Για την εξέγερση στη Βρετανία

Του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος απ΄ όταν ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Νικ Κλεγκ προβαλλόταν περίπου σαν η ελπίδα των φτωχών και των μειονοτήτων. Μέσα σε ένα χρόνο, η συγκυβέρνηση Κάμερον-Κλεγκ τριπλασίασε τα δίδακτρα στα Πανεπιστήμια, είδε απαθής τη νεανική ανεργία να πιάνει ρεκόρ 15ετίας,  κυνήγησε τους δημοσίους υπαλλήλους, εξήγγειλε πρωτοφανείς περικοπές και αναμετριέται ακόμα με ένα σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων (Μέρντοχ), λόγω της εμπλοκής σε αυτό πολιτικών, αλλά και αξιωματικών της αστυνομίας. Ο φόνος του Μαρκ Ντάγκαν από αστυνομικούς, σε μια περιοχή που αν είσαι μαύρος ελέγχεσαι εφτά φορές συχνότερα απ’ό,τι αν είσαι λευκός, στάθηκε αφορμή όλα αυτά να «διαβαστούν» απ΄ την αρχή – και μ΄ όση βία δεν ξαναντίκρυσε η χώρα εδώ και τρεις δεκαετίες.

Μόλις πέρσι, λοιπόν, ο Κλεγκ ήταν για τον Guardian ο Βρετανός Γκεβάρα – με διαφορά ο πιο ευαίσθητος, κοινωνικά, από τους Κάμερον και Μπράουν. Ένα χρόνο μετά, κι ενώ ολόκληρη η Ευρώπη μιλά για εξέγερση, ο παρά λίγο «Τσε» δεν βλέπει άλλο από «βία και ληστείες χωρίς καμιά σχέση με τη δολοφονία». Καθώς δε και ο διόλου φιλελεύθερος Κάμερον ανακαλύπτει την αιτία των «δεινών» της τελευταίας εβδομάδας …στο twitter, η συνταγή του κυβερνητικού τους συνασπισμού καταλήγει μάλλον προβλέψιμη: ανάθεση του κοινωνικού ζητήματος στην αστυνομία, αναγωγή των ταπεινότερων αντανακλαστικών («πυροβολήστε τους ταραξίες») σε άποψη του «μέσου πολίτη» – συνέχιση, τελικά, της ίδιας αντικοινωνικής πολιτικής.

Ποια εναλλακτική λύση μπορεί να προσφέρει στη βρετανική κοινωνία η σημερινή πολιτική σκηνή;

*

Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στη Βρετανία δεν συνιστούν ιδεώδη εξέγερση για μια πιο δίκαιη κοινωνία: ιδεώδεις εξεγέρσεις υπάρχουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας. Το μείζον, λοιπόν, είναι η επανάληψη της «παράδοσης» της Γαλλίας (2005) και της Ελλάδας (2008 και 2011), τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Εστιάζοντας στις πιο αντικοινωνικές όψεις ενός φαινομένου που μόνο στο εξωτερικό αναγνωρίζεται δίχως δεύτερη σκέψη ως κοινωνικό, το πολιτικό προσωπικό (και) της Βρετανίας αρνείται να αναμετρηθεί με την πιο κοινότοπη διαπίστωση: ότι μια εκτεταμένη -χρονικά, γεωγραφικά και κοινωνικά-, μαζική και βίαιη άρνηση του συμβιβασμού στο πεδίο του νόμου (τι άλλο συμβαίνει αυτές τις μέρες στη χώρα – και τι άλλο είναι μια εξέγερση;) μαρτυρά σοβαρή διάρρρηξη του κοινωνικού δεσμού και μια εξίσου σοβαρή διάσταση κράτους και κοινωνίας, αδύνατο να καλυφθούν διά ροπάλου ή με την απαγόρευση του facebook.

Είναι γι’ αυτό που οι λεονταρισμοί του Κάμερον («οι ταραξίες θα νιώσουν πάνω τους το χέρι του νόμου») δεν απηχούν παρά μια στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, κοινή σε ολόκληρη την Ευρώπη, και με ήδη ειλημμένη θέση στο δίλημμα «Δημοκρατία ή Αγορά». Με διαφορετική διατύπωση: μια ραγδαία μετατόπιση των πολιτικών συστημάτων, από έναν πάλαι ποτέ «συμβολαιακό» φιλελευθερισμό σε έναν «μπλοκαρισμένο φιλελευθερισμό»-νεοσυντηρητισμό, που παραιτείται από οποιαδήποτε απόπειρα ορθολογικής εξήγησης των τεκταινομένων – άρα και αντιμετώπισής τους με ένα πολιτικό ρεπερτόριο διαφορετικό από τη βία, το χαφιεδισμό και το μιντιακό λιντσάρισμα. Προφανής συνέπεια: ο πολιτικά φιλελεύθερος Κλεγκ και η κατά παράδοση κεντρομόλος πολιτική σκηνή της Βρετανίας μετακομίζουν σήμερα ολοένα και πιο κοντά στον αντιφιλελευθερισμό της ακροδεξιάς, στο όνομα της δημοκρατίας, της ασφάλειας, του πολιτισμού και …του τουρισμού.

Η περιθωριακή, μέχρι στιγμής, βρετανική ακροδεξιά πανηγυρίζει σήμερα για τη δικαίωσή της («οι πολυφυλετικές κοινωνίες εγκυμονούν το χάος»), προσπερνώντας τη λεπτομέρεια ότι το χάος πυροδοτήθηκε με τη δολοφονία ενός μαύρου από αστυνομικό. Φυσικά δεν μένει στα επιχειρήματα: οργανώνει πολιτοφυλακές, ξεσπαθώνει κατά των μαύρων και διακηρύσσει ότι «τώρα είναι η ώρα της». «Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς», δήλωνε προ ημερών μειλίχια ο Νικ Γκρίφιν του ΒΝP, «πρέπει να πούμε στους μαύρους ότι δικαίως παραπονιούνται πως δεν έχουν μέλλον στη Βρετανία. Πράγματι, δεν έχουν».

Δεν ήταν ο Γκρίφιν, ωστόσο, αυτός που υπαγόρευσε τα ψέματα της Επιτροπής Παραπόνων της Αστυνομίας, ότι ο δολοφονημένος πυροβόλησε, δήθεν, πριν σκοτωθεί – ψέματα με τα οποία γέμισαν τις πρώτες ώρες τα ΜΜΕ. Πολύ περισσότερο, δεν είναι ο Γκρίφιν αυτός που έκτοτε πρωτοστατεί στην κατασκευή μιας ακραία φοβικής κοινής γνώμης∙ από τη διαδικασία αυτή κερδίζει πρωτίστως ο Κάμερον, σε μια εποχή που  η κυβέρνησή του επιζητά διακαώς τη συναίνεση στο πρόγραμμα λιτότητας που έχει εξαγγείλει. Σε εποχές κρίσης, ο βρετανός πρωθυπουργός φροντίζει απλά το κράτος «να κάνει καλά τη δουλειά του»: να προστατεύει τον πλούτο των πλουσίων και να οργανώνει τη βία κατά των «επικίνδυνων» – είτε πρόκειται για τους φτωχούς, είτε για όσους βλέπουν στο χάος ένα εισιτήριο για το μαγικό κόσμο του εμπορεύματος. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος οι Βρετανοί να μη συνταχθούν με το Κόμμα της Τάξης∙ στην υπόθεση αυτή η βρετανική αριστερά έχει να συνεισφέρει το λιθαράκι της.

Πηγη : Red NoteBook


Ο ατάλαντος κύριος Ομπάμα
23/08/2011, 5:55 πμ
Filed under: Ευκλειδης Τσακαλωτος

ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ*

Είναι ώρα να σοβαρευτούμε. Η κρισιμότητα της στιγμής δεν αφήνει κανένα άλλο περιθώριο. Όλοι μαζί αν γίνεται, αλλά αλλιώς χώρια. Δεν ξεχνάει ο αμερικανικός λαός ότι οι τράπεζες μας φέρανε στο χείλος του γκρεμού το 2008. Τα ελλείμματα και το χρέος είναι αποτέλεσμα των δικών μας προσπαθειών να σώσουμε την κατάσταση από την απίστευτη ανευθυνότητά τους. Αν δεν είχαμε πράξει έτσι τότε, η παγκόσμια ύφεση θα ήταν πολύ χειρότερη. Ακόμα και έτσι, όπως επισήμανε στους “Financial Times” ο Kenneth Rogoff, οι πιο πολλές χώρες δεν έχουν καν φτάσει στο επίπεδο του ΑΕΠ που είχαν πριν από την κρίση. Επισήμανε επίσης ότι οι κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ, κακώς συζητάγανε πριν από έξι μήνες για την ανάγκη πιο σκληρής στάσης νομισματικής πολιτικής και ότι ένας μεγαλύτερος πληθωρισμός θα ήταν μέρος της λύσης αν βοηθούσε τον ιδιωτικό τομέα να μειώσει το χρέος του. Είναι ξεκάθαρο πια ότι θα ήταν τεράστιο λάθος αν όλες οι οικονομίες του κόσμου ακολουθούσαν πολιτικές λιτότητας. Αντιθέτως, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική με χώρες όπως η Γερμανία, η Κίνα και η Ιαπωνία, που έχουν περιθώρια για επεκτατικές πολιτικές και μπορούν να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης τους. Έτσι άλλες χώρες θα χρειάζονταν μικρότερη διόρθωση στα δημοσιονομικά τους. Αν δεν αρέσει αυτό στις αγορές, τόσο το χειρότερο για τις αγορές. Αλλά ας μην έχει αυταπάτες κανείς. Δεν θα ξαναδεχτούμε τη διάσωση των τραπεζών με δυσμενείς όρους για την απασχόληση, τους μισθούς, το κοινωνικό κράτος. Είναι η ώρα όχι μόνο της ευθύνης, αλλά και της επιστροφής της πολιτικής. Είναι ώρα οι πολιτικοί να επιβάλουν ένα νέο παράδειγμα. Δεσμεύομαι ότι οι ΗΠΑ θα ηγηθούν όλων των αναγκαίων πρωτοβουλιών για τη νέα κατεύθυνση.

