να αλλάξουμε τους κανόνες του. Ακόμα χειρότερα: ειδικά αν δεν προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε).

Συνέχεια



ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΥΓΗΣ, 25.6.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Επιχειρώντας προ ημερών μια ερμηνεία των δημοσκοπικών αντοχών του ΛΑ.Ο.Σ, παρά τη συναυτουργία του στη θεραπεία-σοκ κυβέρνησης και ΔΝΤ, αναφερόμασταν μεταξύ άλλων στις «ευαισθησίες ενός ισχυρού στον δημόσιο λόγο πολιτισμικού φιλελευθερισμού, που σοκάρεται με τις ρατσιστικές κορόνες του ΛΑ.Ο.Σ, τον ανταγωνίζεται ωστόσο σε “ριζοσπαστισμό” απέναντι στην αριστερά, όσες φορές η τελευταία πολιτεύεται ως δύναμη ανταγωνιστική» (Εποχή, 2/5/2010).

Συνέχεια



Ενα (αλλο) κομμα ειναι εφικτο (ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ, MAIΟΣ 2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν θα ανακαλύπταμε την Αμερική αν διαπιστώναμε ότι, ανάμεσα στο πέμπτο και το έκτο συνέδριο του Συνασπισμού, έχει μεσολαβήσει μια ….κοσμογονία: δημοσκοπική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, εξέγερση, πολύμηνη κρίση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ συμβατή με την άνοδο της ακροδεξιάς, ραγδαία εκδίπλωση της οικονομικής κρίσης και προσφυγή στο ΔΝΤ, σημάδια εξάντλησης του «συμβολαίου» του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνία. Όταν τα πάντα αλλάζουν –τίποτα το πρωτότυπο κι εδώ- ένα κόμμα της Αριστεράς δε νοείται να παραμένει το ίδιο, ιδίως όταν οι αλλαγές αφορούν, όχι τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά τη «σύντομη» εικοσαετία από την (αυτοτελή) συγκρότησή του.

Ξεκινάμε με τα αυτονόητα για έναν τουλάχιστον λόγο: διότι εξηγούν, γιατί ειδικά αυτό το συνέδριο του Συνασπισμού, δεν θα είναι μια διαδικασία που απλώς θα εκλέξει τη νέα ηγεσία του, άρα δεν αφορά μόνο τον Συνασπισμό και έτσι δεν αποτελεί «εσωστρεφή» διαδικασία.

Η τελευταία πυκνή διετία μας παρείχε άφθονα συμπεράσματα και το συνέδριο καλείται, ως το κατεξοχήν αρμόδιο, να τα κάνει πολιτική. Αν τα συνοψίζαμε, θα λέγαμε ότι το κόμμα μας, όπως φτιάχτηκε (με το υλικό της ήττας του ’89-’91) και παρά τις όποιες αρετές του, δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά και να οργανώσει αυτό που σήμερα είναι η εργασία, αδυνατεί να εξισορροπήσει την πίεση που ασκούν στην Αριστερά τα ιδιωτικά ΜΜΕ από καταβολής τους, δεν έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στην άσκηση πίεσης προς το ΠΑΣΟΚ και την εθελούσια αφομοίωση από αυτό (μολονότι τελευταία τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα) και εξακολουθεί να χρωστά στα μέλη του ένα σχέδιο μαζικής εμπλοκής τους στη ζωή του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, που θα παίρνει επιτέλους υπ’όψη ότι α) τα κόμματα δεν είναι πια αυτό που ήταν και β) ότι ειδικά το δικό μας κόμμα θα συνεχίσει να δίνει μάχες χαρακωμάτων (εντός) και επιβίωσης (εκτός), αν κρατήσει τα χαρακτηριστικά ενός ομόσπονδου εκλογικού μηχανισμού, καθετοποιημένου, με τάσεις χωρίς ιδεολογική συνοχή και μέλη αδιάφορα (για) και αποκλεισμένα από οτιδήποτε πέραν των άμεσων οργανωτικών καθηκόντων στα του οίκου τους.

Μήπως είναι πολλά όλα αυτά για ένα συνέδριο του Συνασπισμού; Μήπως σημαίνουν τελικά ένα άλλο κόμμα και έναν άλλο ΣΥΡΙΖΑ; Στο πρόσφατο συνέδριο της Νεολαίας Συνασπισμού θέσαμε ήδη το ερώτημα, συμβάλλοντας, εκ των πραγμάτων, στην απάντηση.



Πως συναρμολογουμε μια κοινωνια; (ΑΥΓΗ, 12.2.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στη συγκυρία που διανύουμε, διεξάγονται δύο εξαιρετικά κρίσιμες πολιτικές συγκρούσεις: η μία γύρω από το Πρόγραμμα Σταθερότητας της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και η άλλη γύρω από το νομοσχέδιο για την «πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα» -το περίφημο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια.

Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο συγκρούσεις; Συνέχεια



Το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει -και δεν μπορεί- να ζυμώσει (ΑΥΓΗ, 16.1.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Παρασκευή απόγευμα στην Ερμού, μια ομάδα αστυνομικών καταδιώκει μετανάστες μικροπωλητές, σε ένα επεισόδιο αμείλικτης πάταξης των ενόχων της οικονομικής κρίσης. Οι καταδιωκόμενοι τσουβαλιάζουν άρον-άρον την πραμάτεια τους και τρέχουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, με αποτέλεσμα ένα μέρος της να πέφτει στον πεζόδρομο. Απ’ όσους βρίσκονται εκείνη την ώρα στο σημείο, άλλοι παρακολουθούν, ευχόμενοι οι μετανάστες να τα καταφέρουν, άλλοι περνούν αδιάφορα -το κυνήγι μικροπωλητών δεν είναι δα και σπάνιο θέαμα΄ υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη κατηγορία.

Συνέχεια



Διανοουμενοι και Δεκεμβρης: ερευνα ή προπαγανδα;

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ο διανοούμενος, σύμφωνα με τον Γκράμσι, δεν είναι πια αυτός που συγκινεί με την ευγλωττία του, αλλά εκείνος που παρεμβαίνει στα κοινά ως δημιουργός, «μόνιμα πειστικός» (προπαγανδιστής) και οργανωτής· οργανωτής της ηγεμονίας -της πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησης, ας πούμε- και, από αυτήν την άποψη, «υπάλληλος» της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας.

Συνέχεια



Και «ντουντουκα» και «γκλομπ»: Το Διαδικτυο ως μεσο οργανωσης, προβολης και καταστολης της εξεγερσης (ειδικο ενθετο της ΕΠΟΧΗΣ για την εξεγερση του Δεκεμβριου, 6.12.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Από τη σκοπιά των κοινωνικών κινημάτων και της εναλλακτικής προς τα κυρίαρχα ΜΜΕ ενημέρωσης, στην Ελλάδα λειτουργούν από το 2002 δύο «υποσταθμοί» του διεθνούς δικτύου, το Athens Indymedia και το Patras Indymedia, ενώ το 2005 ανέστειλε τη λειτουργία του το Thessaloniki Indymedia. Στην ίδια λογική της άμεσης, διαδραστικής, αντι-ιεραρχικής και μη εμπορευματικής πληροφόρησης λειτουργεί τα τελευταία χρόνια και το indy.gr, ενώ ιδιαίτερα δημοφιλές στους χρήστες είναι το νεότευκτο ΤV Xωρίς Σύνορα (tvxs.gr), ένα πρωτότυπο για την Ελλάδα εγχείρημα διαδικτυακής τηλεόρασης, που ξεκίνησαν ο Στ. Κούλογλου, μετά την απομάκρυνσή του από την κρατική τηλεόραση, και νέοι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε άλλα ΜΜΕ. Παρόμοιο εγχείρημα, εντός όμως του κυρίαρχου πλαισίου, είναι και το zougla.gr.

Συνέχεια



Συζηταμε για τη δημοκρατια και την Ευρωπη γιατι μας ενδιαφερει ο σοσιαλισμος (ΕΠΟΧΗ, 29.11.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Αν η αριστερά είναι μία και ταυτόχρονα πολλές, μπορούμε –καταχρηστικά έστω, αλλά επ’ουδενί παραδοξολογώντας– να υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν τόσες «δημοκρατίες» όσες και «αριστερές». Για μια από αυτές, φέρ’ ειπείν, «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πιο πλέρια δημοκρατία»· για μια άλλη, η δημοκρατία εξαντλείται στις εκλογές και τον «πλουραλισμό»· μια τρίτη, τέλος, δεν βλέπει στις εκλογές και τους θεσμούς παρά «τεχνάσματα» των κυρίαρχων για να ξεγελούν και να ενσωματώνουν τους κυριαρχούμενους. Διάφορες εκδοχές της αριστεράς, εξάλλου, ακόμα κι αν ομνύουν στη δημοκρατία, αντιμετωπίζουν το ζήτημα με θεωρητικούς-προπαγανδιστικούς όρους και σαν αυτό να αφορά αποκλειστικά την κριτική στις αυταρχικές εκτροπές της αστικής δημοκρατίας ή μια «οραματικού» χαρακτήρα συζήτηση για το σοσιαλιστικό αύριο που δεν δημιουργεί δεσμεύσεις σε πρακτικές για το αριστερό πολιτικό υποκείμενο, παρά μόνο αποσπασματικές και συμβολικού χαρακτήρα διευθετήσεις· αναπόφευκτες συνέπειες, ο «φόβος των μαζών» και ο αποκλεισμός τους από τις αποφάσεις, η υποκατάστασή τους από υπερεξουσιοδοτημένα όργανα, «χαρισματικές» ηγεσίες και διαδικασίες απόσπασης της συγκατάθεσης ή προσχηματικής διαβούλευσης.
Συνέχεια



Μεταναστες, υπηκοοι, ανυπακοη: το παραδειγμα του Ζακ Ντεριντα (Εποχη, 12.7.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στα 1989, ο γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά θα δώσει μια συνέντευξη στον Μάικλ Σπρίνκερ (πρόκειται για το θαυμάσιο κείμενο που στα ελληνικά κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Πολιτική και Φιλία. Ο Ζακ Ντεριντά για τον Λουί Αλτουσέρ», σε μετάφραση των δικών μας, Αριστείδη Μπαλτά και Δημήτρη Παπαγιαννάκου). Εκεί θα δηλώσει πως, «προς το παρόν», ψηφίζει το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα: όχι γιατί τον ικανοποιεί η πολιτική φιλοσοφία των γάλλων Σοσιαλιστών, αλλά επειδή θεωρεί την ηγεμονία τους πιο πλουραλιστική, δηλαδή λιγότερο αυταρχική και πιο ανοιχτή στο άλλο, άρα -προφανώς- πιο συμβατή με την αποδόμηση που ο ίδιος εισηγείται, τη (μη αποδομήσιμη) έννοια της δικαιοσύνης που υιοθετεί και τη στράτευσή του σ’ αυτήν που ο ίδιος ονομάζει «επερχόμενη δημοκρατία».
Συνέχεια



ΤΟ 14ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΜΑΣ ΞΕΚΙΝΑΕΙ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΡΧΗ (AΥΓΗ, 3.7.2009)

ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΣΥΡΑΚΟΥ

Τα τελευταία δεκατρία χρόνια, στο δικό μας, «ιδιαίτερο» ημερολόγιο, το καλοκαίρι μπαίνει το πρώτο Παρασκευοσαββατοκύριακο του Ιουλίου. Μετά τις πρώτες γιορτές στον Κολονό (πώς χώρεσε εκεί το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, οι νεότεροι δε θα το μάθουμε ποτέ…), το πάρκο Ιλισίων, την πλατεία Πρωτομαγιάς και το πάρκο στο Γουδί, φέτος το ραντεβού θά’ ναι στο Πάρκο Ειρήνης, στο Ρέντη. Καμιά εικοσαριά λεπτά με το λεωφορείο απ’την Ομόνοια ή και πιο λίγο, με το πούλμαν που θα μας περιμένει στο μετρό του Ελαιώνα. Συνέχεια



Για την εδραιωση του «προνοιακου σωβινισμου» (Ενθεματα Κυριακατικης Αυγης, 28.6.2009)

ΤOY ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

1. Όσες αναλογίες κι αν παρουσιάζει το σκηνικό στην Ελλάδα με αυτά που συνέβησαν στην υπόλοιπη Ευρώπη πριν και μετά τις ευρωεκλογές (μιντιακή χειραγώγηση, αποχή, πριμοδότηση των Πρασίνων, υποχώρηση της Αριστεράς, άνοδος της ακροδεξιάς και αντιμεταναστευτική υστερία), έχει σημασία να ξεκινάμε την ανάλυση από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Συνέχεια



Πισω στα ιδια; Με τιποτα (ιστολογιο του κοκκινο-πρασινου δικτυου του συνασπισμου, 19.6.2009)

ΤΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΩΒΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Πριν από μόλις δέκα μέρες, που τώρα μοιάζουν μήνες, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούσε μέσα σε βαρύ κλίμα να συζητήσει και να διαπιστώσει τις αιτίες ενός εκλογικού αποτελέσματος κατώτερου των προσδοκιών του. Το βαρύ κλίμα δεν αφορούσε μόνο στο αποτέλεσμα, ούτε μόνο στη διάψευση των καλλιεργημένων προσδοκιών. Αφορούσε και κάτι πιο προσωπικό. Συνέχεια



Ο ΛΑ.Ο.Σ στην εποχη της «μεταπολιτικης»: μιλησε κανεις για ακραιους; (Εντος Εποχης, 29.3.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η Bασιλική Γεωργιάδου επισημαίνει την ανάγκη μιας προσέγγισης της ακροδεξιάς που να τηρεί αποστάσεις, τόσο από τους κινδυνολόγους όσο και από τους συστηματικά ατάραχους[1]. Υπογραμμίζει η ίδια, όπως και άλλοι αναλυτές, την ανεπάρκεια και τον ανιστορικό χαρακτήρα της σύγκρισης των σημερινών ακροδεξιών κομμάτων/κινημάτων με αυτά του Μεσοπολέμου. Πράγματι, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και η αύξηση, στην Ελλάδα, του ειδικού πολιτικού της βάρους, δε σημαίνει «επιστροφή του φασισμού».