Ο ταλαντούχος κ. Ομπάμα

Ένας παράλληλος κόσμος, 8/08/11

Στο διάγγελμα της Δευτέρας, βεβαίως, ο ατάλαντος κ. Ομπάμα δεν είπε τίποτε από όλα αυτά. Περιορίστηκε σε κάποιες αμπελοφιλοσοφίες για την αμερικανική οικογένεια, τον στρατό και την ανάγκη για συναίνεση με τους ρεπουμπλικανούς. Το ότι οι ρεπουμπλικανοί δεν έχουν επιδείξει την παραμικρή διάθεση για συμβιβασμό, δεν έχει καμία σημασία. Ούτε το ότι η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει την απειλή μιας νέας ύφεσης. Το διάγγελμα του Ομπάμα δεν καθησύχασε τις αγορές. Η παρέμβαση του Bernanke, για τη διατήρηση χαμηλών επιτοκίων μέχρι το 2013, είχε κάπως καλύτερη τύχη, αλλά, συγχρόνως, επισημοποίησε το γεγονός ότι και πέντε χρόνια μετά το 2008 η παγκόσμια οικονομία θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, σε στασιμότητα. Και με δεδομένο το μπάχαλο στα διευθυντικά κλιμάκια της Ε.Ε., είναι εντελώς σίγουρο το ξέσπασμα μια νέας κερδοσκοπικής επίθεσης στη δική μας μεριά του Ατλαντικού. Μπροστά σε όλα αυτά, ο Ομπάμα παρουσιάστηκε ως παρατηρητής, χωρίς όραμα, χωρίς νέες ιδέες, χωρίς, έστω, μια κάποια αίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης.

Για τον Ομπάμα είχαμε σαφείς ενδείξεις και πριν από την εκλογή του: την εξάρτηση της εκλογικής καμπάνιας του από τη χρηματοδότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, την απροθυμία των οικονομικών συμβούλων του να μιλήσουν για την αναδιανομή του εισοδήματος, την υποστήριξη που δόθηκε στο σχέδιο Paulson για τη διάσωση των τραπεζών. Αλλά η στρατηγική του Ομπάμα σφραγίστηκε από την επιλογή των υπευθύνων οικονομικής πολιτικής μετά τις εκλογές. Οι ίδιοι οικονομολόγοι που μετά το 1990 προώθησαν τη φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών και εμπόδισαν όλες τις, έστω, δειλές προσπάθειες ρύθμισης, ακόμα και όταν ήταν φανερό ότι κάτι πολύ σοβαρό πάει στραβά, δεν μπορούσαν παρά να ανοίξουν τον δρόμο του συμβιβασμού. Δηλαδή της διατήρησης της εξουσίας των τραπεζικών ιδρυμάτων και των χρηματαγορών. Οι αξιολύπητες και για τον Ομπάμα εξευτελιστικές προσπάθειες συναίνεσης με τους ρεπουμπλικανούς έρχονται ως λογικό επακόλουθο αυτής της κατεύθυνσης. Για να αλλάξεις πορεία, για να απειλήσεις και να διαπραγματευτείς ένα νέο πρότυπο διακυβέρνησης, πρέπει να στηριχτείς σε άλλες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες. Και ο Ομπάμα είχε πάρει την απόφαση ότι αυτό ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης πολύ πριν από τις εκλογές.

Θα μπορούσε ένας πιο ταλαντούχος Ομπάμα να αλλάξει ουσιαστικά τα δεδομένα της οικονομικής κρίσης; Πολλές φορές αριστεροί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο κεϋνσιανισμός του ’30 δεν ήταν αρκετός για να λύσει την κρίση του ’29. Σωστή επισήμανση, αλλά μία που ξεχνά το κατά πόσο ο Roosevelt, με τις παρεμβάσεις του, έθεσε τα θεμέλια της μεταπολεμικής φιλελεύθερης συναίνεσης. Τα αυξημένα δικαιώματα των συνδικάτων, τα δημόσια έργα και η κοινωνική ασφάλιση έστρωσαν τον δρόμο για το νέο μοντέλο. Βέβαια η αλλαγή ήρθε και από τα κάτω, με την έντονη παρουσία του εργατικού κινήματος και πριν και μετά τον πόλεμο. Αλλά το ταλέντο του Roosevelt ήταν υπαρκτό. Οι λόγοι του στη δεκαετία του ’30 δεν επισημαίνουν μόνο προβλήματα, ούτε εξαντλούνται σε ευχολόγια για συναίνεση. Η ρητορική του κατά των τραπεζών θυμίζει πιο πολύ ΣΥΡΙΖΑ παρά Ομπάμα.

Αλλά για την αριστερά το κύριο θέμα δεν είναι να υπογραμμίζουμε την κατά βάθος σωστή θέση ότι η φύση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης μπορεί να έχει ξεφύγει από τις δυνατότητες κεϋνσιανών συνταγών του παρελθόντος. Πόσω μάλλον να φοβόμαστε – παράλογη φοβία βέβαια, αν η παραπάνω θέση είναι σωστή – ότι τέτοιες λύσεις θα ενσωματωθούν από το σύστημα και θα αποριζοσπαστικοποιήσουν το κίνημα. Μια αλλαγή κατεύθυνσης, ιδιαίτερα μια που θα περιόριζε τις χρηματαγορές και θα άνοιγε τον δρόμο της επιστροφής της πολιτικής θα ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Το θέμα είναι να σκεφτούμε βαθιά και σοβαρά για το τι σημαίνει αυτή η έλλειψη ευελιξίας που παρατηρούμε στους κυρίαρχους πολιτικούς κύκλους και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Να δούμε, σε μια πρώτη φάση με κρύο μάτι, τους κινδύνους που εμφανίζονται και τις προοπτικές που ανοίγονται. Το δικό μας «ταλέντο» έγκειται στο να μπορέσουμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς, να προωθήσουμε την αυτοοργάνωση των κινημάτων αντίστασης, να θέσουμε μεταβατικές προτάσεις που συνδέουν τις τωρινές ανάγκες με διαφορετικά καταναλωτικά και παραγωγικά πρότυπα. Με λίγα λόγια, εμείς χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό είδος ταλέντου από αυτό των αντιπάλων μας.

* Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγη : ΑΥΓΗ



Δέκα χρόνια μετά τη Γένοβα
23/07/2011, 7:08 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:

του Γαβριήλ Σακελλαρίδη και της Ράνιας Σβίγκου, μελών της ΚΠΕ του Συνασπισμού

 

Η δεκαετία που χωρίζει το σήμερα από τη Γένοβα είναι χρόνος εξαιρετικά πυκνός σε γεγονότα, ζυμώσεις, ανακατατάξεις και ανασυνθέσεις για το χώρο της Αριστεράς.

Η Γένοβα ήταν το πιο σημαντικό σκαλοπάτι στη σκάλα που η Αριστερά ανέβαινε με λαχτάρα, έχοντας μόλις βγει από τη δεκαετία ήττας και περισυλλογής. Ήταν ο σημαντικότερος σταθμός του «αντι-παγκοσμιοποιητικού» κινήματος για λόγους όχι μόνο συμβολικούς, αλλά και βαθιά πολιτικούς.

Οι διαδηλώσεις της Γένοβας έμειναν στην ιστορία για πολλούς λόγους. Για την απίστευτη καταστολή που κορυφώθηκε με την εκτέλεση του Κάρλο Τζουλιάνι, την τεράστια μαζικότητα, το πνεύμα διεθνισμού και αλληλεγγύης ανάμεσα στις αποστολές από όλη την Ευρώπη.

Η Γένοβα σημάδεψε, επίσης, την πολιτική εμβάθυνση ενός κινήματος που φιλοδοξούσε να δείξει ότι οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν μπήκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως διαφαινόταν στην αμήχανη δεκαετία του ’90.

Μέσα από τις κινητοποιήσεις αυτές, καταδεικνύεται, έστω και σε εμβρυακή μορφή, ότι η κοινή δράση είναι δυνατή και αναγκαία,  ότι πρέπει να συζητήσουμε, να πράξουμε, να οργανωθούμε.