Οι διαφορές, όχι μόνο ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, αλλά και μεταξύ των σύγχρονων εκδοχών της ακροδεξιάς, είναι σημαντικές: θα παρατηρούσαμε εντελώς απλοϊκά ότι το  αυστριακό ΒΖÖ του πρόσφατου 46% στην Καρινθία απέχει μακράν από τον ΛΑ.Ο.Σ του (δημοσκοπικού) 5%, ότι η μέχρι τώρα δράση του τελευταίου δεν επιτρέπει να το συνδέσουμε με την παρακρατική φασιστική ενέργεια που από τύχη δεν κόστισε ζωές στα Εξάρχεια, ότι η Χρυσή Αυγή καταγγέλλει ως συστημικό, καιροσκόπο και ανερμάτιστο τον Καρατζαφέρη, ότι ο ΛΑ.Ο.Σ έχει αναγκαστεί να αποκηρύξει τον Λεπέν και ανήκει σε άλλη ευρωομάδα από αυτήν των προνομιακών συνομιλητών του κ.ο.κ.

Είναι, ωστόσο, εξίσου σαφές ότι εν μέσω α) μιας κρίσης που παρομοιάζεται με αυτήν του 1929 και β) μιας εντεινόμενης κρίσης εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες εδώ και αρκετά χρόνια (και που στην Ελλάδα συνδέθηκε σαφώς με την εξέγερση του Δεκεμβρίου), ακροδεξιά μορφώματα διευρύνουν σημαντικά την επιρροή τους και αναβαθμίζουν το ρόλο τους εντός του πολιτικού συστήματος των χωρών τους, αρνούμενα την «ετικέτα» της ακροδεξιάς και το «περιθωριακώς πολιτεύεσθαι» και διεκδικώντας την εξουσία, είτε κατά μόνας είτε στο πλαίσιο συνεργατικών σχημάτων· έχουμε σοβαρούς λόγους να υποθέτουμε ότι αυτή τους η επιτυχία δίνει «αέρα ελευθερίας» σε όσους – άτομα ή εξτρεμιστικές ομάδες – επιδιώκουν με αιματηρές ενέργειες να αφήσουν ίχνη στην πολιτική ζωή.

Μ’ όλες τις επιμέρους διαφορές τους, οι αλλεπάλληλες επιτυχίες και η «ανθεκτικότητα» των ακροδεξιών σχηματισμών σε όλη την Ευρώπη, διέψευσαν τραγικά όσους μιλούσαν για «εθνική ιδιομορφία» και «ιδιόμορφη συγκυρία», είτε το 1999 με τον Χάιντερ στην Αυστρία ή το 2002 με τον Λεπέν στη Γαλλία – για να μην αναφερθούμε στα της Ανατολικής Ευρώπης. Δέκα χρόνια μετά τον πάταγο Χάιντερ και 7 μετά το «συγκυριακό» 15% του Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές εκλογές, οι εξελίξεις αυτές είναι που καθιστούν παράλογα καθησυχαστικό τον ισχυρισμό ότι η ψήφος στην άκρα δεξιά σε χώρες όπως η δική μας είναι «διαμαρτυρία» και «τιμωρία», «ευτυχώς», δηλαδή, όχι «πολιτική»[2].

Όσο κι αν η εμπειρία στην Ελλάδα έχει ουσιώδεις «ιδιομορφίες» έναντι των πιο χαρακτηριστικών περιπτώσεων στην Ευρώπη (κάθε ακροδεξιός σχηματισμός, άλλωστε, είναι sui generis), τα τελευταία χρόνια ο κατάλογος των κρουσμάτων φασιστικής και αντιμεταναστευτικής/ρατσιστικής βίας – και δη με την ανοχή ή την άμεση εμπλοκή κρατικών μηχανισμών – μακραίνει ανησυχητικά. Οι πρόσφατες επιθέσεις σε σπίτια μεταναστών σε διάφορες γειτονιές του λεκανοπεδίου, η πυρπόληση καταυλισμού Αφγανών προσφύγων στην Πάτρα, η παρακρατική δράση «αγανακτισμένων πολιτών» στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου σε Πάτρα και Κομοτηνή, η ανενόχλητη δράση νεοναζί δίπλα στα ΜΑΤ κατά τη διάρκεια αντιφασιστικής διαδήλωσης στην Αθήνας (2.2.2008) και οι αυξανόμενες αιματηρές επιθέσεις σε στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου, δεν είναι παρά ορισμένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα. Μπορεί η ρατσιστική βία να μην αποτελεί για τη χώρα μας πρόσφατη ανακάλυψη (και δη του ΛΑ.Ο.Σ), αν όμως «όλα τα ρεύματα του ευρύτερου φαινομένου της νέας δεξιάς –της ριζοσπαστικής, της λαϊκιστικής και της εξτρεμιστικής- είναι ακραία, υπό την προϋπόθεση ότι όλα είναι σε θέση να παρασύρουν προς τις δικές τους αντιλήψεις τις κατεστημένες δυνάμεις του πολιτικού κέντρου»[3], αυτή η δυνατότητα μπορεί να αφορά και τον «εσωτερικό συσχετισμό» των επιμέρους ακραίων ρευμάτων.

Ο ίδιος ο ΛΑ.Ο.Σ έχει καταβάλει σοβαρές -και επιτυχημένες- προσπάθειες διεμβολισμού του χώρου στα δεξιά του, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τον κατακερματισμό των εθνικιστών, οικοδομώντας δεσμούς με τις πολύμορφες εκφράσεις της ακροδεξιάς (όπως μαρτυρούν η «δικτύωση» και η «αλληλεγγύη» ανάμεσα σε στελέχη, έντυπα και ιστοτόπους του χώρου), ώστε να αναδειχτεί εν τέλει σε «κόμβο» της ελληνικής ακροδεξιάς, γύρω από τον οποίο αρθρώθηκαν οργανώσεις και προσωπικότητες του χώρου, συνδεδεμένες με ανταγωνιστικά πολιτικά εγχειρήματα.

Το επίτευγμα αυτό συνδέεται, σε πρώτο χρόνο, με την τακτική του Γιώργου Καρατζαφέρη και της «Νέας Ελπίδας» (υπ’ αυτό το πρίσμα, το 15% του 2002 μπορεί να διαβαστεί ως πρόκριμα) και, σε δεύτερο χρόνο, με τη συμβολή προσωπικοτήτων με μακρά διαδρομή στο χώρο και αυξημένο κύρος (ο λεπενικός Βορίδης του «Μετώπου» και ο χιτλερικός Πλεύρης της «Πρώτης Γραμμής», πρώτος σε σταυρούς υποψήφιος του κόμματος στην Α’ Αθήνας το 2004[4], είναι οι δύο κυριότερες). Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, όσο προφανής κι αν είναι στην τακτική του ΛΑ.Ο.Σ η επιρροή της γαλλικής Νέας Δεξιάς, κάθε άλλο αυτή επιτρέπει παρά να δούμε το κόμμα ως προϊόν ιδεολογικής παρθενογένεσης.

Από την άλλη πλευρά, η αμφίπλευρη στόχευση (προς τις ακροδεξιές οργανώσεις αφ’ ενός, προς τη ΝΔ αφ’ ετέρου), καθώς και η «στροφή στην ιδεολογία» που μαρτυρά ένας «οργασμός» εκπομπών, εκδόσεων και εκδηλώσεων, δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά σε ψηφοθηρικό τρυκ. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες συγκροτήθηκε και δρα ο ΛΑ.Ο.Σ, η τυπική για κόμμα της ακροδεξιάς συνάρθρωση ετερόκλιτων στοιχείων στο λόγο του και η πολυσυλλεκτικότητά του, αλλά και οι επιδράσεις που δέχεται εμπλεκόμενο στον πολιτικό ανταγωνισμό, υποχρεώνουν σε προσαρμογές[5] και αντιφάσεις, όσο και στην εντατικοποίηση της ιδεολογικής «ζύμωσης».

Το 2000, ο «αντάρτης» Καρατζαφέρης κατήγγελλε τη ΝΔ ότι δεν είναι πια «Δεξιά», λίγο αργότερα αποτασσόταν την ακροδεξιά δείχνοντας με το δάχτυλο τον Βορίδη, για να φτάσει ο τελευταίος να επιχειρηματολογεί για την υπέρβαση της διάκρισης Αριστερά/Δεξιά μέσω της εθνικής ιδέας –να επιχειρηματολογεί, δηλαδή, με τον τρόπο των «καθεστωτικών» δυνάμεων που ο ΛΑ.Ο.Σ καταγγέλλει· των δυνάμεων που, όπως το θέτει η Mouffe, έχοντας προαναγγείλει την ανατολή μιας συναινετικής πολιτικής «π έ ρ α ν της αριστεράς και της δεξιάς», βρέθηκαν έξαφνα αντιμέτωπες με την ανάδυση νέων πολιτικών συνόρων, που συνιστούν πραγματική απειλή για το μεταπολιτικό όραμά τους[6].

Τι πιο εύγλωττο για την επικράτηση της λογικής του «μεταπολιτικού» παιχνιδιού: το ίδιο το κόμμα που καταγγέλλει ως διεφθαρμένους τους πολιτικούς, πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, συναινώντας και δηλώνοντας διαθέσιμο να κυβερνήσει με κάποιους από αυτούς. Πόσο ασφαλής, άλλωστε, μπορεί να είναι η παραμονή του στη σφαίρα της διαμαρτυρίας, όταν η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι υπάρχουν σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες[7];

Σε μια περίοδο, ωστόσο, που ο ΛΑ.Ο.Σ εμπλέκεται όλο και πιο ενεργά σε κυβερνητικά σενάρια, βοηθούντων, κυνικά, και των ΜΜΕ, διάφοροι σκέφτονται ότι η συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνητικά σχήματα μπορεί να τα ενσωματώσει και να περιορίσει την εκλογική τους επιρροή, ξεχνώντας (;) οι ίδιοι ότι, παρά το όποιο κόστος, τα κόμματα αυτά καταφέρνουν τελικά, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να επιβάλουν τις θέσεις τους[8].

Η παραπάνω παρατήρηση δεν προσδιορίζει απλώς τα όρια της τακτικής της ενσωμάτωσης της άκρας δεξιάς· αποδεικνύει και τη δυνάμει επικινδυνότητα ενός πολιτικού κυνισμού που μετράει εκλογικά κέρδη και ζημιές, αδιαφορώντας για το όποιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Η εδραίωση του ΛΑ.Ο.Σ, εξάλλου, δεν οφείλεται μονοσήμαντα στην επιδεξιότητα των στελεχών του ή αορίστως στη συγκυρία: οφείλεται και στον αμοραλισμό ΜΜΕ και πολιτικών δυνάμεων που είδαν σ’ αυτόν, παλιότερα ένα κόμμα που θα δημιουργούσε ρωγμές στην εκλογική βάση της ΝΔ και σήμερα έναν πιθανό στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος που μπορεί να εγγυηθεί την αποφυγή της ακυβερνησίας.

Οφείλεται, ακόμα περισσότερο, σε ευρύτερες συγκλίσεις σε ιδέες και πρακτικές που συνδέονται με το νόμο, την τάξη, την πάταξη της «λαθρομετανάστευσης» και τον εκσυγχρονισμένο εθνικισμό της «ισχυρής Ελλάδας».

Αν ο Καρατζαφέρης ζήτησε πολιτικές κλειστών συνόρων, οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων συνομολόγησαν την Ευρώπη-φρούριο· αν ο ΛΑ.Ο.Σ κραύγασε «βέτο στα Σκόπια», σύσσωμες οι πολιτικές δυνάμεις το υποστήριξαν πέρσι στο Βουκουρέστι· αν η ακροδεξιά υπέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ ως θωπεύοντα τους «κουκουλοφόρους», η Μαραγκοπούλου έσπευσε να συντάξει «ιδιώνυμο της κουκούλας» και ο υπουργός Δικαιοσύνης Δενδιάς να το υιοθετήσει, ο υφυπουργός Εσωτερικών Μαρκογιαννάκης να υποσχεθεί περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της ασφάλειας και ο Γιάννης Πρετεντέρης να «απαντήσει» στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι «τη βία τη γεννάει η άκρα Αριστερά»[9]. Ας το θέσουμε και αλλιώς: η ευκολία με την οποία ο ΛΑ.Ο.Σ οικειοποιείται τον δήμαρχο Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη ή το Νικολά Σαρκοζί (έναντι του λιγότερο «ηγεμονικού» Λεπέν), τι άλλο μαρτυρά, αν όχι την «μεταπολιτική» σχετικοποίηση των ορίων μεταξύ ακραίων και μη;


[1] Βασιλική Γεωργιάδου, Το πολιτικό κράμα της ακροδεξιάς, πρόλογος στο: Paul Hainsworth (επιμέλεια), Η Ακροδεξιά: Ιδεολογία – Πολιτική – Κόμματα, Παπαζήση, 2004, σελ. 34

[2] Πρόκειται για τη θέση της Βασιλικής Γεωργιάδου, στο: Βασιλική Γεωργιάδου, Ψηφίζοντας την άκρα δεξιά. Η εκλογική επιλογή του ΛΑ.Ο.Σ., περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 19, Άνοιξη 2008, σελ. 252-255.

[3] Βασιλική Γεωργιάδου, Το πολιτικό κράμα της ακροδεξιάς, ό.π., σελ. 26

[4] Ο Ιός, Το μαύρο DVD, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, φ. 13.1.2008.