Αρχίζει, έστω και δειλά, να ξηλώνεται η αίγλη και η ηγεμονία του κυρίαρχου μοντέλου και οι μύθοι περί της νομοτέλειάς του, αλλά και να ξεκαθαρίζει το θολό τοπίο που γενικά χαρακτηριζόταν με τον όρο “παγκοσμιοποίηση”, με τους αντιπάλους να αποκτούν όνομα. Δ.Ν.Τ, Παγκόσμια Τράπεζα, Νεοφιλελευθερισμός.

Οι κινητοποιήσεις χαρακτηρίζονται από τη νέα γενιά, που ριζοσπαστικοποιείται και συμμετέχει στις κινητοποιήσεις μαζικά, εισάγοντας νέα εργαλεία και τρόπους πρόσληψης της πολιτικής παρέμβασης, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας τις δράσεις, τα μέσα, αλλά και την ίδια τη γλώσσα του κινήματος.

Το «εργαστήριο» της Γένοβας αποτέλεσε τη μήτρα στην οποία κυοφορήθηκαν πολλές από τις αξίες που χαρακτηρίζουν τα σημερινά κινήματα και εκείνη την εποχή δεν ήταν διόλου αυτονόητες.

Η συνύπαρξη συλλογικοτήτων και ατόμων με διαφορετικές καταβολές, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας διαλόγου, η συναίνεση στη λήψη αποφάσεων και η ενότητα στη δράση με βάση ελάχιστα προαπαιτούμενα, είναι αποτελέσματα μιας διαδικασίας που ωρίμασε μέσα στο «αντι-παγκοσμιοποιητικό» κίνημα και υιοθετήθηκε ως ένα σύστημα πρακτικών από τη ριζοσπαστική Αριστερά.

Ταυτόχρονα, όμως, εκτός από την ανάδειξη νέων αξιών, δοκιμάστηκαν οι παραδοσιακές αξίες της Αριστεράς σε μία περίοδο που το βάρος της «ιστορικής ήττας», σε συνδυασμό με ένα διάχυτο μετα-μοντερνισμό, την ήθελαν στο περιθώριο. Οι αξίες της οργάνωσης, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, μαζί με τη θεωρητική κληρονομιά που κουβαλάει η Αριστερά, όχι μόνο «επιβιώσαν», αλλά κατάφεραν να μπολιάσουν αυτό το κίνημα.

Στην Ελλάδα, η παραδοσιακή αριστερά τύπου ΚΚΕ, καθώς και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αντιμετώπισαν το κίνημα με επιφυλακτικό ή  και εχθρικό τρόπο. Η σημασία του, όμως, για την ελληνική αριστερά, δεν μπορεί να κατανοηθεί, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη ριζική επιρροή που είχε στον Συνασπισμό, αλλά και διάφορες συλλογικότητες που μέσα από τη συμμετοχή τους στο κίνημα βρήκαν διαύλους επικοινωνίας,  ενοποιητικά στοιχεία και νέες σταθερές, σε μια περίοδο όπου είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν- χωρίς όμως και να έχουν αφανιστεί-παλιές διαχωριστικές γραμμές εντός της αριστεράς.

Έτσι, η Γένοβα, αποτέλεσε ένα σημείο-σταθμό για την αριστερά,  προσδιορίζοντας μια νέα αφετηρία αγώνων, πρωτοβουλιών, αλλά και πολιτικών σχηματισμών, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως, όμως, αναδείχτηκε η ανάγκη για μια νέα τύπου σχέση κόμματος και κινήματος, για νέες δομές μέσα και έξω από τα κόμματα και τα συνδικάτα, για μια νέα μορφή οργάνωσης των αντιστάσεων σε διεθνές επίπεδο.

Τίποτα από τα προηγούμενα δεν είναι τόσο επίκαιρο όσο σήμερα.

Το φάντασμα της Γένοβας αιωρείται πάνω από τις πλατείες και ας μην το γνωρίζουν αυτό οι τελευταίες.

Οι κινητοποιήσεις στους ιταλικούς δρόμους ήταν ένα γεγονός πρωτόγνωρο και αντιμετωπίστηκε με την πλέον βίαιη καταστολή. Αντίστοιχα, σήμερα, είναι εξίσου πρωτόγνωρο οι πλημμυρισμένες πλατείες για δεκάδες μέρες σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Και πάλι η καταστολή ήταν παρούσα, όπως όμως και η αντίσταση και η αλληλεγγύη. Τότε, το κίνημα εφηύρε νέα εργαλεία και νέες πολιτικές μεθόδ`ους. Από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, μέχρι το indymedia. Σήμερα, το κίνημα των πλατειών βρίσκεται ακόμα στην αναζήτηση αυτών και είναι αναγκαίο να πάρει μαθήματα από τα λάθη και τις αδυναμίες αυτού του παρελθόντος.

Το φάντασμα, όμως, της Γένοβα πλανιέται και πάνω από τη δική μας Αριστερά. Και ας μην κάνει η τελευταία πως δεν το γνωρίζει.

Στη σημερινή φάση ανοίγουν παλιά μεν ζητήματα, αλλά με ένα νέο και διαφορετικό τρόπο. Στον πυρήνα αυτών μπορούμε να βρούμε δύο αλληλένδετα στοιχεία. Δημοκρατία και διεθνοποίηση των αντιστάσεων. Δημοκρατία ως όραμα, ως αίτημα, ως μέσο, αλλά και ως καθημερινή πρακτική. Πανευρωπαϊκές αντιστάσεις, ως απαραίτητο εργαλείο για την επανάκτηση της ελπίδας και την αλλαγή των συσχετισμών. Δεν μπορεί να υπάρξει στρατηγικό σχέδιο της αριστεράς που να μην έχει ως συστατικά του αυτά τα στοιχεία. Και δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική Αριστερά που να μην πάρει μαθήματα, όχι μόνο από τα θετικά της τελευταίας δεκαετίας, αλλά κυρίως από τα λάθη και τις ήττες της.

Γι’ αυτό και η Γένοβα είναι το σύμβολο όλων αυτών που έγιναν, αλλά και όλων αυτών που πρέπει να γίνουν. Και ως τέτοιο πρέπει να τη βλέπουμε.



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 4ης ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ*
19/07/2011, 5:00 μμ
Filed under: Uncategorized

Η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ συνήλθε σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από την δραματική ένταση της κρίσης που βιώνει η χώρα μας, αλλά και ολόκληρη σχεδόν η ευρωζώνη. Κρίση που τείνει να πάρει ευρύτερες ακόμη διαστάσεις με την εμπλοκή και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά και των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, οι δύο βασικότεροι θεσμοί της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, η Ενιαία Εσωτερική Αγορά και η Ευρωζώνη, αντιμετωπίζουν σοβαρή κρίση, γεγονός που υποχρεώνει, αλλά δίνει και τη δυνατότητα στις δυνάμεις της Αριστεράς, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, να παρέμβουν ακόμα πιο αποφασιστικά με δράση και αγώνες για την υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές.

Στη χώρα μας, η συνειδητή προσχώρηση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού και η πλήρης υποταγή της στις επιταγές των κυρίαρχων εκφραστών του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου, την αναδεικνύουν ως τη χειρότερη και εξαιρετικά επικίνδυνη κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να ανατραπεί, να φύγει το ταχύτερο δυνατό. Η διενέργεια εκλογών, με απλή αναλογική, γίνεται πλέον ευρύτερη λαϊκή απαίτηση.

Η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει την ανάγκη της ευρύτερης δυνατής συσπείρωσης των δυνάμεων της Αριστεράς, των δυνάμεων της ριζοσπαστικής οικολογίας και των δυνάμεων που απομακρύνονται οριστικά από τις επιλογές της κυβέρνησης, από την πολιτική και τα κόμματα του δικομματισμού. Την ανάγκη συγκρότηση μιας νέας λαϊκής πλειοψηφίας, ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, με πυρήνα την Αριστερά και άμεσο πολιτικό στόχο έναν ανυποχώρητο αγώνα για την απομάκρυνση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, για την ήττα όλων των δυνάμεων που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες και αντιδραστικές πολιτικές, για να φύγει η τρόικα του ΔΝΤ-ΕΚΤ-Ε.Ε. από την Ελλάδα, για την αποκατάσταση και υπεράσπιση της δημοκρατίας, για την αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας.

Στις συνθήκες αυτές η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει, επίσης, την ανάγκη, το πολιτικό πλαίσιο αυτής της ευρύτερης συσπείρωσης, να περιλαμβάνει τα ζητήματα της συγκυρίας, με θέσεις σαφείς, συγκεκριμένες και αποφασιστικές.

Στη βάση αυτή, υποστηρίζουμε και παλεύουμε για την υλοποίηση των παρακάτω στόχων:

•    Την άμεση ανατροπή και κατάργηση του «μνημόνιου», του «μεσοπρόθεσμου» και του εφαρμοστικού του νόμου, καθώς και την απόκρουση των ετήσιων «ευρωπαϊκών μνημονίων», που συνεπάγεται το σύμφωνο για το ευρώ και οδηγούν σε πλήρη αποδόμηση την απασχόληση και το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη. Αυτό το σύμφωνο,  σε συνδυασμό  με την λεγόμενη οικονομική διακυβέρνηση, κάνει ακόμη πιο συντηρητικό και αδιέξοδο τον μηχανισμό του ΕΥΡΩ. Η επιλογή για ένα  προοδευτικό εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης έρχεται, εκ των πραγμάτων, σε ρήξη   με την σημερινή δομή της Ευρωζώνης και απαιτεί την ανατροπή της .