[5] Παράδειγμα μιας τέτοιας προσαρμογής είναι η στάση του Καρατζαφέρη εντός του Ευρωκονοβουλίου, στο: Ο Ιός, Το τριώδιο της ακροδεξιάς, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, φ. 26.2.2006

[6] Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Πόλις, 2004, σελ. 218

[7] Όπως παρατηρεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο Γ. Καρατζαφέρης γνωρίζει ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα θα προσπαθήσει να τον απωθήσει στα άκρα. «Μετατοπίζεται», λοιπόν, σε πολιτικές θέσεις που διεκδικούν το κοινωνικώς «αυτονόητο»: δεν χτυπά τους μετανάστες, αλλά τους «λαθρομετανάστες» ζητώντας κρατική ρύθμιση του προβλήματος. Δεν βγαίνει να πει «όπου βλέπω ξένο τον κυνηγάω», στο: Χριστόφορος Βερναρδάκης, (συνέντευξη), Η εξέλιξη της ακροδεξιάς στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση, Η εποχή, φ. 26.3.2006

[8] Χαρακτηριστικό αυτής της «λήθης», το άρθρο Μ. Κωττάκη στον Ελεύθερο Τύπο, φ. 11.3.2009. Βλ. Βασιλική Γεωργιάδου, Το πολιτικό κράμα της ακροδεξιάς, ό.π., σελ. 29

[9] Ο λόγος για το άρθρο του Ι. Κ. Πρετεντέρη Ο φόρος του αίματος (Το Βήμα, φ. 22.2.2009), που φιλοξενείται, μεταξύ άλλων, στο κεντρικό ιστολόγιο της φοιτητικής παράταξης του ΛΑ.Ο.Σ



Υπαγορευει η ακροδεξια την ατζεντα σε κυβερνηση και ΜΜΕ; (Αυγη, 21.3.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στο βιβλίο του Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού, ο Σλαβόι Ζίζεκ υποστηρίζει ότι μόνο η λαϊκιστική δεξιά αποτελεί σήμερα ‘’ζωντανή’’ σοβαρή πολιτική δύναμη, ότι μόνο αυτή πράττει, δίνει το ρυθμό, καθορίζει την προβληματική της πολιτικής πάλης: τρεις μήνες μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση φαίνεται πως πασχίζει να δικαιώσει την εκτίμηση του Ζίζεκ. Αυτό δείχνουν το καθ’ υπαγόρευση Καρατζαφέρη «ιδιώνυμο» της κουκούλας και η διαρκής απειλή για την κατάργηση του ασύλου, κεντρικό αίτημα της προεκλογικής καμπάνιας των φοιτητών του ΛΑ.Ο.Σ.

Μέσα σ’ αυτό το τρίμηνο άλλωστε, δημοσιογράφοι και στελέχη της κυβέρνησης ανακάλυψαν ότι δεν είναι δα και μεγάλο πρόβλημα αυτή η συμβατότητα κυβέρνησης-άκρας δεξιάς· τώρα που το καλοβλέπουν, ο ΛΑ.Ο.Σ δεν είναι καν ακροδεξιά. Εν πάση περιπτώσει –λένε οι ίδιοι- μπορούμε να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι οι καιροί (βλ. οικονομική κρίση και κοινωνικές αντιδράσεις) επιβάλλουν συναινέσεις, ώστε να ενσωματώσουμε τα «άκρα»· η ευρωπαϊκή εμπειρία εξάλλου –συνεχίζουν- δείχνει πως η αναβάθμιση των νέων ακροδεξιών μορφωμάτων (η συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις), «ροκανίζει» τα εκλογικά τους ποσοστά.

Το γεγονός ότι μέχρι να «ροκανιστούν» αυτά τα ποσοστά, η άκρα δεξιά έχει κατορθώσει να επιβάλει πολλές από τις θέσεις της συνολικά στο πολιτικό σύστημα –αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία, για όποιον δεν την διαβάζει μισή- δεν απασχολεί τους κυνικούς των ΜΜΕ και της πολιτικής, είτε πρόκειται για τους νεοδημοκράτες σήμερα, είτε για μερίδα του ΠΑΣΟΚ χτες και σήμερα.

Αυτό που τους απασχολεί είναι η βία. Μια ορισμένη βία, που είτε περιορίζεται σε «μια δράκα αναρχικών» (και τότε γιατί είναι τόσο επικίνδυνη, αφού είναι τόσο μειοψηφική;) είτε «διαχέεται επικίνδυνα» (στο έδαφος ποιων κοινωνικών συνθηκών, όμως;).

Αν η ανησυχία τους δεν ήταν τόσο επιλεκτική, θα αναγνώριζε ως βία και εξαναγκασμό, πρακτικές που θέτουν καθημερινά τη ζωή ανθρώπων σε κίνδυνο. Γι’ αυτές, όμως, δε φρίττει κανείς.

Αν ανέτρεχαν στην έκθεση της αμερικανικής Εθνικής Επιτροπής για τα Αίτια και την Πρόληψη της Βίας του 1968, θα ανέσυραν δύο ορισμούς που θα βοηθούσαν τη συζήτηση: σύμφωνα με αυτούς, «βία» είναι η συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να προκαλέσει σωματική βλάβη σε ανθρώπους ή ζημιά σε περιουσία, ενώ «εξαναγκασμός», η πραγματική ή επαπειλούμενη χρήση βίας για να επιβάλουμε σε άλλους να κάνουν ό,τι διαφορετικά μπορεί να μην έκαναν.

Γιατί βοηθούν τη συζήτηση αυτοί οι ορισμοί; Διότι δείχνουν ότι η δημόσια συζήτηση περί βίας που διεξάγεται με όρους ακροδεξιάς (αλλά και «Βήματος») είναι υποκριτική και βρίθει πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η πρώτη: να ταυτίσει τη βία κατά ζωής με τη βία κατά περιουσίας.

Για τη συζήτηση αυτή, ο θάνατος της Κατερίνας Γκουλιώνη κατά τη μεταγωγή της από τη Θήβα στις φυλακές Αλικαρνασσού, η μακρά λίστα θανάτων στις φυλακές και ο κτηνώδης κολπικός έλεγχος στον οποίο υποβάλλονται οι κρατούμενες, ο μακρύς κατάλογος των αυτοκτονιών φαντάρων και η στέρηση και των στοιχειωδών ελευθεριών στο «κολέγιο» του στρατού, η καθημερινή (κρατική και παρακρατική) βία πάνω στα σώματα μεταναστών και μεταναστριών σε κάθε γωνιά της χώρας που έχει κοστίσει δεκάδες ζωές, δεν αποτελούν βία ή εξαναγκασμό που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά περιστατικά ανάξια λόγου.

Η χειροβομβίδα που θα κομμάτιαζε δεκάδες στο Στέκι Μεταναστών, η ασυλία των παρά λίγο δολοφόνων της Κωνσταντίνας Κούνεβα, η πολεμική βία των καρκινογόνων χημικών που διαλύουν διαδηλώσεις, δεν αφορούν κυβέρνηση και ΜΜΕ, που φρίττοντας για το Κολωνάκι και την Κηφισιά, δεν πρόλαβαν να ασχοληθούν με τίποτα από όλα τα παραπάνω. Πως τολμούν να μιλούν για κουκουλοφόρους;

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Η βια ως «δημοσια ταξη». Και η αλληλεγγυη, το οπλο μας (Αυγη, 14.2.2009)

ΤΟΥ ΔΗΣΜΟΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Τις μέρες που συμπληρώνονταν 40 χρόνια από το γαλλικό Μάη, κοντά στα λευκώματα, τις μαρτυρίες και τις γραπτές συμβολές διανοουμένων και πρωταγωνιστών της εξέγερσης, κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία και μια ειδική έκδοση του Liaisons, του περιοδικού που εκδίδει το αρχηγείο της γαλλικής αστυνομίας. Στο «εκτός σειράς» τεύχος, μπορούσε κανείς να βρει ενδιαφέροντα ντοκουμέντα από την «απέναντι πλευρά» των οδοφραγμάτων: υπηρεσιακά έγγραφα της εποχής, μαρτυρίες αστυνομικών που πήραν μέρος στην καταστολή της εξέγερσης, «στατιστικά» συλλήψεων και τραυματισμών, πρωτοσέλιδα εφημερίδων για καταστροφές και φωτογραφίες με σπασμένα πεζοδρόμια.

Αν κρίνουμε από τη δυσανεξία του προέδρου Σαρκοζί («να τελειώνουμε πια με το Μάη του ‘68»), η έκδοση δεν ήταν μια ανιδιοτελής προσφορά στον ιστορικό του μέλλοντος ή απλώς μια καταγραφή γεγονότων. Το Liaisons «είδε» το ’68 από συγκεκριμένη σκοπιά και με τον ίδιο τρόπο που οι από πάνω βλέπουν τις εξεγέρσεις: ως -θεαματικό, έστω- σκηνικό βίας, ως καταστροφή και ως απειλή για τη δημόσια τάξη. Με αφορμή τη στρογγυλή επέτειο λοιπόν, το αρχηγείο της γαλλικής αστυνομίας θέλησε να επέμβει στην εξηνταοχτωλογία και να επιβάλει αυτήν την τροπή στη μνήμη. Όχι από αδυναμία να καταγράψει τον πλούτο της εξέγερσης, αλλά γιατί ως εκεί μπορούσε να δει και, κυρίως, γιατί αυτό ήθελε να κάνει. Αν και ακίνδυνη για όσα ανήκουν πια στο παρελθόν, η μνήμη των εξεγέρσεων είναι σημείο αναφοράς για τους δυνάμει εξεγερμένους (το είδαμε και στην Ελλάδα: Fuck May ’68: fight now). Ακόμα, λοιπόν, κι αν ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίσει να βλέπει το ’68 ως συνώνυμο της αντίστασης, οι Γάλλοι θα πρέπει, κατά την αστυνομία, να το θυμούνται με θυμό και φόβο, ως κάτι εγκληματικό και απεχθές.

Στην Ελλάδα έχουν περάσει μόλις δύο μήνες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οι τοίχοι γράφουν ακόμα συνθήματα του δεκεμβριανού «Μάη» και η επιχείρηση «να τελειώνουμε με την εξέγερση» έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν είναι η ώρα των λευκωμάτων. Η επιχείρηση είναι σαφώς πιο βίαιη, ιδίως τώρα που η εξέγερση βρίσκεται στην άμπωτη και που η κρίση εντείνει τη δυσαρέσκεια και προοιωνίζεται αγώνες. Αντί λευκωμάτων, επίδειξη τσαμπουκά, λοιπόν: με χημικά και ξύλο σε δημοσιογράφους και δικηγόρους, με την ίδια συνταγή για αγρότες και αντιεξουσιαστές, με το «ιδιώνυμο» της κουκούλας δια χειρός Μαραγκοπούλου, με την επίθεση στους διαύλους ενημέρωσης που δεν ελέγχονται και δεν ορίζονται από την κερδοσκοπία, με διαρροές στον Τύπο για πολεμικές ετοιμασίες (βλ. εξοπλισμό -βομβίδες, σκυλιά, όπλα Taser, υδραντλίες-, αλλά και εμπλοκή του στρατού στην καταστολή διαδηλώσεων), με στοχοποίηση από την Ασφάλεια ενός στα δέκα σχολεία της Αθήνας. Αλλά και με συλλήψεις στο σωρό, φυλακίσεις και διώξεις, ακόμα και στη βάση του αντιτρομοκρατικού νόμου.

Σήμερα θα μας φαινόταν αστείο οι εξεγερμένοι του ’68 να διώκονται ως τρομοκράτες και τουλάχιστον εξωφρενικό μαθητές να βολιδοσκοπούνται από τις υπηρεσίες. Όμως αυτό το εξωφρενικά αστείο συμβαίνει στην Ελλάδα και επαληθεύει τις προβλέψεις όσων το 2001 ζητούσαμε να αποσυρθεί ο (πασοκικός) τρομονόμος. Πρόκειται για την πιο σοβαρή ίσως, αλλά όχι τη μόνη διάσταση του ζητήματος. Δίπλα σ’αυτήν, υπάρχει και το πιο «κλασικό» κατασταλτικό ρεπερτόριο: σωρηδόν συλλήψεις και απαγγελίες κατηγοριών με κατασκευή στοιχείων, στοχοποίηση μεταναστών ως των πλέον αδύναμων θηραμάτων, καταθέσεις «καρμπόν». Τα «μεμονωμένα περιστατικά» Δημόσιας Τάξης συνεχίζονται σαν τίποτα να μην άλλαξε και, εν προκειμένω, συνεχίζονται με δικαστικά μέσα.

Η αποκατάσταση της δημόσιας τάξης (κρατικής βίας) δια της ματατζίδικης μπότας και της δικαστικής τηβέννου, δεν αφορά μόνο τους συλληφθέντες. Αφορά όσους αναγνωρίσαμε και υπερασπιστήκαμε την εξέγερση. Αφορά όσους ζητήσαμε να απαγορευθούν τα χημικά, να διαλυθούν τα στρατιωτικά σώματα της αστυνομίας, να καταργηθεί ο τρομονόμος –όσους ζητήσαμε, δηλαδή, περισσότερη ελευθερία. Γι’ αυτό και το μεσημέρι του Σαββάτου θα είμαστε στα Προπύλαια. Για την εξέγερση και την αλληλεγγύη, για την απελευθέρωση των συλληφθέντων, για την απελευθέρωση όλων μας.

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Η καταρρευση του μυθου του ΚΚΕ (Εντος Εποχης, 8.2.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Για πολλά χρόνια μετά την κατάρρευση του ’89-’91 -και ενώ τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης ακολουθούσαν τον κανόνα «σοσιαλδημοκρατικοποίηση ή περιθωριοποίηση»-, στην Ελλάδα φαινόταν να ζούμε μια εξαίρεση. Σε «δίσεκτους» χρόνους κι έπειτα από τη σύντομη (;) παρένθεση της δεκαετίας του ’80 («μορατόριουμ» και κριτική σύμπλευση με την παπανδρεϊκή Αλλαγή, ενδοκινηματική καταστολή, σύμπραξη με τον «οπορτουνισμό», συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, προσδοκίες για κυβέρνηση με «κορμό» το ΠΑΣΟΚ –βλ. Παπαρήγα 1991), ο νόμιμος κληρονόμος του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, το κόμμα των ηρωικών αγώνων και θυσιών, ο μόνος φορέας που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους «το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε», πορευόταν το μοναχικό δρόμο της Συνέπειας: διατηρούσε το «Κ», πρωτοστατούσε σε σημαντικές κοινωνικές μάχες (αγροτικά μπλόκα, μαθητικό κίνημα, Γιουγκοσλαβία και επίσκεψη Κλίντον ‘99) και στεκόταν αξιοπρεπώς σε άλλες (Μακεδονικό ‘92), εξοργίζοντας αντιπάλους και εχθρούς και διατηρώντας τα εκλογικά του ποσοστά σε αξιοπρεπή επίπεδα.