•    Το δημόσιο χρέος της χώρας έχει ταξικό χαρακτήρα, είναι προϊόν τοκογλυφικών πρακτικών και δεν είναι διαχειρίσιμο. Τα δημοσιονομικά μέτρα αντιμετώπισής του οδηγούν τη χώρα και την οικονομία σε ουσιαστική διάλυση, με παραπέρα βάθεμα της ύφεσης, γιγαντιαία άνοδο της ανεργίας και γενίκευση της φτώχειας και της καταστροφής του λαού και του τόπου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με κριτήριο την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, τονίζει πως η εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικά δικαιώματα κλπ) είναι το πρώτο καθήκον μιας προοδευτικής διακυβέρνησης και όχι η εξυπηρέτηση των τοκογλύφων.

•    Μόνη λύση είναι η  διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, χωρίς μνημόνια, μεσοπρόθεσμα και αντικοινωνικούς όρους, αξιοποιώντας όλα τα όλα τα όπλα αποφασιστικής και σκληρής διαπραγμάτευσης (λογιστικό έλεγχο, αμφισβήτηση, αθέτηση πληρωμών κ .α.).

•    Την Εθνικοποίηση-Κοινωνικοποίηση ολόκληρου του Τραπεζικού συστήματος, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, που θα αποτελέσει βασικό μοχλό, για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας και τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

•    Την άμεση επαναφορά στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, των Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, που ξεπουλήθηκαν ή βρίσκονται στη διαδικασία να ξεπουληθούν.

•    Επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, οι Σιδηρόδρομοι, τα Πιστωτικά Ιδρύματα, οι επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης, φορείς όπως Λιμάνια, Αεροδρόμια, Συγκοινωνιακές υποδομές, καθώς όλες οι  άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, δεν μπορούν παρά να υπηρετούν τις ανάγκες του λαού και την πολιτική ανάπτυξης που χρειάζεται η οικονομία και ο λαός.

•    Την άμεση αποκατάσταση των σοβαρών πληγμάτων που έχουν δεχθεί οι μισθοί οι συντάξεις, οι εργασιακές σχέσεις και η ίδια η εργασία. Χορήγηση ταυτόχρονα αυξήσεων, που θα υπερβαίνουν τα πλήγματα και θα καταπολεμούν την φτώχεια και την ανεργία στην οποία, με τον ένα ή άλλο τρόπο, έχει καταδικαστεί η πλειοψηφία του λαού και ιδιαίτερα η νεολαία.

•    Την ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση με φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων με συντελεστή 45%.  Φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας.

•    Τη στήριξη με όλα τα μέσα της Δημόσιας Υγείας, της Δημόσιας Παιδείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης.

•    Την διεκδίκηση των Γερμανικών επανορθώσεων, του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων των θυμάτων.

•    Την αποκατάσταση, την υπεράσπιση και διεύρυνση της δημοκρατίας.

Η πάλη για την προώθηση αυτών των στόχων θα επιταχύνει τη δημιουργία του νέου συνασπισμού εξουσίας που θα μπορέσει να τα επιβάλει, όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού βρίσκεται σε βαθειά κρίση. Η κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως δημοκρατική λαϊκή νομιμοποίηση για να εφαρμόσει το αντιλαϊκό πρόγραμμά της. Γι’ αυτό το λόγο προχωράει σε αυταρχικοποίηση της μορφής διακυβέρνησης, σε μεθόδους συκοφάντησης του κινήματος και του ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα κρεσέντο αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων. Κραυγαλέο δείγμα η πρωτοφανής επίθεση στους πολίτες που διαδήλωναν ειρηνικά στο Σύνταγμα, που συνιστά μνημείο αθλιότητας.

Βασικός παράγοντας προώθησης των πολιτικών που επιβάλλουν οι ανάγκες και οι απαιτήσεις των εργαζομένων, είναι η ανάληψη της ευθύνης και του ρόλου που έχει η πολιτική Αριστερά, για τη στήριξη των αγώνων και της δράσης του μαζικού λαϊκού κινήματος, του εργατικού – αγροτικού και του κινήματος των επαγγελματιοβιοτεχνών, καθώς και των νέων κοινωνικών κινημάτων, που αναπτύσσονται γύρω από συγκεκριμένα προβλήματα και διεκδικήσεις (περιβαλλοντικά, απορρίμματα, διόδια, ακρίβεια κλπ).

Το νέο σημαντικό στοιχείο που εισέβαλε ορμητικά στην πολιτική ζωή του τόπου είναι η άνοδος του μαζικού κινήματος με τη νέα μορφή των πολύ μεγάλων συγκεντρώσεων στις πλατείες των μεγάλων πόλεων, που ακολούθησαν τις μεγάλες απεργίες και συγκεντρώσεις της προηγούμενης περιόδου. Η μαζικότητα, η μεγάλη συμμετοχή νέων, οι πολύ θετικές μορφές δημοκρατίας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης, η ένταση και η επιμονή των συγκεντρωμένων-αγανακτισμένων, δημιούργησαν μεγάλα γεγονότα και αφόρητη πίεση στο σύστημα εξουσίας. Οι πλατείες είναι ο χώρος και ο δεσμός συνάρθρωσης πολλών ετεροτήτων, πολλών επί μέρους κινημάτων που αναζητούν ένα νέο δρόμο κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης, και συγκροτούν μια μεγάλη δύναμη αμφισβήτησης, αντίστασης και ανατροπής. Το κίνημα αυτό μέσα από τις δικές του αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες διατύπωσε τους στόχους του, επέλεξε τις μορφές πάλης του και πρέπει να συνεχίσει τον αγώνα του και να συμβάλει να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής. Το σύνθημα: ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ – ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΜΕ – ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ – ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, που κέρδισε την πλατεία αποδεικνύει τον ριζοσπαστισμό που μπορεί να αποκτήσει αυτό το κίνημα. Ιδιαίτερο καθήκον όλων των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί η στήριξη και ο συντονισμός δράσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος από κάτω προς τα πάνω και η δημιουργική συνάντησή του με το «κίνημα των αγανακτισμένων της πλατείας».

Τέλος, για μας, κεντρικά ζητήματα της  επόμενης περιόδου, είναι η ενιαία δράση του ΣΥΡΙΖΑ,  η συγκρότηση και ανάπτυξη δράσης, όλων των κυττάρων του σε ολόκληρη την Ελλάδα, η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών  με βάση το συμφωνημένο πολιτικό πλαίσιο, η ανάκτηση πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας για κάθε μεγάλη μάχη που θα προκύψει.

Στην παρούσα φάση έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία να κατακτήσουμε την οργανωτική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, διασφαλίζοντας τη δημοκρατία, τη συμμετοχή των Συνιστωσών, των ανένταχτων, των γυναικών και της νέας γενιάς.

Η Συνδιάσκεψη, συγκροτεί  με συναίνεση, την νέα Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή, η οποία  είναι το αποφασιστικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ και  θα λειτουργεί επίσης με την αρχή της συναίνεσης  και  θα ορίσει  την Εκτελεστική Γραμματεία. Από τα άμεσα ζητήματα είναι η υλοποίηση αποφάσεων που δεν έχουν εφαρμοστεί.

Οι αποφάσεις σε όλη την κλίμακα του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκεται να λαμβάνονται συναινετικά και με ομοφωνία και όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, με αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον των 2/3. Για σημαντικά θέματα μπορεί να ζητείται, από την ΠΣΕ, η γνώμη του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ.

Η επόμενη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη θα πραγματοποιηθεί μέχρι το τέλος του 2011.

Αθήνα 17 -7-2011
Το Προεδρείο της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης

*To κειμενο δεν ειναι στη τελικη του μορφη. Θα υπαρξουν βελτιωσεις.



Σοσιαλδημοκρατία; Όχι ακριβώς
17/07/2011, 5:07 μμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Ακόμα συναντά κανείς αναλύσεις για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα του τελευταίου χρόνου που θέτουν το πρόβλημα της «κυβέρνησης Παπανδρέου» με τους κλασικούς όρους της αριστερής κριτικής. Για παράδειγμα, αναγνωρίζοντας την διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας προς τα δεξιά, την παθητική προσαρμογή των κυβερνώντων στα διεθνή κέντρα της χρηματοπιστωτικής οικονομίας, μια περαιτέρω «σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη» και πάει λέγοντας.

Συνέχεια



Η κατασκευή ενός αθώου
16/07/2011, 5:36 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: , , ,

ΤΗΣ ΣΙΣΣΥΣ ΒΩΒΟΥ

Σύσσωμα τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ οδηγούνται σε έναν νέο δρόμο σχετικά με τις καταγγελίες της καμαριέρας του Σόφιτελ Νέας Υόρκης για σεξουαλική επίθεση, απόπειρα βιασμού και ομηρεία από τον πρώην πρόεδρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι πηγές τους προέρχονται από την εισαγγελία της Νέας Υόρκης και αναφέρονται ως ανεπιβεβαίωτες, προς το παρόν. Τα ελληνικά ΜΜΕ ακολουθούν στην πλειοψηφία τους χωρίς ερωτήσεις, δυστυχώς, τον νέο δρόμο που χαράσσεται.

Συνέχεια



Πώς θα είναι το δημόσιο Πανεπιστήμιο αν ψηφιστεί ο νόμος Διαμαντοπούλου
15/07/2011, 6:26 μμ
Filed under: Uncategorized

Ο Κώστας Σταμάτης, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ, απευθύνει προς τους βουλευτές επιστολή-υπόμνημα επί του νομοσχεδίου για το ελληνικό Πανεπιστήμιο

«Αξιότιμοι Κύριοι και Κυρίες Βουλευτές.

Κατατίθεται προς ψήφιση νομοσχέδιο σαρωτικής μεταβολής του πανεπιστημιακού τοπίου στη χώρα μας. Το νομοσχέδιο κατατίθεται μέσα στο καλοκαίρι, μόνο και μόνο για να ψηφισθεί εσπευσμένα και χωρίς ουσιαστική συζήτηση, παρά την καθολική αντίδραση της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας. Το κείμενο αυτό ατυχώς απηχεί προς το πολύ χειρότερο συναφή δέσμη ιδεών, που έχει εξαγγείλει προ μηνών η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και Διά Βίου Μάθησης. Η εν λόγω δέσμη ιδεών έχει αποτελέσει έκτοτε αντικείμενο ζωηρής και αυθεντικής διαβούλευσης στα Τμήματα και τις Συγκλήτους των ΑΕΙ όλης της χώρας. Η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα έχει κρίνει νηφάλια και τεκμηριωμένα, με πλείστα ψηφίσματα των Συγκλήτων, ότι η δέσμη αυτή διαπνέεται από επίφοβες κεντρικές ιδέες, οι οποίες και μεγεθύνονται τα μάλα στο υπό κρίση νομοσχέδιο. Επί όλων αυτών, παρακαλούμε θερμά να λάβετε υπ’ όψιν Σας τα ακόλουθα.

Συνέχεια



Tο «καημένο» το κράτος πρέπει να το περιορίσουμε…
15/07/2011, 6:16 μμ
Filed under: Πέτρος Σταύρου | Ετικέτες:
Για την αλλαγή στρατηγικής του κράτους εν μέσω οικονομικής κρίσης
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
1. Το κράτος ως δυνάστης και ως υποχείριο

Οι βασικές απόψεις του αστισμού για το κράτος που διακινούνται σήμερα δεν εμπεριέχουν μια συγκροτημένη θεωρητική παραδοχή. Τη δύναμή τους δεν την αντλούν από την επιστημονική τους συγκρότηση, αλλά από τον τρόπο που διακινούνται, ως αληθοφανείς μυθοπλασίες, με πλούσια εμπειρική βάση και μέσω ενός δημοσιογραφικού κώδικα που θέλει να συνδυάζει το ρεπορτάζ με το συστημικό πολιτικό λόγο.  Έτσι παύουν να είναι απλά απόψεις και γίνονται πρακτικές ιδεολογίες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων από τους επιστημονικούς και πολιτικούς κύκλους που πρώτα τις διακίνησαν.

Συνέχεια



Επιδοματάκι αγάπη μου
15/07/2011, 6:09 μμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:
Επιδόματα (αντί μισθού) και επιδοματολογία από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα 
TOY ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ
Τι κοινό έχουν τα καυσόξυλα, η έγκαιρη προσέλευση, το σήκωμα κεραίας και η …επιμήκυνση του μορίου των αξιωματικών του στρατεύματος; Το ερώτημα είναι προκλητικό όσο και η απάντηση: όλα τα παραπάνω δικαιολογούν μορφές επιδομάτων που χορηγούνται από εργοδότες σε εργαζόμενους για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών των ιδίων και των οικογενειών τους. Πρόκειται, λοιπόν, για κοινωνικές παροχές που αποσκοπούν στην  ενσωμάτωση των εργαζομένων στο σχεδιασμό της δράσης της επιχείρησης, ώστε από τη μια να ελαχιστοποιούνται οι τριβές λόγω δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της, και από την άλλη να ενστερνιστούν οι εργαζόμενοι τη στρατηγική της εργοδοσίας για κατάκτηση ολοένα και μεγαλύτερου μεριδίου στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην Ελλάδα και διεθνώς.Μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας, η επιδοματική πολιτική του κράτους και των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν αποσπασματική και συχνά δεν είχε άλλη λογική πέραν του να «μπαλώνει» εισοδηματικές τρύπες, να εξασφαλίζει εκλογικές υποστηρίξεις και να επιβάλλει σιγή στο εσωτερικό των επιχειρήσεων προς όφελος της μετοχής. Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι εδώ άμοιρο ευθυνών, δεδομένου ότι κινείτο ανάμεσα στις άκρες του εκκρεμούς, μεταξύ δηλαδή κομματικού-κυβερνητικού και συντεχνιακού-εργοδοτικού συνδικαλισμού.  Σε ορισμένες περιπτώσεις, εξάλλου, δεν χρειαζόταν καν κινητοποίηση των συνδικάτων, ιδιαίτερα στη μετεμφυλιακή περίοδο που οι «μακρυθεοδωρικές» ηγεσίες (βλ αντικομμουνιστικός εργοδοτικός-κρατικός συνδικαλισμός) κατέπνιγαν την ελεύθερη έκφραση και διεκδίκηση. Σε τέτοιες περιόδους, λοιπόν, οι εκάστοτε υπουργοί Εργασίας φρόντιζαν σχετικά.

Συνέχεια



Αγανακτισμένοι και λαϊκισμός
15/07/2011, 5:56 μμ
Filed under: Χρηστος Λασκος | Ετικέτες:

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Το κίνημα των πλατειών έχει ήδη ένα δεύτερο πολιτικό αποτέλεσμα –δεδομένου πως το πρώτο και σημαντικότερο είναι η ίδια του η παρουσία- που είναι ο καταναγκασμός της κυβέρνησης σε κινήσεις απεγνωσμένης άμυνας για πρώτη, στην πραγματικότητα, φορά από την ανάληψη της εξουσίας κι έπειτα. Τα καρογιοζιλίκια του τελευταίου διημέρου ανοίγουν το δρόμο στην ήττα της. Το αν αυτή η ήττα θα σημάνει και συνολική ήττα της ασκούμενης πολιτικής είναι ακόμη άδηλο. Η πρεμούρα, πάντως, που έχει ενσκήψει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για την «εξεύρεση λύσης» δείχνει πως οι δυνατότητες υπάρχουν, οι συσχετισμοί δεν είναι οριστικοί και ο κόσμος θα ανοίξει ή δεν θα ανοίξει δρόμους. Κάνοντας παντού και για πολύ κάτι σαν αυτό που κάνουν οι ελληνικές πλατείες, ιδίως τις Κυριακές.
Συνέχεια


Όταν η πλατεία γέμιζε, εσύ πού ήσουν;
15/07/2011, 5:54 μμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: ,

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΚΟΡΩΝΑΚΗ

Πώς αλλιώς θα έμπαινε ο λαός στο προσκήνιο, αν όχι γεμάτος αντιφάσεις; Πώς περιμέναμε ένα πλατύ κίνημα αντίστασης κάτω από το αίτημα «φτάνει πια»; Με έτοιμη πλατφόρμα, στέρεη ιδεολογία και δεδομένες πρακτικές; Μα, αν τα είχε όλα αυτά, γιατί θα ΄χαμε φτάσει ώς εδώ;
Συνέχεια


Τα μαύρα καρπούζια του Πάσχου
15/07/2011, 5:51 μμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:
Του ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Για τους έλληνες καναλάρχες ισχύει αυτό που είχε γράψει ο Βίκτωρας Ουγκώ για τους αποικιοκράτες του 19ου αιώνα: «αν δεν υπήρχαν οι Άγγλοι δε θα μαθαίναμε ποτέ τα εγκλήματα των Γάλλων, και το αντίστροφο». Όποιος είναι μιας κάποιας ηλικίας θα θυμάται, ίσως, τη σειρά δημοσιευμάτων της πάλαι ποτέ Κοσκωτοφυλλάδας «24 ώρες», στα οποία ο παραπαίων πρόεδρος του Ολυμπιακού και κολλητός φίλος  δημάρχου Πειραιά Ανδρέα Ανδριανόπουλου (do you remember Ντέταρι;) έβγαζε τα άπλυτα όλων των υπόλοιπων  εκδοτών ελληνικών εφημερίδων  στη φόρα. Τι συνεταιρισμούς με ναζί επί Κατοχής, τι θαλασσοδάνεια επί χούντας, τι μίζες για κατασκευή δημοσίων έργων είχαν δει τότε τα μάτια μας, δε μπορώ να το περιγράψω. Έκτοτε, ο χοντρός το έσκασε με ελικόπτερο αλλά, τελικά, φυλακίστηκε (λίγο) κι αδυνάτισε (πολύ), ο Ανδριανόπουλος έγινε βουλευτής του Πασόκ και υπάλληλος της Γκάσπρομ, εκσυγχρονιστήκαμε ως λαός κι ως έθνος, η θειά μου η Μηλιώ έπαιξε κι έχασε το εφάπαξ της στο Χρηματιστήριο,  η εκτυπωτική επιχείρηση του Κοσκωτά πέρασε έναντι συμβολικού τιμήματος σε γνωστό τηλεπαρουσιαστή  πρωινής εκπομπής, ο Σκάι και η Καθημερινή στον Αλαφούζο senior και μετά, στον Αλαφούζο junior.