Η «αντιδημοφιλής» κριτική και η πολιτική της διαρκούς συρρίκνωσης

Ενώ συνέβαιναν τα παραπάνω, ως μόνη «νόμιμη» κριτική στο ΚΚΕ φαινόταν αυτή που κατήγγελλε τον απομονωτισμό του. Οι ενστάσεις που πρόβαλλε συστηματικά η ριζοσπαστική Αριστερά αντιμετωπίζονταν σ’ αυτό το πλαίσιο, ως υπερβολικές, δευτερεύουσες ή ελιτίστικες: το πρόβλημα με το ΚΚΕ δεν ήταν αυτό που έκανε (ή δεν έκανε) στο όνομα εκείνου που επεδίωκε στρατηγικά (και που, κατ’ευφημισμόν αποκαλούσε «σοσιαλισμό»), αλλά η αδιαφορία του για συνεργασίες εκεί όπου δεν είχε τον αδιαμφισβήτητα κυρίαρχο ρόλο[1].

Στο φόντο αυτής της συλλογιστικής, μια σειρά από σοβαρές στρεβλώσεις έπρεπε να αποσιωπώνται διακριτικά –θα μπορούσαμε να τις κωδικοποιήσουμε ως «πολιτική της διαρκούς συρρίκνωσης»: του αντικαπιταλισμού σε «αγώνα ενάντια στα μονοπώλια» (χάριν της «λαϊκής εξουσίας», αλλά και της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος…), της ταξικότητας στην οικονομία, του αντιιμπεριαλισμού σε αντιαμερικανισμό και εθνοκεντρισμό (με λογική συνέπεια τα «μέτωπα» του ΚΚΕ με απόστρατους και νεο-ορθόδοξους…), του λενινισμού σε μονολιθικό, αυταρχικό μοντέλο κομματικής οικοδόμησης και λειτουργίας· βάσει της ίδιας λογικής, στο απυρόβλητο θα έμεναν και άλλα σήματα-κατατεθέντα: η εργαλειοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων (και η πρακτορολογία για όσες δεν εργαλειοποιούνται), η παραγνώριση όσων εξουσιαστικών σχέσεων δεν ανάγονται στις σχέσεις παραγωγής, η θυσία του μαρξισμού στον ντετερμινισμό, η απεμπόληση του διεθνισμού για μια συνωμοσιολογική αντίληψη των «διεθνών σχέσεων», η δογματική προσήλωση στον κρατισμό, τον αυταρχισμό και τον οικονομισμό του σοσιαλισμού που (δεν) γνωρίσαμε –και που το ΚΚΕ εξακολουθεί να μας «υπόσχεται» στις τρέχουσες «Θέσεις για το Σοσιαλισμό».

Μ’ αυτά και μ’εκείνα, η «ανθενωτική» κριτική γινόταν υπόθεση σχεδόν αποκλειστικά κάποιων διανοουμένων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ορισμένων, ευτυχώς αναγνωρίσιμων, ρευμάτων της, αν και αφορούσε συνολικά την Αριστερά και τα κινήματα.

Μία, δύο, τρεις, πολλές εκτροπές

Όσο τα παραπάνω παρέμεναν «δευτερεύοντα», το ΚΚΕ μπορούσε να ασχημονεί με την ησυχία του, στο όνομα των «οχτώ δεκαετιών» και μιας ενότητας που, από αναγκαίο μέσο για την ανάσχεση της επιθετικότητας των «από πάνω»[2], έτεινε να γίνεται ευσεβές ευχολόγιο. Με την ίδια λοιπόν λογική και πάντα χάριν της Ενότητας, η αθεράπευτη νοσταλγία του «υπαρκτού» μπορούσε να αντιμετωπίζεται ως χαριτωμένος αναχρονισμός (κάτι σαν επιμονή στην παλιά μόδα), η ανάδειξη της κ. Κανέλλη σε πρωθιέρεια του μαρξισμού-λενινισμού ως «ανορθρογραφία», η -συνολική ή μερική- σύμπλευση του ΚΚΕ με τον «πατριωτικό χώρο» (ταυτότητες, παρελάσεις, σχέδιο Ανάν, βιβλίο Στ’ Δημοτικού, ελληνοτουρκικές σχέσεις, Μακεδονικό, μειονότητες) ως συμβατή με το παραδοσιακό «λαϊκό αίσθημα», η αφωνία και η πρακτορολογία[3] στην τρομοϋστερία του 2002 ως μη αξιολογήσιμη, η καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» από τους κρανοφόρους της ΚΝΕ και η συκοφάντηση αγώνων εκτός του κομματικού πλαισίου του ΚΚΕ ως «μεμονωμένα περιστατικά».

Ανυπακοή και άλλες χαμένες αισθήσεις

Αυτού του είδους η «νομιμότητα» έμελλε, τα τελευταία χρόνια, να δεχτεί ορισμένα σοβαρά πλήγματα. Στην αρχή ήταν η υπεράσπιση από το ΚΚΕ του «δικαιώματος κάθε λαού» (άρα και του ελληνικού) να διεκδικεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες· μετά, οι αμφιλεγόμενες επιλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση -Καρδίτσα από τη μια πλευρά, Ελληνικό από την άλλη· έπειτα η καταγγελία του αγώνα της ΠΟΣΔΕΠ και στη συνέχεια η συκοφάντηση του κινήματος των καταλήψεων του 2006 ως «μαύρου μπλοκ ΔΑΠ-ΠΑΣΠ-ΕΑΑΚ-ΣΥΝ» που θα στείλει τον κόσμο στο σπίτι του[4]. Το σκηνικό θα συμπλήρωνε πρόσφατα η βελούδινη διαμαρτυρία για το ξεπούλημα των λιμανιών –βελούδινη από σεβασμό στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα, όσο και από προσήλωση στο πνεύμα των «Θέσεων» για το 18ο Συνέδριο: οι αγώνες δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις, το θέμα είναι ο σοσιαλισμός.

Κι ύστερα ήρθε (;) η εξέγερση

Εν αναμονή της αναπόφευκτης έλευσης του σοσιαλισμού, οι εξεγέρσεις όπου το Κόμμα της Εργατικής Τάξης δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο είναι απολύτως αστάθμητες, συνεπώς το σχήμα του ΚΚΕ για την ιστορική εξέλιξη δεν τις καλύπτει. Εφ’όσον δεν προβλέπεται εξέγερση όπου το ΚΚΕ δεν πρωταγωνιστεί, εύλογα κι αυτό δεν «βλέπει» εξέγερση και εξακολουθεί να διαδηλώνει ως είθισται. Εξέγερση, λοιπόν, δεν έγινε ποτέ -εξάλλου οι εξεγέρσεις ή θα είναι αγώνες «τάξης εναντίον τάξης» ή δεν θα υπάρξουν. Οι καθημερινές κινητοποιήσεις και οι βίαιες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα που έκαναν το γύρο του κόσμου (και κατονομάστηκαν ως εξέγερση) ήταν «τυφλή βία των κουκουλοφόρων», ο πυρήνας των οποίων «έχει διαμορφωθεί στους κόλπους του κράτους, από θύλακες μέσα και έξω από την Ελλάδα και επί ΠΑΣΟΚ και επί ΝΔ», ενώ «όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, σε κάποια φάση είναι δυνατόν να ξεφύγουν και από τον έλεγχο των αρχικών εμπνευστών τους που συντονίζονται από μυστικές υπηρεσίες»[5].

Εφαρμοσμένος οπορτουνισμός

Αν σε άλλες, ανώδυνες περιπτώσεις, η βία θα ανακηρυσσόταν πομπωδώς ως η μαμή της ιστορίας κι όποιος (Συνασπισμός) την απέρριπτε, θα στηλιτευόταν ως φορέας του αστικού πασιφισμού, υπερασπιστής της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, οπορτουνιστής που καλλιεργεί αυταπάτες, κ.ά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και στο βαθμό που ο Συνασπισμός στοχοποιείτο ως θωπεύων τις ερωτογενείς ζώνες των «κουκουλοφόρων»[6], η θεωρία του ΚΚΕ περί επαναστατικής βίας χρειαζόταν να τροποποιηθεί. Σε πείσμα της ιστορίας λοιπόν, στην πραγματική εξέγερση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι -προφητεία που, μεταξύ άλλων, καθιστά την εξέγερση στα προάστια της Γαλλίας (αυτήν που το ΚΚΕ χαιρέτιζε προ τριετίας) μη πραγματική.

Υπεύθυνες αναλύσεις και στάσεις όπως οι παραπάνω, άξιζαν και πήραν τα εύσημα του αστικού πολιτικού κόσμου: κοντά στα άλλα, η αναγωγή της αντιπαλότητας με τον ΣΥΡΙΖΑ σε κύρια αντίθεση στη συγκυρία και το συλλεκτικό διήγημα που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου ξεσπάει: «ένα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ»), ήταν επαρκείς λόγοι ώστε το ΚΚΕ να αποσπάσει τα συγχαρητήρια ακόμα και της ακροδεξιάς, δίνοντας στο μύθο της Συνέπειας και του «πέντε κόμματα, δύο πολιτικές» μιαν άλλη διάσταση: το ΚΚΕ ήταν σαφώς πια το ένα από τα τέσσερα κόμματα, εκπλήσσοντας μόνο όσους επί χρόνια εθελοτυφλούσαν.

Κομμουνιστικό κόμμα χωρίς κομμουνισμό

Το συμπέρασμα είναι μάλλον προφανές. Άλλοτε «απέναντι» κι άλλοτε σε ρόλο κατώτερο των αναγκών, του πολιτικού του βάρους και των οργανωτικών του δυνατοτήτων[7], το ΚΚΕ δεν έχει απλώς ξεκόψει από την υπόθεση του κομμουνισμού, αλλά σε κρίσιμες περιστάσεις στέκεται στον αντίποδα. Δεν πρόκειται βέβαια για «προδοσία» της ιστορίας του. Στην καμπή μιας αντιφατικής ιστορικής διαδρομής (που μόνο το ίδιο επιμένει να παρουσιάζει ενιαία και αδιάσπαστη), το ΚΚΕ αποτυγχάνει συστηματικά να συνδέσει την κομμουνιστική επαγγελία με την καθημερινή διεκδίκηση (με συνέπειες, συμμετρικά, τον προπαγανδισμό και τον τακτικισμό), φοβάται, αποθαρρύνει και συκοφαντεί κυνικά τους αγώνες που δεν καθοδηγεί, αναβιώνει το τραύμα του ’49 ενόψει κάθε σύγκρουσης απ’το Πολυτεχνείο μέχρι σήμερα, «προσαρμόζει», τέλος, τον κοινωνικό ανταγωνισμό στο πολιτικό-εκλογικό του όφελος, προσχωρώντας σ’ ένα μοντέλο «αυτοαναφορικού» κομματικού ανταγωνισμού, όπου η πολιτική σύγκρουση αδιαφορεί για τα επίδικα των κοινωνικών αγώνων, ενώ είναι σαφές ότι επηρεάζει την έκβασή τους[8].

Το τέλος του μύθου της Συνέπειας

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι ξένο στην αντιφατική ιστορία του ΚΚΕ, εν τούτοις ο Δεκέμβριος του 2008 σηματοδοτεί μια ποιοτική διαφορά: την ταυτόχρονη εμφάνιση όλων αυτών των στοιχείων σε μια οριακή συγκυρία όπου, αντίθετα μ’ ό,τι συνέβαινε κάποια χρόνια πριν (όταν η ρευστή κατάσταση στο Συνασπισμό και η περιορισμένη δυναμική της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς συντηρούσαν τον μύθο του), αυτά σήμερα δεν μπορούν να κρυφτούν. Η εξέγερση του Δεκεμβρίου έπληξε αποφασιστικά έναν μύθο που χτιζόταν με τα υλικά της Παράδοσης (και «επιχείρημα» τις εκσυγχρονιστικές αυταπάτες του Συνασπισμού της δεκαετίας του ’90), κατέδειξε τα όρια που θέτει στο ΚΚΕ η κοινωνική του σύνθεση και τους ισχυρούς δεσμούς του στο πολιτικό σύστημα και επιβεβαίωσε την κριτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς ότι ο σταλινισμός και η (δανεική…) ρητορική της ανυπακοής δεν αποτελούν εχέγγυα αγωνιστικότητας και επαναστατικής αφοσίωσης, αλλά στρέβλωση και εκτροπή του κομμουνισμού, καθ’όλα συμβατή με τα τοτέμ της αστικής κυριαρχίας: τη δημόσια τάξη, το κρατικό μονοπώλιο στη βία, το εθνικό συμφέρον και την ατομική ιδιοκτησία. Η αναμενόμενη πανηγυρική νεκρανάσταση του Στάλιν στο επικείμενο Συνέδριο του ΚΚΕ, δείχνει πως τα περιθώρια για διορθωτικές κινήσεις είναι πολύ στενά. Μακάρι οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του ΚΚΕ να μας διαψεύσουν.


[1] Εννοείται ότι για το ΚΚΕ, κι αυτή και κάθε άλλη κριτική ήταν (και είναι) «αντικομμουνισμός».