Το «έθνος» θέλει κυβέρνηση, η κοινωνία πραγματική δημοκρατία

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μπορεί να στοιχηματίσει κανείς με ασφάλεια: από το 1974 και μετά, αποκλείεται να υπήρξε πρωθυπουργός που μέσα σε ένα διάγγελμα δύο λεπτών και έξι δευτερολέπτων να έκανε τόσες δραματικές επικλήσεις στη χώρα, την πατρίδα και το έθνος, την ίδια στιγμή που μια τόσο ευρεία κοινωνική πλειοψηφία ήταν τόσο εξαγριωμένη εναντίον του και εναντίον της κυβέρνησής του.Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση δεν μπορεί, βεβαίως, να καλυφθεί με κανέναν ανασχηματισμό. Το προεξοφλεί ο ίδιος ο Παπανδρέου: σήμερα δηλώνοντας  αποφασισμένος να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και χτες υπερασπιζόμενος τον υπουργό Οικονομικών, με το (εύλογο) επιχείρημα ότι οι ενέργειές του εμπίπτουν στο σχεδιασμό ολόκληρης της κυβέρνησης. Συνέχεια


Η αναζήτηση του Ελληνα Μουσολίνι
15/07/2011, 5:46 μμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:
Η κρίση δημόσιου χρέους στις μέρες του ΄30
TOY TAΣΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Τις τελευταίες μέρες, καθώς οι λαϊκές αντιδράσεις σ΄ αυτή την πολιτική κλιμακώνονται με το κίνημα των αγανακτισμένων, το ίδιο ερώτημα τίθεται πλέον ωμά από τους υποστηρικτές μιας «σθεναρής» εθνικής ηγεσίας, απαλλαγμένης από τα «λαϊκιστικά» και δημοκρατικά σύνδρομα της μεταπολίτευσης κι υποταγμένης μέχρι κεραίας στα κελεύσματα των τραπεζιτών. Συνέχεια


Πολιτική χειραφέτηση ή πρωτογονισμός;
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Το χειμώνα του 2009, η Νεολαία (υποτίθεται) του ΛΑ.Ο.Σ διοργάνωσε διαδήλωση με κατεύθυνση προς το γραφείο της Θάλειας Δραγώνα. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την αποπομπή της Δραγώνα από τη θέση της ειδικής γραμματέως του υπουργείου Παιδείας, με τον ισχυρισμό ότι στο έργο της (το οποίο αγνοούσαν και παραποιούσαν) υποστηρίζει «ανθελληνικές θέσεις». Δεν επρόκειτο για μια διαδήλωση σαν όλες τις άλλες –και δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενο. Η διαφορά εδώ ήταν ότι, αντί να απευθύνονται στην κυβέρνηση, που είχε τη δικαιοδοσία να αποφασίσει υπέρ ή κατά του αιτήματός τους, οι διαδηλωτές (για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, νομίζω) στοχοποιούσαν με ωμή αμεσότητα συγκεκριμένο πρόσωπο και τον επαγγελματικό του χώρο, προκειμένου να καταδειχτεί η διαφωνία τους με συγκεκριμένες ιδέες και συγκεκριμένη πολιτική.

Συνέχεια



Οι πολιτικές διαστάσεις του προβλήματος του δημόσιου χρέους
15/07/2011, 11:29 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: , ,
Η εισήγηση του Γιάννη Δραγασάκη στο Διεθνές Συνέδριο «Δημόσιο χρέος και πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη: Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», που διοργανώσαν το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο Συνασπισμός και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς
Του Γιάννη Δραγασάκη

Το πρόβλημα της δημόσιας και της ιδιωτικής υπερχρέωσης αναδεικνύεται ολοένα και πιο έντονα σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, μαζί και στην Ελλάδα, αποτελεί κορυφαίο κοινωνικό, οικονομικό και πρωτίστως πολιτικό πρόβλημα. Διότι ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που έχουν τις ρίζες τους στη μακρόχρονη άνιση διανομή των εισοδημάτων και σε προβλήματα της πραγματικής οικονομίας. Ήταν μια συνειδητή επιλογή στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που κυριάρχησαν, με στόχο την αποκομιδή εύκολων κερδών από τις τράπεζες κυρίως, αλλά όχι μόνο, την πρόσκαιρη συγκάλυψη των κοινωνικών ανισοτήτων και την άμβλυνση των κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού με μια μεγέθυνση που γινόταν με την διαρκή στήριξη του δανεισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν περί λάθους, αλλά είναι μια συνειδητή και συστημική επιλογή.
Στη χώρα μας ειδικά, ενώ ο συνολικός δανεισμός αυξανόταν επί χρόνια,πολύ πιο γρήγορα από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, πράγμα που διαρκώς επισημαίναμε μέσα και έξω από τη βουλή, οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και οι τράπεζες δανείζονταν και δάνειζαν ανέμελα. Και τούτο γιατί, όπως κάποια στιγμή αναγνώρισε ο Πρόεδρος του Eurogroup κ. Γιούνκερ, ήταν μεγάλα τα κέρδη που προέκυπταν για ξένα και για ελληνικά συμφέροντα μέσα από αυτή την ανακυκλούμενη βιομηχανία δανεισμού, την αντίστοιχη κατανάλωση και τις αντίστοιχες εισαγωγές. «Τα ξέραμε» δήλωσε ο κ. Γιούνκερ «από καιρό». Τότε γιατί, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ζητάνε θυσίες από τον ελληνικό λαό και όχι από όσους, μέσα και έξω από την Ελλάδα, καρπώθηκαν τα κέρδη; Τώρα οι ιθύνοντες, σε Ελλάδα και Ευρώπη, προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τους εργαζόμενους, για να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες.
Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους είναι όχι μόνο πολιτικό αλλά και βαθύτατα ταξικό. Διότι κατά βάση προκύπτει από την κοινωνικοποίηση, μέσω του κράτους, του κόστους των κρίσεων και ζημιών του ιδιωτικού τομέα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ιρλανδία. Με δημόσιο χρέος 27% πριν από την κρίση, απειλείται τώρα με χρεοκοπία διότι το κράτος απορρόφησε τις ζημιές των τραπεζών. Το ίδιο φαινόμενο, μετατροπή δηλαδή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, παρατηρείται στην Πορτογαλία, την Ισπανία και αλλού.
Σε μας αυτό βέβαια έγινε και από παλαιότερα, σε προηγούμενες κρίσεις. Το ελληνικό δημόσιο χρέος δημιουργήθηκε κυρίως τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν από 22%, που ήταν το 1980, έφτασε το 98% το 1993 και σήμερα, μετά την κρίση, τη στήριξη των τραπεζών και την ύφεση που προκαλεί η πολιτική του Μνημονίου, εκτιμάται στο πρωτοφανές ύψος του 150% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα του δημόσιου χρέους επιτείνεται και από ειδικότερες αιτίες. Μελέτες Ελλήνων οικονομολόγων, εκθέσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλων φορέων μας επιτρέπουν να ξεχωρίσουμε τρεις, τις πιο σημαντικές, που είναι:
α) Η φορολογική ασυλία των ισχυρών, η διάχυτη φοροδιαφυγή και η υστέρηση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης.
β) Οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες και οι εξοπλισμοί, που ευθύνονται για το 1/3 περίπου του πριν την κρίση χρέους.
γ) Η απουσία κάθε συστήματος ελέγχου και αξιολόγησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών και η μετατροπή του δημοσίου σε χώρο ελεύθερης δράσης των ιδιωτικών συμφερόντων, ιδίως μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Άρα δεν ευθύνεται το κράτος γενικώς, όπως λένε, οι απολογητές του ισχύοντος συστήματος αλλά η περαιτέρω υποταγή του κράτους σε ιδιωτικά συμφέροντα και σε ιδιοτελείς συμπεριφορές και πρακτικές.
Ενώ όμως το δημόσιο χρέος, όπως είδαμε, προϋπήρχε, αλλά ήταν διαχειρίσιμο μέχρι και το 2009, η μετεξέλιξή του σε ανοιχτή κρίση και ο αποκλεισμός από τις αγορές δανεισμού δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο ενδογενών αιτιών. Πέρα από τις ευθύνες της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ήταν αποτέλεσμα αφ’ ενός της διεθνούς κρίσης και αφ’ ετέρου της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Νομισματικής Ένωσης, των εγγενών ελλειμμάτων και αντιφάσεων του ευρώ, της απουσίας μηχανισμών κοινού δανεισμού και κοινής άμυνας απέναντι στην κερδοσκοπία και την  παντοδυναμία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Σήμερα τα ελλείμματα αυτά, λίγο ως πολύ, αναγνωρίζονται. Επίσης πολλοί, ακόμη και κορυφαίοι παράγοντες της Ε.Ε., αναγνωρίζουν ότι το μέγεθος και το οικονομικό κόστος της ελληνικής κρίσης μεγάλωσε εξαιτίας των προβλημάτων αυτών αλλά και της σκόπιμης ολιγωρίας της Γερμανίδας καγκελαρίου κας Μέρκελ και των ευρωπαϊκών αρχών.