[2] Ότι η ενότητα είναι μέσο και όχι σκοπός, -ότι, δηλαδή, δεν είναι από μόνη της προωθητική και αριστερόστροφη-, το αποδεικνύει η εμπειρία του «Κοινού Πορίσματος ΕΑΡ-ΚΚΕ» και όσα την ακολούθησαν: συγκυβέρνηση’89, διπλή διάσπαση’91, αποστράτευση σημαντικού μέρους αγωνιστών-τριών, απαξίωση ΚΚΕ-ΕΑΡ, τόσο από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ όσο και από αυτόν της ριζοσπαστικής Αριστεράς…

[3] «Η «17Ν» δεν μπόρεσε να αποκτήσει στην Ελλάδα μαζική βάση. Έφαγε τα ψωμιά της και τώρα, άχρηστη πια με αυτή τη μορφή, κλείνει το μαγαζί. Κάτι θα φέρουν στη θέση της». Αλέκα Παπαρήγα, Ριζοσπάστης 24/9/2002 στο: Ηλίας Ιωακείμογλου-Σώτη Τριανταφύλλου, Αριστερή Τρομοκρατία, Δημοκρατία και Κράτος, εκδόσεις Πατάκη 2003

[4] Δεν ήταν, λοιπόν, στην εξέγερση του Δεκεμβρίου «η πρώτη φορά που η κριτική του ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν κριτική από τα δεξιά», όπως γράφτηκε στην Αυγή.

[5] Ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Για τις τελευταίες εξελίξεις με αφορμή τις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του 15χρονου, 9 Δεκεμβρίου 2008. Έχει ενδιαφέρον να παραβάλουμε τη στάση του ΚΚΕ με τη μαρτυρία του Στέργιου Κατσαρού για τα γεγονότα του ’65 («Εγώ ο προβοκάτρορας, ο τρομοκράτης»). Γράφει ο Κατσαρός: «Ο θάνατος του Σωτήρη (σ.σ.: Πέτρουλα) έδειχνε ότι η επαναστατική πρωτοπορία κινδύνευε πλέον σοβαρά από την αστυνομία, αλλά και από την κομματική ηγεσία της ΕΔΑ (…) Οι κατηγορίες για προβοκάτορες και χαφιέδες μπορούσαν να εξοντώσουν ηθικά και πολιτικά κάποιον αγωνιστή. Οι σκέψεις αυτές ήταν που οδήγησαν τους επαναστάτες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντίλια. Ο μηχανισμός της ΕΔΑ σκύλιαζε στη θέα αυτών των νέων με τα μαντίλια στα πρόσωπα. Τους αποκαλούσε κουκουλοφόρους, θέλοντας να τους παρομοιάσει με τους κουκουλοφόρους προδότες της κατοχής. Ωστόσο, παρά τις συκοφαντίες αυτές, τα πρόσωπα με τα μαντίλια γίνονταν διαρκώς περισσότερα» (σελ. 47).

[6] Το ΚΚΕ καταγγέλλει τις «θωπείες» του ΣΥΡΙΖΑ στους κουκουλοφόρους ως «ψηφοθηρική» και καιροσκοπική τακτική (δηλώσεις Παπαρήγα, στελεχών του κόμματος, ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής). Άσχετα αν οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν λόγο να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, ήταν επιεικώς γελοίο η σχετική ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ να κλείνει με προτροπή στο λαό και τη νεολαία «να δώσουν τώρα την απάντησή τους με τον αγώνα και την ψήφο τους» και να βρίσκονται σε (εκλογική) «ετοιμότητα».

[7] Το έχουμε ξαναγράψει και με άλλες αφορμές: η οργανωτική ανάπτυξη εγγυάται την αναγκαία «κρίσιμη μάζα», όμως δεν αντιστοιχεί ευθύγραμμα σε αναβάθμιση του ρόλου ενός υποκειμένου στον κοινωνικό ανταγωνισμό: η οργανωτική υπεροπλία δε συνεπάγεται νομοτελειακά πολιτική επικράτηση.

[8] Η προτεραιότητα της πολιτικής επί της κοινωνικής ισχύος αποτελεί σχήμα οικείο του σοσιαλδημοκρατικού βολονταρισμού, ο Γκράμσι ωστόσο δεν ήταν ποτέ το φόρτε του ΚΚΕ.

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Ενθουσιωδεις σκεψεις για την εξεγερση της γενιας μας (Αυγη, 3.1.2009)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Σε πείσμα ενός διάχυτου στο πολιτικό σύστημα, γλυκανάλατου ρετρό,  για το οποίο ό,τι συνέβη στην Ελλάδα μετά το 1973 δεν είναι παρά “υποσημειώσεις”, είχαμε προειδοποιήσει εγκαίρως ότι εξέγερση δεν είναι “αυτό” που συμβαίνει κάπου αλλού και κάποτε άλλοτε, όπως και ότι οι απόκοσμοι, ηρωικοί και πένθιμοι εξεγερμένοι των βιβλίων, στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα που να μην είναι του κόσμου τούτου. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξέραμε πώς και πότε -κυρίως δε, ποιοι και ποιες- “θα έπαιρναν (επιτέλους) το λόγο”. Το υπαινίχθηκε ο ίδιος ο Αλέκος Αλαβάνος -“νομίζετε ότι μας ακούνε;”, είπε: η έκταση, ο δυναμισμός και η κοινωνική σύνθεση του υποκειμένου της εξέγερσης αιφνιδίασαν προσδοκίες και ιδεολογικά σχήματα και αναμετρήθηκαν με τις “πολιτικές μας παραδόσεις” και τις οργανωτικές μας συνήθειες. Οι εξεγέρσεις, μ’ αυτή την έννοια, είναι “εκείνο” που συμβαίνει -και συνέβη- όταν τα πολιτικά σχέδια αποτυγχάνουν να προβλέψουν (και να καθοδηγήσουν) την ανοχή μιας κοινωνίας στις σφαίρες, τη διαφθορά, την επιχορηγούμενη τραπεζική τοκογλυφία και την ασφυκτική μείωση των νεανικών προσδοκιών. Εκεί που τελειώνει η ανοχή, αρχίζει -και άρχισε- η εξέγερση.

Αν ήμασταν άλλοι, θα έπρεπε να καταγγείλουμε αυτή την εξέγερση: που δεν ήρθε όταν και όπως την περιμέναμε, που δεν είχε επαρκές σχέδιο για την ανατροπή του καπιταλισμού, που δεν ήταν αγώνας τάξης εναντίον τάξης για να την πούμε αβασάνιστα ταξική και να μας δικαιώσει, που εξόργισε τους εκσυγχρονιστές διανοουμένους μας ξεδιπλώνοντας ένα ρεπερτόριο σύγκρουσης και επικοινωνίας ανοίκειο στην παραδοσιακή εργατική τάξη και τον μεσαίο χώρο, με λογικό επακόλουθο το μένος της διακαναλικής γκρούπας opinion leaders -αυτής που βρίσκουμε πάντα απέναντι, όποτε σκεφτούμε να βγούμε στον δρόμο. (Σημειωτέον ότι πρόκειται για δυσανεξία παροιμιωδώς αδιαφοροποίητη, είτε πρόκειται για μαθητικές καταλήψεις, τη “βεβήλωση” της Ακρόπολης με πανό και την “εισβολή” φοιτητών στη ΝΕΤ, είτε για εμπρησμούς πολυκαταστημάτων, οδομαχίες και ρίψεις μολότοφ). Αν ήμασταν άλλοι, θα έπρεπε να μην κατέβουμε στις 6 Δεκέμβρη στα Εξάρχεια, ή έστω να ρωτήσουμε την MRB τι θα πάθουν τα ποσοστά μας αν το κάνουμε. Ευτυχώς, δεν είμαστε άλλοι.

Όλη η Ελλάδα, έτσι, κατάλαβε ότι όχι, εμείς και “οι άλλοι” δεν είμαστε “όλοι ίδιοι”. Οι “άλλοι” έκαναν το λάθος να μιλούν για κρίση, χωρίς να την αντιστοιχήσουν με τις κοινωνικές διεργασίες που θα μπορούσε αυτή να πυροδοτήσει. Εθίστηκαν να μιλούν στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας (catch-all), την ίδια στιγμή που οι λεκτικοί διαξιφισμοί τους άφηναν απ’ έξω -όπως και οι πολιτικές τους- ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας, και που οι ίδιοι μεροληπτούσαν υπέρ των δυναμικών κοινωνικών μειοψηφιών που καθοδηγούν την “ανάπτυξη”. Ότι αδιαφόρησαν για τα απαιτούμενα θεωρητικά εργαλεία (τι να κάνουμε, δεν τα λύνουν όλα οι δημοσκοπήσεις…), προδιέγραψαν τα όρια των αγώνων πριν οι ίδιοι οι αγώνες εκδηλωθούν, υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες των στρατευμένων στο κράτος ιδεολογικών μηχανισμών και ήταν ήδη αρκετά κυνικοί για να ψυχαγωγούνται με μπάλα και μπουζούκια, λίγες ώρες μετά τον θάνατο ενός παιδιού από κρατική σφαίρα. Εκεί που ξεχειλίζει ο κυνισμός, αρχίζει -και άρχισε- η εξέγερση.

Πόσο γρήγορα, σε τι έκταση και ποιο βάθος θα αλλάξει τα πράγματα αυτή η εξέγερση, κανείς δεν μπορεί να το πει. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι αυτή είναι η μόνη ορατή δύναμη αλλαγής σε μια κατάσταση που πρέπει επειγόντως να αλλάξει. Και μας ενθουσιάζει, τόσο γι’ αυτό, όσο και γιατί όλο και περισσότεροι πια έχουν το αναγκαίο υλικό και δεν μπορούν παρά να πάρουν θέση, όπως συνήθως συμβαίνει στις κρίσεις. Να διαλέξουν. Όχι τι κόμμα είναι, αλλά με ποιους και με τι είναι μέσα στην κοινωνία. Κι έχει σημασία αυτό, ιδίως όταν αυτοί με τους οποίους είναι (είμαστε) δεν επιλέγουν τα πανό, τη γλώσσα και τις πρακτικές μας για να πουν “μην κάνετε πια ότι δεν μας βλέπετε”.

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Δυσκολοι οι καιροι… (Αυγη, 21.11.2008)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δε θέλω να γίνω μάντης κακών -και μάλιστα στο νέο ξεκίνημα της εφημερίδας-, αλλά τα πράγματα για την Αυγή είναι δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο καθημερινό φύλλο, αλλά και στο δυνατό της «χαρτί», το κυριακάτικο.

Για όσους και όσες παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον χώρο των εκδόσεων, είναι σαφές: η έλευση, μεθαύριο, μιας πολλά υποσχόμενης εφημερίδας (με την εγγύηση του εκδότη της, καταξιωμένου άνκορμαν του δελτίου των 8 και συστηματικού τηλε-συνδαιτυμόνα του κ. Καρατζαφέρη) δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τα πράγματα για την ιστορική εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς.

Φταίει βέβαια κι αυτή -μην τα ρίχνουμε όλα στους άλλους. Φταίει, στον βαθμό που δεν είναι διατεθειμένη (τι ακατανόητη εμμονή…) να προσφέρει ούτε καν ένα εκπτωτικό κουπόνι για μεγάλη αλυσίδα σούπερ-μάρκετ. (Πώς θα απαντήσουμε, κύριοι και κυρίες, στη σοβούσα κρίση; Μόνο με αναλύσεις;).

Φταίει, διότι, όντας δέσμια μιας αριστερίστικης ηθικής, αρνείται πεισματικά και να συζητήσει την παροχή ενός εισιτηρίου για τον κινηματογράφο. (Και πώς θα φέρουμε τους νέους και τις νέες στον δρόμο του οπορτουνισμού; Μόνο με καταλήψεις και διαδηλώσεις;).

Φταίει, διότι αδιαφορεί για τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής εργαζόμενων, μικρομεσαίων, αλλά και προοδευτικών αστών, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει μια έκπτωση σε γνωστό ινστιτούτο αδυνατίσματος και περιποίησης προσώπου, ώστε να ξανανιώσουν οι άνθρωποι, να μακροημερεύσουν και, παρεμπιπτόντως, να μας προτιμήσουν την ώρα της κάλπης.

Στην πολιτική (όπως και στη φύση -αλίμονο…), κύριοι και κυρίες της Αυγής, τα κενά δεν μένουν για πάντα κενά. Και όσα δεν κάνετε εσείς εξαιτίας του δογματισμού σας, έρχεται και τα κάνει ο αντίπαλος, που είναι δυναμικός, επινοητικός και ακομπλεξάριστος.

Θα μου πείτε ότι είστε με τα «κοινωνικά κινήματα», ότι τάχα η εφημερίδα πρέπει να τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ τους, να τα αναδεικνύει και να τους είναι χρήσιμη, ότι πρέπει να δώσει χώρο στους νέους και στον ΣΥΡΙΖΑ, κ.λπ, κ.λπ. Αυτά δεν τα καταλαβαίνει ο Πολίτης (όχι το περιοδικό∙ ο άλλος). Δεν θα πειστεί έτσι ο Πολίτης ότι είστε με το ενιαίο, αδιαίρετο και ομοούσιο Συμφέρον Του, ότι είστε στο πλευρό Του, ότι ανησυχείτε γι’ Αυτόν.

Αν πάτε και πείτε στον Πολίτη, που ανησυχεί για την εγκληματικότητα, ότι οι κρατούμενοι αγωνίζονται για αξιοπρέπεια και ελευθερία και ότι οι φυλακές είναι αποθήκες ανθρώπων, ο Πολίτης θα καταλάβει ότι δεν έχετε υπεύθυνη κυβερνητική πρόταση (όχι ως εφημερίδα∙ ως χώρος) και θα απογοητευτεί.

Αν πάτε και πείτε (στον Πολίτη πάντα) ότι δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί η Αττική Οδός πάνω στο κουφάρι του Υμηττού (διότι η Αττική Οδός έχει φρακάρει από την εγκληματική πριμοδότηση του αυτοκινήτου, άρα αυτή η τελευταία θα πρέπει να περιοριστεί χάριν των μέσων μαζικής μεταφοράς), ο Πολίτης θα σας προσπεράσει -και μάλιστα με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Αν επιμείνετε σε αναλύσεις τύπου «Ενθεμάτων», σαν να μη διδαχτήκατε τίποτα από την κουλτούρα του φρι πρες, ο Πολίτης θα συνεχίσει να σας γυρίζει την πλάτη. Κι αν δεν πολλαπλασιάσετε τα κείμενα που λένε ότι η Ολυμπιακή πρέπει να δοθεί κοψοχρονιά στους ιδιώτες και ότι δεν μπορούμε να κωφεύουμε στις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ, ο Πολίτης θα σας παρατήσει -και δικαίως. Το τελευταίο CD που του προσφέρατε, εξάλλου, ήταν πριν από τρία χρόνια (και τι προσφορά: η ανατροπή του Αλιέντε…).

Αν η Αυγή ξεφύγει από μέινστριμ δημοσιογραφικά πρότυπα, αν αποκτήσει ένα σοβαρό ρεπορτάζ από τους εργατικούς χώρους, αν συστηματοποιήσει τη σχέση της με την αριστερή διανόηση και αν αξιοποιήσει τις καλύτερες «στιγμές» από την εμπειρία της δικής μας αριστεράς στις εκδόσεις, αν αποφύγει μια ουδέτερη αρθρογραφία, που θυμίζει ενίοτε δελτία ειδησεογραφικών πρακτορείων, κι αν ενθαρρύνει την κριτική σε βάρος των «βελούδινων» συνεντεύξεων και των «καθωσπρέπει» τοποθετήσεων, το πολύ-πολύ να γίνει μια αξιόπιστη και ελκυστική αριστερή εφημερίδα. Ε, και λοιπόν; Σιγά το πράγμα.



Το ΚΚΕ του 18ου: απελπισμενος και απελπιστικος σταλινισμος (Ενθεματα Κυριακατικης Αυγης, 16.11.2008)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


Οι αγώνες που περιορίζονται να διαφυλάξουν κάποιες κατακτήσεις, παρότι είναι αναγκαίοι, δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις. Μόνη διέξοδος και νομοτελειακή προοπτική παραμένει ο σοσιαλισμός
(Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, σελ. 36)

Κάθε δημόσια έκφραση που φέρει (καταχρηστικά ή μη) τα σημαίνοντα του κομμουνισμού –πόσο μάλλον η συνεδριακή διαδικασία ενός κόμματος με την ιστορία και το πολιτικό βάρος του ΚΚΕ- επιδρά στην «τάση» του κομμουνισμού, είτε ενισχύοντας και καταξιώνοντάς τη, είτε αποδυναμώνοντας και δυσφημώντας τη. Γι’ αυτό και μας ενδιαφέρουν τα συμπεράσματα που εκθέτει σήμερα το ΚΚΕ για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» και την πορεία της ΕΣΣΔ απ’ το 1917 ως το 1991: διότι «χρησιμεύουν» στη χάραξη της σύγχρονης στρατηγικής του κόμματος και τη συγκρότηση οργανώσεων και κομματικών στελεχών που μιλούν και πράττουν στο όνομα του κομμουνισμού, και διότι (δικαίως ή μη) επηρεάζουν την αντίληψη της κοινωνίας για το «κίνημα που καταργεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων από σήμερα». Από τη σκοπιά αυτή, λοιπόν, συμμερίζομαι τη θλίψη που κατέθεσε εδώ ο Στρατής Μπουρνάζος (26/10), με αφορμή την έκδοση των Θέσεων της Κ.Ε. του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό.

Σταλινική, βεβαίως. Αλλά «στροφή»;

Αυτό για το οποίο δεν είμαι σίγουρος είναι ότι το εν λόγω κείμενο σηματοδοτεί «στροφή» του ΚΚΕ στο σταλινισμό· αντίθετα, αυτό για το οποίο διακρίνεται η διάτρητη αυτή ανάλυση της ηγεσίας του κόμματος, είναι η …αυτοπεποίθηση με την οποία επιχειρεί να υπερασπιστεί και να αναδείξει επιλογές μιας υπερδεκαετούς πορείας -χονδρικά: από τα μέσα του ’90 μέχρι σήμερα. Αυτοπεποίθηση, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο α) ρισκάρει να θερίσει αντιδράσεις και κείμενα σαν αυτό του Γιώργου Ρούση, έτσι αλόγιστα που σπέρνει σταλινίνη και, κυρίως γιατί β) αναδεικνύει μια προφανή ασυνέχεια εφ’ όσον, για δεκαετίες μετά το ’56, το ΚΚΕ ταυτίστηκε αταλάντευτα μ’ ένα κόμμα (ΚΚΣΕ) και ένα υπόδειγμα σοσιαλιστικής οικοδόμησης (ΕΣΣΔ) που σήμερα «αναγνωρίζει» ως διαβρωμένα από τον οπορτουνισμό και το κυνήγι του κέρδους, ταξικά και θεωρητικά αποδυναμωμένα (σελ. 26). Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για επιλογή με σοβαρές πολιτικές συνέπειες.

Πρωτόγονος οικονομισμός

Μια από τις πλέον αναπόφευκτες, είναι η ταύτιση του ΚΚΕ μ’ έναν πρωτόγονο οικονομισμό. Διαβάζουμε, φέρ’ ειπείν, ότι «στην περίοδο 1917-1940 πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής» (Θέση 13)· δεδομένου όμως ότι «σε μια χώρα όπως η Ρωσία του 1917-1921»[1] ήταν «αναπόφευκτη» η εφαρμογή μιας πολιτικής «διατήρησης σε ορισμένη έκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής» (Θέση 14), η κατάργηση θα πρέπει να επετεύχθη μεταξύ 1921 και 1940. Χρειάστηκε ωστόσο, «μια νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920» για να αντικατασταθεί η Νέα Οικονομική Πολιτική (διατήρησης καπιταλιστικών σχέσεων) (Θέση 15)[2]. Κι αν δεχτούμε, όπως το κάνει το ΚΚΕ –σιωπηρά, αλλά αναγκαστικά- το σταλινικό Σύνταγμα του 1936, το οποίο αναγγέλλει την κατάργηση των ανταγωνιστικών τάξεων[3], τότε η «ολοκληρωτική» κατάργηση του καπιταλισμού φαίνεται να υλοποιήθηκει μέσα σε οχτώ χρόνια, στο διάστημα 1928-1936, χάρη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και παρά την καθυστέρηση των σχέσεων παραγωγής (Θέση 18)! Όμορφο και γρήγορο δεν ακούγεται;

Αποθέωση, αντί απονέκρωσης του κράτους

Σε ό, τι πάλι αφορά στην ομολογούμενη καθυστέρηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, αυτή συνδέεται προνομιακά με τον κεντρικό σχεδιασμό (σελ. 19), όπως άλλωστε και τα δεινά που επέφερε το προοίμιο της οπορτουνιστικής επικράτησης -λέγε με 20ο Συνέδριο-, εξαιτίας του οποίου «κλιμακώθηκε» η αποδυνάμωση του κεντρικού σχεδιασμού (σελ. 21). Το πάθημα έγινε μάθημα για το ΚΚΕ: στη σύγχρονη σοσιαλιστική στρατηγική του «στόχος είναι σταδιακά όλο το προϊόν να κατανέμεται μέσω ενιαίου κρατικού μηχανισμού» (σελ. 39), δεδομένου άλλωστε ότι η λειτουργία της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι «οργανωτική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, διαπαιδαγωγητική, αμυντική, υπό την καθοδήγηση του Κόμματος» (σελ. 41: δεν ξεφεύγει τίποτα!). Το Κόμμα που καθοδηγεί το υπερκράτος είναι (αλίμονο…) ένα και μοναδικό και ρόλος του είναι να δώσει πνοή στην απελπιστική νοσταλγία της δεκαετίας του ’30, για την οποία γράφουν οι Resnick και Wolff: «τα πιστά στον Στάλιν κρατικά και κομματικά στελέχη (…) προήγαγαν το κράτος σε μοναδική κινητήρια δύναμη της μετάβασης στον κομμουνισμό. Κανένα άλλο μαρξιστικό κίνημα δεν είχε ως τότε αποδώσει τόσο πρωταρχική σημασία για την επίτευξη του κομμουνισμού σε έναν πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό. Ο σταλινισμός ανήγγειλε την κατάργηση των τάξεων [κι έτσι] τα κρατικής ιδιοκτησίας εργοστάσια και η κολλεκτιβοποιημένη γεωργία μπορούσαν πλέον να αξιοποιήσουν τις παραγωγικές τους δυνατότητες κάτω από και χάρη στη διοίκηση και τον έλεγχο του κράτους»[4].

Συνεχίζοντας όμως στη ρότα των «Θέσεων», η γιγάντωση του κράτους σε μια περίοδο «ολοκληρωτικής» κατάργησης των τάξεων (στην οποία «κανονικά» αυτό θα απονεκρωνόταν) παραμένει ανεξήγητη από την Κ.Ε. του ΚΚΕ. Και πρόκειται για σιωπή σημαντική, ιδίως υπό το πρίσμα της θεωρίας για το κράτος-εργαλείο-στα-χέρια-μιας-τάξης. Διότι, αν οι τάξεις καταργήθηκαν «ολοκληρωτικά», τότε α) ποια τάξη καταπίεζε ποιαν μέσω του κράτους και β) από πού ξεπήδησαν τα «ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα [που] είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο ΚΚ» της ΕΣΣΔ (Θέση 16, σελ. 16) και οδήγησαν το κόμμα στο δρόμο του οπορτουνισμού και της αντεπανάστασης –αρχής γενομένης, μάλιστα, απ’ το 19ο Συνέδριο του 1952, ζώντος δηλαδή του Στάλιν (!), οπότε και πρωτοδιατυπώνονται τα περί «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό (Θέση 29, σελ. 33);

Ακατανόητη εμμονή στη σοβιετική διανόηση

Πόσο «ολοκληρωτική» ήταν η εξάλε ιψη των καπιταλιστικών σχέσεων αν η κομμουνιστική εξουσία στην ΕΣΣΔ υπήρξε –όπως τη θέλει η Κ.Ε. του ΚΚΕ- από τη γέννησή της εξαρτημένη «από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης» (Θέση 22, σελ. 27); Και πώς μπορούμε να απορρίψουμε τους Σερζ, Λούξεμπουργκ, Τρότσκι, Γκράμσι, Μπετελέμ, Πουλαντζά, Ρέσνικ και Χόμπσμπάουμ για να εμπιστευτούμε αποκλειστικά και μόνο τους «Σοβιετικούς» να μας πουν για τις ακρότητες της μεταβατικής διαδικασίας[5]; Πώς μπορούμε να το κάνουμε, αν «μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το ΚΚΣΕ βρέθηκε ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο» (Θέση 22, σελ. 26), λόγω των συνθηκών του πολέμου, των απωλειών και της απότομης αύξησης των μελών του, εξ αιτίας των οποίων υποχώρησε το επίπεδο πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης της ηγεσίας του (σελ. 27); Γιατί να μη θέλησαν «οι Σοβιετικοί» να αποκρύψουν ή να δικαιολογήσουν εκτροπές, στο όνομα της δυσκολίας των συνθηκών και της υπεράσπισης της επανάστασης;

Εν πάση περιπτώσει, για ποιον επαναστατικό σκοπό επιστρατεύτηκαν ως μέσα οι δίκες-τερατουργήματα, που οδήγησαν επαναστάτες στο απόσπασμα και πώς γίνεται να μην υπάρχουν «Σοβιετικοί» να τις στηλιτεύσουν; Μήπως «διάβαζαν» τότε, μαζί με το ΚΚΕ; Αρκεί η μαρτυρία του αμερικανού πρέσβη στη Μόσχα Τζ. Ντέιβις[6] για να δικαιολογηθεί μια πολιτική δολοφονία όπως αυτή του Μπουχάριν; Και πώς μπορεί να ξεμπερδεύει ένα κομμουνιστικό κόμμα χαρακτηρίζοντας ως «υπερβολές»[7] εγκληματικές πρακτικές που, πίσω κι απ’ αυτές ακόμα τις αστικές δικονομικές εγγυήσεις, διαμόρφωσαν ένα δικαστικό σύστημα χωρίς «καμιά προστασία [για τον] κατηγορούμενο» (σελ. 17);

Κατά λάθος δικαιολόγηση της «άλλης όχθης»

Αν ισχύουν οι παραδοχές του ΚΚΕ για την μετά το ’53 περίοδο, τότε η ανάλυση του ευρωκομμουνισμού για τις ιδιαιτερότητες της Δυτικής Ευρώπης -και άρα της στρατηγικής των ευρωπαϊκών ΚΚ-, είτε «προσχηματική (όπως τη θέλει η Θέση 29), είτε όχι, δεν ήταν άραγε το ίδιο τουλάχιστον θεμιτή όσο και η πρόσδεση σ’ ένα ΚΚΣΕ «διαβρωμένο απ’ τον οπορτουνισμό» – άρα ανίκανο να επιτελέσει τον επαναστατικό-καθοδηγητικό του ρόλο; Δεν ήταν αν μη τι άλλο «λογική», εφ’ όσον το ΚΚΣΕ φέρεται να είχε χάσει την προωθητική του δύναμη απ’ τη δεκαετία του ’50, η αυτονόμηση των κομμάτων εκτός ΕΣΣΔ και η αποκοπή τους από ένα όλο και πιο «οπορτουνιστικό», αντιεπιστημονικό και μη επαρκώς ταξικό κόμμα;

***

Το ΚΚΕ δεν μπορεί πια να αντλεί το ηθικοπολιτικό του κύρος από τη βαρβαρότητα των αντιπάλων του, την αναξιοπιστία των δυνάμει συμμάχων του και την αυτοθυσία των μελών του. Το γεγονός αυτό, μαζί με την εκκωφαντική του απουσία από τις σημαντικότερες μάχες των τελευταίων χρόνων, το υποχρεώνουν σε μια «σκληρή» για την εποχή επιλογή, όσο βέβαια και «άνετη» (νοσταλγία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, κυνική αδιαφορία απελπισμένου σε ό, τι αφορά τους αγώνες, νομοτελειακή θεώρηση της ιστορίας, «επιστημονικοποίηση» θεωρητικών σχημάτων υποταγμένων στις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες: πολιτικός και θεωρητικός οπορτουνισμός). Πρόκειται, ωστόσο, για ριψοκίνδυνη επιλογή που αφορά συνολικά την Αριστερά και το ενδεχόμενο μαζικής αποστράτευσης ανθρώπων (κυρίως νέων) απρόθυμων να υπηρετήσουν επί μακρόν ένα πρότυπο πολιτικής πρακτικής συνώνυμο της ακαμψίας, του σταχανοβισμού και της αυτοαναφορικότητας. Τούτων δοθέντων, αυτό στο οποίο ειλικρινά ελπίζουμε, είναι αυτή την κατηφόρα να τη σταματήσουν το συντομότερο αγωνιστές και αγωνίστριες που υποψιάζονται  τον κίνδυνο μουσειοποίησης και εξάρθρωσης του κόμματός τους.