Ριζική λύση με κοινή αριστερή ευρωπαϊκή στρατηγική

Από την ανάλυση αυτή προκύπτουν δύο διαπιστώσεις και ένα συμπέρασμα.
Διαπίστωση πρώτη:  Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος των 300 περίπου δις ευρώ αντιπροσωπεύει ένα κεφάλαιο που δεν υπάρχει πλέον ούτε ως χρήμα ούτε ως παραγωγική δυνατότητα. Είναι ένα κεφάλαιο που έχει αναλωθεί σε μια κατανάλωση που δεν υπάρχει πλέον, σε εξοπλισμούς οι οποίοι δεν παράγουν εισόδημα, σε υποδομές που φθείρονται ή αντιπροσωπεύει κέρδη και φοροκλοπές που και τα δύο έχουν, σε μεγάλο βαθμό, φυγαδευτεί στο εξωτερικό. Άρα, αυτό το συσσωρευμένο χρέος, ως αναλωθέν κεφάλαιο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί, δεν μπορεί να δώσει εισόδημα, άρα δεν μπορεί να πληρωθεί.
Αν το πλεόνασμα από την όποια μελλοντική ανάκαμψη χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή αυτού του παλαιού και αναλωθέντος πια κεφαλαίου, όπως προβλέπει το Μνημόνιο και υποστηρίζει η κυβέρνηση, η Ελλάδα θα μείνει αιωνίως υπερχρεωμένη, αν δεχθούν να την δανείζουν φυσικά, η οικονομία θα μπει σε μακροχρόνιο μαρασμό και η κοινωνία θα γνωρίσει την εξαθλίωση. Αν πουληθεί η δημόσια περιουσία, όπως ζητείται επιτακτικά, για να αποπληρωθεί αυτό το παλαιό χρέος, αυτό θα ήταν μια ληστεία προς τις νέες γενιές και μια ταπείνωση διαρκείας. Κάνει εντύπωση που οι πιέσεις αυτές έρχονται κυρίως από μια χώρα που ο λαός της έχει ταπεινωθεί στο παρελθόν και γνωρίζει επομένως καλά τις μακροχρόνιες συνέπειες τέτοιων ταπεινώσεων.
Διαπίστωση δεύτερη: Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί ένα μέρος αυτού του αναλωθέντος κεφαλαίου, του παλαιού χρέους δηλαδή, είναι μέσω μιας νέας ανάπτυξης, η οποία όμως για να επιτευχθεί απαιτεί νέους πόρους. Θεωρητικά θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί και όλο το χρέος και μακροχρόνια να αποσβεσθεί, όπως έγινε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με το χρέος των ΗΠΑ και άλλων χωρών, μέσω μιας ισχυρής και διαρκούς ανάπτυξης. Όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας προοπτικής απαιτεί ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής, ένα πανευρωπαϊκό αναπτυξιακό σχέδιο και μαζική μεταφορά μη δανειακών πόρων, όπως είχε γίνει μεταπολεμικά με το σχέδιο Μάρσαλ.
Το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους  καλούμαστε λοιπόν να το προσεγγίσουμε καταρχήν στρατηγικά και όχι λογιστικά. Και έχουν δίκιο όσοι, όπως ο Ζακ Ατταλί σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, μας καλούν να σκεφθούμε το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους με όρους ενός «καλού» και ενός «κακού» χρέους. Το «καλό» χρέος είναι το νέο χρέος που πρέπει να υπάρξει, με φειδώ ασφαλώς, μόνο για αναπτυξιακούς σκοπούς και το «κακό», είναι το χρέος που έρχεται από το παρελθόν, το οποίο θα πρέπει να απορροφηθεί από κάποιον ευρωπαϊκό ή διεθνή φορέα, μέσω του οποίου θα μπει σε μια διαδικασία μακροχρόνιας απόσβεσής του. Ίσως έχουν δίκιο, για να αναφερθώ σε μια διαφορετική πρόταση, επίσης, το Δίκτυο Ευρωπαίων Οικονομολόγων, ο καθηγητής Βαρουφάκης και όλοι όσοι υποστηρίζουν, καιρό τώρα, πως ένα μέρος των εθνικών χρεών πρέπει να απορροφηθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να αδρανοποιηθεί. Άλλωστε αυτό δεν κάνουν και η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μέσω των κεντρικών τραπεζών; Η κοινή ιδέα εδώ είναι πως το παλιό χρέος, το πεθαμένο κεφάλαιο, δεν θα πρέπει να πνίξει, κρατώντας δέσμιο, το ζωντανό κεφάλαιο και μαζί μ’ αυτό ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία, σε ένα εξαντλημένο παρελθόν.
Αυτές είναι οι διαπιστώσεις. Το συμπέρασμα, που υποσχέθηκα, είναι ότι υπάρχει προοδευτική λύση στο πρόβλημα του χρέους. Όμως η λύση αυτή περνά μέσα από μια διαπραγμάτευση με δύο κυρίως επίδικα θέματα: το πρώτο είναι η μείωση του χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του σε ανεκτά επίπεδα και το δεύτερο είναι η χρηματοδότηση της ανάκαμψης, της ανασυγκρότησης της οικονομίας και της νέας ανάπτυξης. Εννοείται πως στην εξειδίκευση μιας τέτοιας διαδικασίας θα πρέπει να διευκρινιστούν πολλά θέματα. Για παράδειγμα, ορισμένοι δικαιούχοι, όπως ασφαλιστικά ταμεία σε Ελλάδα και Ευρώπη, ή μικροαποταμιευτές, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το όποιο κόστος ή να αποζημιωθούν. Επίσης η ρύθμιση του Δημόσιου Χρέους, για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα, πρέπει να περιλαμβάνει τη ρύθμιση του χρέους των τραπεζών και μέρος του ιδιωτικού χρέους, ιδίως αυτό των φτωχών νοικοκυριών. Ακόμη πρέπει να προβλεφθεί μια ρήτρα ώστε σε περίπτωση ύφεσης ή υψηλής ανεργίας να μειώνεται ή και να παγώνει προσωρινά η εξυπηρέτηση του χρέους.
Μπορούμε λοιπόν να εργασθούμε για μια πολυμερή ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος, τις ανισότητες και τις αναπτυξιακές ασυμμετρίες στην Ευρώπη, που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά με τρόπο ριζικό και συνολικό για όλες τις χώρες και θα θέσει την ευρωπαϊκή προοπτική σε νέες βάσεις. Η άλλη επιλογή είναι να αφεθούν τα προβλήματα να σέρνονται μέσα σε ατέρμονες διμερείς και αποσπασματικές διαπραγματεύσεις, πιέσεις, εκβιασμούς και επαναλαμβανόμενες κρίσεις.
Πιστεύω πως η πρώτη εκδοχή πρέπει να είναι η επιλογή μας. Υπάρχουν όμως δυνατότητες να φτάσουμε σε μια τέτοια προοπτική; Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι μια τέτοια ρύθμιση έχει παραπλήσια λογική με τη ρύθμιση που πέτυχε η Γερμανία το 1953 στα δικά της χρέη. Άρα δεν είναι μια λύση εξωπραγματική.
Μπορούμε να πούμε επίσης ότι, σε αντίθεση με το κλίμα που υπήρχε ένα χρόνο πριν, το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους αρχίζει να συνειδητοποιείται ως ένα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πρόβλημα. Αρχίζει να συνειδητοποιείται ότι το πρόβλημα, στ’ αλήθεια, δεν είναι το δημόσιο χρέος από μόνο του αλλά η ύφεση, το ιδιωτικό χρέος, το χρέος των τραπεζών και η συνέχιση της πολιτικής που δημιουργεί το χρέος. Άρα και εκεί που σήμερα δεν υπάρχει πρόβλημα Δημόσιου Χρέους, αύριο μπορεί να εμφανισθεί. Αρχίζει έτσι να αναπτύσσεται ένας ευρύτερος προβληματισμός και από δυνάμεις πέραν της Αριστεράς, ακόμη και παράγοντες της σοσιαλδημοκρατίας που, μαζί με τις προτάσεις του ΚΕΑ, του Δικτύου Ευρωπαίων Οικονομολόγων, του Attac, και πολλών άλλων κοινωνικών και επιστημονικών οργανώσεων και παραγόντων, συγκροτούν τον πυρήνα μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής απάντησης στο πρόβλημα του χρέους. Αν και ο διάλογος συνεχίζεται με συγκλίνουσες όσο και αποκλίνουσες απόψεις, βασικά σημεία μιας τέτοιας πολιτικής είναι:
Πρώτο, να επιτραπεί ο κατευθείαν δανεισμός και των κρατών από την ΕΚΤ, όπως συμβαίνει και με τις τράπεζες.
Δεύτερο, να δημιουργηθεί κοινός μηχανισμός δανεισμού για την έκδοση ευρωομολόγων που, υπό όρους και προϋποθέσεις, θα μπορούσε να περιορίσει τη δύναμη των αγορών να κερδοσκοπούν με τις διαφορές επιτοκίων.
Τρίτο, να μετατραπεί μέρος των εθνικών χρεών σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος.
Τέταρτο, να γίνει διαγραφή, αδρανοποίηση ή επαναγορά μέρους του χρέους με τους πόρους ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή και της περιουσίας.
Πέμπτο, να εξασφαλισθεί αναπτυξιακή ώθηση σε όλη την Ε.Ε., με αιχμή την απασχόληση, την κοινωνική ανάπτυξη και την αλληλεγγύη, μέσα από έναν ενισχυμένο προϋπολογισμό και νέους θεσμούς διαφανείς και δημοκρατικά ελεγχόμενους. Μια τέτοια συναφής πρόταση θα παρουσιασθεί στο Συνέδριό μας από το σ. Βουρτς, την τελευταία ημέρα του Συνεδρίου.
Υπάρχουν λοιπόν λύσεις, μέσα από ένα διαφορετικό ρόλο της ΕΚΤ, που θα μπορούσαν να δώσουν άμεση διέξοδο και ταυτόχρονα να συμβάλλουν στον αγώνα ενάντια στο μισθολογικό, το φορολογικό και τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενισχύοντας την αλληλεγγύη. Ο βαθύτερος λόγος που αυτές οι λύσεις δεν υιοθετούνται δεν είναι εμπόδια θεσμικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Ο λόγος είναι ότι, αν υιοθετούνταν, θα κλόνιζαν τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και τη συναίνεση, που έχει διαμορφωθεί πάνω σ’ αυτήν, ανάμεσα στην ευρωπαϊκή δεξιά και μεγάλα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι λοιπόν αυτές οι συναινέσεις και οι διαμορφωμένοι συσχετισμοί που πρέπει να ανατραπούν για να ανοίξει ο δρόμος για προοδευτικές λύσεις, και όχι μόνο για το πρόβλημα του χρέους.