[1] Για την οποία βαρύνουσας σημασίας, σύμφωνα με την ίδια την ΚΕ του ΚΚΕ, είναι η ιστορική κληρονομιά, «από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής της καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της» (Θέση 22).

[2] Σε τι καθεστώς παραγωγικών σχέσεων, άραγε, αναπτύχθηκαν αυτές οι τρομερές παραγωγικές δυνάμεις;

[3] Γ. Ρούσης, παραπέμποντας στο Ι. Στάλιν, Ζητήματα Λενινισμού», Έκδοση Καμπίτση, σελ. 675 και 679. Βλ. και Δημήτρης Μπελαντής, Οι συνέπειες του οικονομισμού, Θέσεις, τεύχος 101

[4] S.A Resnick-R.D. Wolf, Ταξική Θεωρία και Ιστορία, Καπιταλισμός και Κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ, Ελληνικά Γράμματα (μτφρ. Θανάσης και Βίκτωρας Τσακίρης), σελ. 483-484

[5] «Έγιναν ακρότητες; Εγώ σου λέω ότι μπορεί και να έγιναν. Αυτό θα μας μείνει σύντροφοι από εκείνη την περίοδο; Και στο κάτω κάτω ας τα πουν οι ίδιοι οι Σοβιετικοί, είμαστε εμείς μέσα στην ΕΣΣΔ, το ’30 και το ’35 να ξέρουμε; Πάμε να βγούμε απέξω και να κάνουμε τους έξυπνους; Ε, δεν είμαστε», θα πει η Αλέκα Παπαρήγα σε παρουσίαση των Θέσεων στην Πάτρα, Ριζοσπάστης, 6/11/2008

[6] Θέση 16, υποσημείωση 18, σελ. 17

[7] ό.π.



Αλλο αλληλεγγυη, αλλο κυβερνητικη φιλανθρωπια (Αυγη, 21.10.2008)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Πριν λίγες βδομάδες, ο Δήμος Βύρωνα και το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών διοργάνωσαν ένα τριήμερο συζητήσεων και εκδηλώσεων για τους μετανάστες, με τη συμμετοχή μεταναστευτικών κοινοτήτων, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, του σωματείου εργαζομένων του δήμου, δημοσιογράφων όπως η Ιωάννα Σωτήρχου και ο Στέλιος Κούλογλου, αλλά και εκπροσώπων του χώρου μας -ήταν εκεί ο Φώτης Κουβέλης, ο Γρηγόρης Ψαριανός και, στο κλείσιμο του τριημέρου, ο Αλέξης Τσίπρας.

Οι εκδηλώσεις είχαν θετική ανταπόκριση, τέθηκαν πάμπολλα ζητήματα, ενώ ο δήμαρχος -που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, αλλά είναι της άποψης «ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, μόνο μπροστά»- δεσμεύτηκε ότι θα εγγράψει στα δημοτολόγια τους μετανάστες και ότι τα μαθήματα ελληνικών, που παρέχει ο δήμος, θα συνεχιστούν.

Από κάθε άποψη, επρόκειτο για ένα πολιτικό γεγονός που ξεπέρασε τα όρια του Βύρωνα -μια τέτοια εκδήλωση, εξάλλου, θα ήταν αδιανόητη πριν από μερικά χρόνια, και μάλιστα υπό την αιγίδα ενός δημάρχου υποστηριζόμενου από τη δεξιά. Είπαμε «από κάθε άποψη»; Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών απέσυρε τη συμμετοχή του (βλ. Εποχή, 5/10/2007), μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς φώναξαν συνθήματα για τα είκοσι χρόνια θερμής ελληνικής φιλοξενίας («εκπυρσοκροτήσεων», μαύρης εργασίας, απελάσεων), ενώ και ο Αλέξης Τσίπρας εξήγησε ότι τα προβλήματα των μεταναστών δε θα λυθούν χάρη στη φιλανθρωπία.

Είναι όλοι οι παραπάνω τόσο μίζεροι και ιδεοληπτικοί που τίποτα πια δεν μπορούν να εκτιμήσουν; Περιοριζόμενος να μιλήσω για τον δικό μας χώρο, νομίζω ότι θα ήταν μικροψυχία να μην πιστώσουμε στον δήμαρχο τη διοργάνωση, μόνο και μόνο γιατί ο ίδιος δεν ανήκει στην αριστερά. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι στήθηκε ένα ολόκληρο τριήμερο αποκλειστικά διότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες θα ψηφίσουν στις δημοτικές εκλογές ή ότι λέει ψέματα ο Νίκος Χαρδαλιάς όταν, ως …αριστερός της δεξιάς, «[διεκδικεί] ανοιχτή, πολυπολιτισμική κοινωνία». Ο ιδεολογικός λόγος δεν είναι «ψέμα»: αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο δήμαρχος του Ζωγράφου δεν είναι σε θέση να πει (και να κάνει) κάτι τόσο «υποκριτικό».

Αλλού είναι το πρόβλημα -και είναι αρκετά σοβαρό για να το παρακάμψουμε, μην και μας πούνε γκρινιάρηδες. Το πρόβλημα είναι ότι ο φιλελεύθερος πλουραλισμός, που εκπροσωπεί και υπηρετεί ο δήμαρχος, είναι τόσο ευρύς ώστε χωράει μέχρι και αυτούς που στήνουν ναρκοπέδια στα σύνορα, που εκπονούν την πολιτική των απελάσεων, καταργούν πρακτικά το άσυλο και πολλαπλασιάζουν τα κρατητήρια της ντροπής, ασπαζόμενοι και υλοποιώντας, εν τέλει, τον σαρκοζισμό~ χωράει τρία υπουργεία και κυβερνητικούς εκπροσώπους όπως η προσκεκλημένη (αλλά απούσα, τελικά) Ντόρα Μπακογιάννη, που ενθουσιάζουν το ΛΑΟΣ δηλώνοντας πως «δεν χωράει ούτε ένας λαθρομετανάστης».

Ο φιλελεύθερος και φιλάνθρωπος αντιρατσισμός χωράει, λοιπόν, τους πάντες: «συμβιβάζει» θύτες και θύματα (τσιφλικάδες και εργάτες γης, αφεντικά και ανασφάλιστους, αρχιτέκτονες της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και ακτιβιστές για τα δικαιώματα των μεταναστών), ξεπλένει τους πρώτους στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ της «κοινωνίας των πολιτών» (εν προκειμένω του Βύρωνα) και εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι δεύτεροι χρειάζονται άμεσες λύσεις και δυνατούς συμμάχους. «Δεν έχουν ακόμα και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δικαίωμα λόγου;», θα πουν κάποιοι, ανοήτως, λες και το πρόβλημά μας είναι ο λόγος των κυβερνητικών, όχι τα πεπραγμένα τους.

Ας είμαστε ξεκάθαροι. Ο ρατσισμός είναι απόρροια της κοινωνικής-ταξικής θέσης των μεταναστών και μιας εγχώριας πολιτισμικής κατασκευής που τους αποκλείει ως «ξένους». Ο φιλάνθρωπος αντιρατσισμός μπορεί να μιλά και να πράττει μόνον ως προς το δεύτερο σκέλος, αλλά το πρώτο κάνει πως δεν το βλέπει. Δε βλέπει, δηλαδή, ότι στην Ελλάδα ο «ξένος» επιχειρηματίας δεν είναι καθόλου ξένος και ότι παντού υπάρχουν και καλοδεχούμενοι μετανάστες -είναι αυτοί που η κ. Μπακογιάννη βλέπει ως «εργαλείο ανάπτυξης». Από τη σκοπιά αυτής της «ανάπτυξης», από τη σκοπιά της «εθνικής οικονομίας» και εξαφανίζοντας μαγικά τις σχέσεις εξουσίας μέσα στη συναίνεση της κοινωνίας των πολιτών, ο φιλάνθρωπος αντιρατσισμός είναι και με το ανθρώπινο εμπόρευμα («εργαλείο ανάπτυξης») και με το δουλοκτήτη. Σα να λέμε «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά».

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Στις 17 Μαϊου διαδηλωνουμε στην πολη των Σκοπιων (Αυγη, 11.5.2008)

Την Άνοιξη του 1992, μια ομάδα συντρόφων και συντροφισσών από την αριστερά και την άκρα αριστερά συγκροτούν την Αντιπολεμική Αντιεθνικιστική Συσπείρωση. Είναι η εποχή που η καθολική κρίση του ομοσπονδιακού καθεστώτος και οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί έχουν βάλει την ενιαία Γιουγκοσλαβία σε τροχιά διάλυσης.
Η ομάδα εκδίδει βιβλία, μοιράζει προκηρύξεις, οργανώνει εκδηλώσεις και διεθνείς καμπάνιες, συνδέεται με τους αντιρρησίες συνείδησης, τους χιλιάδες φυγόστρατους, τις φεμινιστικές οργανώσεις της περιοχής… υποστηρίζει, πολιτικά και ιδεολογικά, μια δύσκολη μάχη, ενάντια στον δικό «μας» εθνικισμό, τις πατριωτικές ή ευρωκεντρικές εμμονές της αριστεράς, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.
Εποχές μακεδονικής υστερίας: τον Μάιο του 1992, τέσσερα μέλη της «Συσπείρωσης» καταδικάζονται για το μοίρασμα φυλλαδίου με τίτλο «Οι γειτονικοί λαοί δεν είναι εχθροί μας». Το σκεπτικό της απόφασης, ενδεικτικό του κλίματος: «Διέσπειραν ψευδείς ειδήσεις και φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες και φόβο στους πολίτες, να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας».
Έχει περάσει καιρός από τότε. Στις μέρες μας, τα συλλαλητήρια που ζητούσαν σύνορα με τη Σερβία (διάλυση, δηλαδή, της ΠΓΔΜ) έχουν χάσει την αίγλη τους, αλλά το 66% της κοινής γνώμης στην Ελλάδα ακόμα δεν διανοείται ότι οι γείτονές του θα αποκαλούνται «Μακεδονία», γιατί αυτό είναι αλυτρωτισμός. Την ίδια στιγμή, από ακροδεξιά και μετα-αυριανιστικά έντυπα μέχρι τον φιλοκυβερνητικό τύπο, ιερείς, νομάρχες, υπουργούς και την ίδια την κρατική ΝΕΤ (βλ. δελτίο ειδήσεων 4.5.2008), διαβάζουμε και ακούμε για το «κρατίδιο»… Αυτό, βεβαίως, δεν είναι σωβινισμός, αλλά περήφανη και υπεύθυνη διαχείριση των εθνικών μας θεμάτων.
Πρόσφατη συνέντευξη της υπουργού Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη στην «Απογευματινή» εξηγεί πώς έχει η κατάσταση σήμερα: Αν τα Σκόπια συναινέσουν σε κοινά αποδεκτή ονομασία, η Ελλάδα θα δώσει 75 εκατ. ευρώ για οδικό άξονα που θα συνδέει τη γειτονική χώρα με την Ελλάδα και την Ε.Ε., ενώ θα χρηματοδοτήσει επιχειρηματικές μονάδες και θα καταργήσει τη βίζα.
Δεκαέξι χρόνια μετά τις μέρες της μακεδονικής ελληνοφρένειας, δεκαέξι χρόνια από την ίδρυση της βραχύβιας αλλά υποδειγματικής «Συσπείρωσης», η Αντιεθνικιστική Αντιμιλιταριστική Πρωτοβουλία πιάνει το νήμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης καλώντας στην πόλη των Σκοπίων, από κοινού με οργανώσεις της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, σε μια συνάντηση ενάντια στο ΝΑΤΟ, τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό (το κάλεσμα δημοσιεύεται στη «Αυγή» της 11/5/08, στη σελίδα 26).
Τι προσπαθούμε να κάνουμε μ’ αυτήν την πρωτοβουλία; Τίποτα περισσότερο από αυτό που έκανε ανέκαθεν η αριστερά στις καλύτερες μέρες της, όταν επρόκειτο για τα «εθνικά»: ψάχνουμε τους συντρόφους μας, τους δικούς μας ανθρώπους. Πάμε να συναντήσουμε και να ακούσουμε αυτούς που πασχίζουν για την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την πολυεθνική συμβίωση στη γειτονιά μας, που υποφέρουν από τον δικό «τους» εθνικισμό, που δεν είναι αρκετά πατριώτες για να σκοτώσουν για την πατρίδα τους, που αντιπαλεύουν την καταπίεση των μειονοτήτων και απεχθάνονται το ΝΑΤΟ.

Πάμε, όμως, και να τους μιλήσουμε. Να τους πούμε ότι, όπως αυτοί, έτσι και εμείς δεν αναζητούμε τα φυλετικά μας ίχνη στον Βουκεφάλα, δεν μας αρέσει που είμαστε στο ΝΑΤΟ, δεν θέλουμε να ξεχάσουμε την ελληνική υπογραφή στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του ’99, δεν κάνουμε τα στραβά μάτια στη λεηλασία της περιοχής απ’ το ελληνικό κεφάλαιο. Να τους πούμε για τους πρόσφυγες του Εμφυλίου που δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, γιατί η άλλη όψη του εθνικισμού είναι ο αντικομμουνισμός και γιατί το ελληνικό κράτος δεν ξέκοψε ακόμα απ’ το μετεμφυλιακό παρελθόν του. Να τους πούμε ότι η συμπληρωματικότητα των αντίπαλων εθνικισμών μάς επιβάλλει να είμαστε μαζί τους όντας εναντίον της δικής μας εθνικής κομπορρημοσύνης. Να τους πούμε, τέλος, ότι, χωρίς την αλληλεγγύη μας, την τρυφερότητα των λαών, καθένας είναι μόνος του σε δύσκολες μέρες.

Το ερχόμενο Σάββατο να είμαστε πολλές και πολλοί, για να ακουστούμε δυνατότερα.

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών



Υπαρχει θεση για τα κομματα στην «κοινωνια των πολιτων»; Υπαρχει θεση για την «κοινωνια» μεσα στα κομματα; (Εντος Εποχης, 30.3.2008)

TΩΝ ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΜΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου Αυγούστου και λίγες μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές, το «κίνημα» των μπλόγκερς καλεί σε μια σιωπηρή συγκέντρωση με μαύρα ρούχα στην πλατεία Συντάγματος. Δεδομένου του «ακομμάτιστου» χαρακτήρα της κινητοποίησης και της επικοινωνιακής στήριξής της από πολλά μέσα ενημέρωσης, η συγκέντρωση έχει ευρύτατη ανταπόκριση. Όλα πηγαίνουν όσο ήσυχα έχουν προβλεφθεί, μέχρι την είσοδο στην πλατεία των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με πανό και συνθήματα. Οι συγκεντρωμένοι γιουχάρουν τα πανό (αφού σπάνε την ομοιομορφία των μαύρων ρούχων και τον κώδικα σιωπής της συγκέντρωσης), ενώ τα μπλοκ των «ανεπιθύμητων», αδιαφορώντας για το πλαίσιο των διοργανωτών και το «επίπεδο ανάπτυξης» του οιονεί κινήματος, συνεχίζουν την προσπάθεια να τους πείσουν για το αναπόφευκτο του κομμουνισμού.

Οι σχέσεις έντασης κομμάτων – κινημάτων είναι κλασική τόσο στο θεωρητικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής. Οι κλασικοί ορισμοί εμμένουν στο επίπεδο των μορφολογικών διακρίσεων και των τυπικών δομών που προβλέπει το κυρίαρχο αστικό-δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και αναπαράγουν, ρητά ή άρρητα, το «φυσιολογικό» χαρακτήρα τους, παραγνωρίζοντας το ιδεολογικό-αξιακό και πολιτικό, άρα εγγενώς συγκρουσιακό, φορτίο τους: κόμματα (που-διεκδικούν- την-πολιτική-εξουσία) και κινήματα (που-επιδιώκουν-μεταρρυθμίσεις) απλώς υπάρχουν το ένα απέναντι απ’ το άλλο, και καθένα από αυτά είναι για το άλλο το εξωτερικό του.

Στο πλαίσιο των ίδιων θεωρήσεων, η εξουσία εντοπίζεται και εξαντλείται στην κρατική εξουσία και αλλαγές ευρέως φάσματος ή και συνολικές ανατροπές παραμένουν εκτός συζήτησης, μολονότι οι τελευταίες αποτελούν τις πλέον καταστατικές συνθήκες της νεωτερικότητας (η ίδια η Γαλλική Επανάσταση, «θεσμοθετώντας» τη ρευστότητα των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και θεσμών, αποτέλεσε το πιο ισχυρό τεκμήριο για τη δυνατότητα του πλήρους μετασχηματισμού των κοινωνικών συστημάτων…).

Η δυνατότητα συνολικών ανατροπών αμφισβητείται ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια, ιδίως από όσους υποστηρίζουν ότι ο κύκλος της νεωτερικότητας έχει πλέον κλείσει και ότι οι απόπειρες συνολικής ενατένισης του κοινωνικού στις σύγχρονες (δηλαδή εξατομικευμένες) κοινωνίες συνιστά ματαιοπονία, αν όχι ροπή προς τον ολοκληρωτισμό. Είναι φανερό ότι γι’ αυτού του είδους τις αναλύσεις, τα κόμματα –και δη της αριστεράς- δεν αποτελούν παρά αναχρονιστικά μορφώματα, δέσμια του «κρατισμού» παλιότερων εποχών και προσκολλημένα σε «ξεπερασμένες» συλλογικές ταυτότητες, με πρώτη από αυτές την ταξική. Το μόνο άξιο λόγου υποκείμενο είναι πια η «κοινωνία των πολιτών».

Στα συμφραζόμενα της συζήτησης περί «κοινωνίας των πολιτών», το πολιτικό σύστημα και η δημόσια σφαίρα γίνονται αντιληπτά ως πλήρως διακριτά πεδία με εν πολλοίς προκαθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες. Η πολιτική εξουσία και το συναφές κομματικό σύστημα είναι περίπου αδιαμφισβήτητα και ακλόνητα, ενώ ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών -στις ευτυχέστερες των περιπτώσεων- περιορίζεται σε διορθωτικές κινήσεις του συστήματος με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Συνηθισμένη πρακτική, σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι η εκχώρηση κρατικών λειτουργιών κοινωνικής μέριμνας στις διάφορες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών: κατακτήσεις ενσωματωμένες μέχρι πρότινος στο θεσμικό πλαίσιο, μετατρέπονται σταδιακά σε «πρωτοβουλίες»  και φιλανθρωπία. Διόλου τυχαία, η συνεισφορά διαφόρων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στο λεγόμενο μετασοσιαλιστικό κόσμο ή τις χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν ήταν παρά αυτή της εγγύησης της ανάπτυξης στις κοινωνίες αυτές, με όρους (βεβαίως) νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Από τη σκοπιά της αριστεράς, το ενδιαφέρον είναι ότι η μονομέρεια και η δήθεν ταξική ουδετερότητα (στην πραγματικότητα, μεροληψία) της «κοινωνίας των πολιτών» στην τρέχουσα εκδοχή της, δεν αποβαίνει υπέρ των κομμάτων, δεν τα δικαιώνει αυτομάτως, όσο επαναστατικά ή ριζοσπαστικά κι αν δηλώνουν κάποια από αυτά.

Τι πάει στραβά; Αρκεί μόνο ότι τα κόμματα δομούνται σε εθνική βάση σε καιρούς που το εθνικό κράτος υποσκελίζεται από τους «θεσμούς της παγκοσμιοποίησης»; Κατά τη γνώμη μας, όχι. Αν πολιτική είναι ένα σύνολο πρακτικών που τροποποιούν τις σχέσεις εξουσίας και αν επανάσταση είναι η ριζική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και συνεπώς και του θεσμικού πλαισίου, ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε α) για τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις εξουσίας αναπαράγονται στο κατώφλι των αριστερών κομμάτων και β) για τους τρόπους διευθέτησης των ορίων που θέτει η μορφή «κόμμα» σε περιόδους ραγδαίων κοινωνικών διεργασιών, ιδίως υπό το πρίσμα της παραδοχής ότι τα κόμματα αποτελούν μέρος του (αστικού) κρατικού μηχανισμού, με όλους τους περιορισμούς που θέτει ο τελευταίος.

Η φιλελεύθερη αντίληψη περί πολιτικής περιορίζει τις σχέσεις εξουσίας στους θεσμούς και το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι (κυβέρνηση, κόμματα). Το πολιτικό, όμως (η πολιτική βαθμίδα) δεν είναι εκτός «κοινωνίας»: ούτε ο κρατικός μηχανισμός μας έπεσε στο κεφάλι απ’ τον ουρανό, ούτε οι πολιτικές οργανώσεις είναι μεταφυσικές οντότητες. Το κράτος είναι μια μορφή θεσμικής ολοκλήρωσης των κοινωνικών σχηματισμών και οι πολιτικές οργανώσεις δεν είναι τίποτε άλλο από συλλογικότητες που διεκδικούν την ηγεμονία στο πλαίσιό τους. Όπως όμως η πολιτική εξουσία και η ηγεμονία «προέρχονται» από την κοινωνία και ασκούνται στο πλαίσιό της, έτσι, και παρά τον ανταγωνιστικό προς την αστική κυριαρχία χαρακτήρα τους, ακόμα και αντιπαραθετικά εγχειρήματα, όπως τα αριστερά κόμματα, είναι δυνατό να αναπαράγουν στο εσωτερικό τους πρακτικές που προσιδιάζουν στα αστικά κόμματα, πόσο μάλλον όταν τα πρώτα δομούνται στα πρότυπα των τελευταίων.

Δεν πρόκειται για κάποιου είδους ροπή στην «προδοσία». Η επιδίωξη της πολιτικής ηγεμονίας και η σύνδεση της κοινωνικής χρησιμότητας με την αποτελεσματικότητα ως προς το πολιτικό επίδικο, υποχρεώνουν τα κόμματα να λειτουργούν ως κέντρα μονοπώλησης της πολιτικής και της (αντι)εξουσίας και να αμβλύνουν τις διαφορές που εμφανίζονται στο εσωτερικό τους ως αντανακλάσεις της κοινωνικής πολυπλοκότητας, χάριν της «ισοδυναμίας» και του «αποτελέσματος»: η ομογενοποίηση (περιστολή της κοινωνικής συνθετότητας κατά τον Μπαλιμπάρ: εκεί που το κράτος βλέπει παντού «πολίτες», η Αριστερά μιλάει μόνο για «εργάτες», «νέους», κλπ), ανάγεται σε κανόνα κομματικής επιβίωσης.

Έτσι, στον αγώνα για την ηγεμονία και την αποκατάσταση της «μεγάλης αφήγησης», πρακτικές και ευαισθησίες που θεωρούνται πολλές φορές «δευτερεύουσες», οριακά «περιθωριακές» ή ανεπίτρεπτα πολυτελείς, αποκλείονται, ώστε τελικά να θεωρείται ως «ταξική» μόνο η πάλη με οικονομικό επίδικο[1]. (Ο ίδιος ο Λένιν πάντως, την ίδια στιγμή που υποστήριζε ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι ενιαίο και αρραγές, υποδείκνυε την πολλαπλότητα των ανταγωνιστικών πρακτικών και στηλίτευε τις θέσεις που περιορίζονταν στον «οικονομικό αγώνα απέναντι στο κράτος»).

Σε καιρούς επανόδου –με αντιφατικό τρόπο- των «μεγάλων αφηγήσεων», είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι μια «αφήγηση» γίνεται όντως «μεγάλη» όταν καταφέρνει να είναι ανθεκτική, άρα συνθετική. Η πλήρης ομογενοποίηση δεν επιτρέπει τη συγκρότηση μιας σταθερής ταυτότητας, γιατί αδιαφορεί να συνθέσει τις «διαφορές» ˙ είναι πάνω σ’ αυτήν την περιστολή των διαφορών που η σύγχρονη εκδοχή της «κοινωνίας των πολιτών» κερδίζει έδαφος και που «το κίνημα γίνεται το παν, ενώ ο στόχος τίποτα».

Αν η κοινωνική απελευθέρωση συνδέεται με την «απονέκρωση του κράτους», μια κομματική δομή που προσιδιάζει στο αστικό κράτος (ιεραρχία, καταμερισμός, ομογενοποίηση) δεν μπορεί παρά να επερωτάται διαρκώς, επί ποινή οριστικής αποσύνδεσής της από την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Η δυνατότητα επερώτησης αυτών των δομών δεν μπορεί παρά να ανιχνεύεται στο πλαίσιο των κοινωνικών κινημάτων, στο βαθμό που αυτά δρουν και ταυτόχρονα «υπερβαίνουν» (όπως το θέτει ο Πουλαντζάς), τον ορίζοντα του κράτους.

Από την παρισινή Κομμούνα μέχρι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, τα ιστορικά παραδείγματα κινημάτων που επιχείρησαν να ανατρέψουν πλευρές της κυριαρχίας ή την κυριαρχία συνολικά είναι πολλά ανά τον κόσμο. Τα στοιχεία που ενοποιούν τόσο διαφορετικά κινήματα, εκτός βεβαίως από το χειραφετητικό τους πρόταγμα, είναι η πολλαπλότητα των υποκειμένων που έδρασαν στο εσωτερικό τους, οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους και το γεγονός ότι οι μορφές διεκδίκησης των αγώνων αυτών υπερέβαιναν τα θεσμισμένα όρια του αστικού κράτους (ως προς τη δομή και τις πρακτικές τους), ακόμα και στις περιπτώσεις που το ζήτημα της εξουσίας δεν ετίθετο ευθέως. Τα κινήματα αυτά πήγαν «πέρα» από το κράτος της εποχής τους, επιτυγχάνοντας καίριας σημασίας μετασχηματισμούς στο εσωτερικό του.

Από τη σκοπιά της αριστεράς λοιπόν, και σε αντιπαράθεση με τις κάθε λογής αμφισημίες, την αυτάρκεια και τη μονομέρεια της «κοινωνίας των πολιτών», μια στρατηγική για το δημοκρατικό σοσιαλισμό οφείλει να διερευνά συνεχώς τις αντιφάσεις και τα όρια της μορφής «κόμμα», ρωτώντας πώς αυτό μπορεί να ενδυναμώσει, όχι αφηρημένα την επιρροή του, αλλά την τάση του κομμουνισμού.


[1] Ο λόγος, βεβαίως, για τον οποίο μια ορισμένη αριστερά θεωρεί ως υλισμό «την ύλη» σχετίζεται με την επικράτηση του θετικισμού, σε βάρος του μαρξισμού που οι ίδιες οι μαρξιστικές οργανώσεις επικαλούνται…