Νομικές και ηθικές διαστάσεις του χρέους

Αναφέρθηκα στο πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα του χρέους και εξέθεσα μια επιχειρηματολογία υπέρ της μερικής τουλάχιστον διαγραφής ή αδρανοποίησης του συσσωρευμένου χρέους, που προκύπτει από την κατανόηση του χρέους με όρους πολιτικής οικονομίας. Όμως σημαντικές είναι και οι νομικές και οι ηθικές ακόμη διαστάσεις του προβλήματος του χρέους.
Πόσο ηθικό είναι το κάθε νήπιο που θα γεννιέται απ’ εδώ και πέρα στην Ελλάδα να ξεκινάει τη ζωή του με χρέος (κατά κεφαλή) 30.000 ευρώ; Και ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να βεβαιώσει για το άμεμπτο των δανειακών συμβάσεων του ελληνικού κράτους, μετά από όσα έχουν αποκαλυφθεί γύρω από το σκάνδαλο της Siemens και όχι μόνο;
Πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται από πολίτες, κόμματα και βουλευτές, για τον έλεγχο του χρέους, μπορούν να έχουν θετική συμβολή στην αποκάλυψη και τέτοιων πτυχών. Θα πρότεινα μάλιστα να τροποποιηθεί άμεσα ο Κανονισμός της Βουλής -δεν είναι δύσκολο-, ώστε στη σχετική επιτροπή για τη διερεύνηση και τον έλεγχο του χρέους, που ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να συσταθεί, να μπορούν να συμμετάσχουν ως ισότιμα μέλη και εκπρόσωποι συλλογικών φορέων και  ειδικοί επιστήμονες, όπως έχει γίνει και σε άλλες χώρες.
Αναφέρθηκα επίσης σε μια διαπραγμάτευση πολιτική. Εδώ προκύπτει ο ρόλος των πολιτικών υποκειμένων. Μπορεί π.χ. η σημερινή ελληνική κυβέρνηση και, κυρίως, θέλει να συγκρουσθεί με λογικές και συμφέροντα που ως τώρα έδειξε να υπηρετεί τυφλά;
Προφανώς είναι στο χέρι του ελληνικού λαού να αναδείξει μια κυβέρνηση που θα έχει τη βούληση και τη δύναμη, στηριγμένη στον ίδιο το λαό, να αγωνισθεί για να απαλλάξει την κοινωνία από τον κίνδυνο ενός μακροχρόνιου μαρασμού. Όμως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, αυτή τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, να την κατανοήσουμε συνυφασμένη με την ενεργή παρουσία του λαϊκού παράγοντα, των συνδικάτων, των κινημάτων, των προοδευτικών επιστημόνων και εδώ και στην Ευρώπη.
Δεν πρέπει να μας τρομάζει το πρόβλημα. Δεν πρέπει να μας φοβίζουν οι δυσκολίες. Όμως δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δυνατότητα του χρηματιστικού καπιταλισμού όχι μόνο να συγκεντρώνει τον πλούτο, αλλά και να αποκεντρώνει το ρίσκο, να διαχέει τον κίνδυνο, να σκορπά το φόβο μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει λοιπόν και ένα θέμα αντίστασης και σε αυτό το επίπεδο. Υπάρχει θέμα ορθής ενημέρωσης. Χρειαζόμαστε επομένως πυκνό συντονισμό, δίκτυα ανταλλαγής πληροφοριών και κινητοποίησης.

Ρύθμιση του χρέους: Αναγκαία αλλά δεν αρκεί

Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ έχει μερικές πολύ σημαντικές σελίδες για το ρόλο του Δημόσιου Χρέους στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου και την εξέλιξη του καπιταλισμού. Εκεί λοιπόν κάνει μια αναφορά και στο Δημόσιο Χρέος ως πηγή αυταπατών. Πρώτη αυταπάτη ότι το χρέος φταίει για όλα τα δεινά. Δεύτερη αυταπάτη ότι αν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα χρέους τα βάσανα του κόσμου της εργασίας θα τελειώσουν. Με τη σκέψη μου στην επισήμανση αυτή θα ήθελα να ολοκληρώσω.
Σωστά, νομίζω, διαπιστώνουμε ότι μια δίκαιη και βιώσιμη ρύθμιση του συσσωρευμένου χρέους είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη. Σωστά επικεντρώνουμε την προσοχή μας σ’ αυτό. Διότι το συσσωρευμένο χρέος, όσο αυξάνει, μεγαλώνει την επισφάλεια της εργασίας και την πίεση στο κοινωνικό κράτος. Αξιοποιείται επίσης ως μοχλός εξάρτησης, πίεσης, εκβιασμού και τρομοκράτησης της κοινωνίας. Επομένως είναι αναγκαίο να έχουμε, ως Αριστερά, μια σαφή πρόταση για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Όμως η ρύθμιση του χρέους από μόνη της, ακόμη κι αν γίνει με τους πλέον ευνοϊκούς όρους, δεν αρκεί για μια επανεκκίνηση της οικονομίας και αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος, αν δεν ανατραπεί το σύστημα που δημιουργεί το χρέος. Και εμάς, ως Αριστερά, πρωτίστως μας ενδιαφέρουν οι αιτίες, οι ρίζες των προβλημάτων και όχι μόνο τα συμπτώματά τους. Το δημόσιο χρέος στην εποχή μας, και ειδικά στις χώρες της ευρωζώνης, είναι ένα, όπως προσπάθησα να δείξω,  χρέος συστημικό, οργανικά συνδεδεμένο με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και την κρίση του καπιταλισμού, διαφορετικό από ορισμένες απόψεις από το χρέος του τρίτου κόσμου, το οποίο γνωρίζαμε ως τώρα. Πρέπει συνεπώς να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες που υπάρχουν, με τρόπο δημιουργικό και όχι μηχανιστικό, αλλά και να δημιουργήσουμε νέες, με τη σκέψη και τη δράση μας. Το βέβαιο είναι πως η απελευθέρωση από τη θηλιά του χρέους δεν θα είναι ένα μονόπρακτο έργο αλλά αποτέλεσμα μιας βαθιάς συστημικής αλλαγής του τρόπου ανάπτυξης, του τρόπου χρηματοδότησης της οικονομίας και του τρόπου διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει πως ο ριζικός μετασχηματισμός του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, η διαρκής επαγρύπνηση και η πάλη για τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα, η δίκαιη διανομή και αναδιανομή, ο κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, η εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικής ανάπτυξης, με επίκεντρο τη διεύρυνση της απασχόλησης και την αναβάθμιση της εργασίας είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μια δίκαιη και βιώσιμη ρύθμιση του συσσωρευμένου χρέους μπορεί να αποδειχθεί πράγματι ανάσα για το λαό. Ο συνδυασμός μάλιστα της οικονομικής με την οικολογική κρίση κάνει ένα τέτοιο πλαίσιο ακόμη πιο απαιτητικό, αφού η διέξοδος από την κρίση πρέπει να γίνει με όρους όχι περισσότερης αλλά διαφορετικής ανάπτυξης, διαφορετικής πρωτίστως από οικολογική και κοινωνική άποψη.
********
Συνηθίζουμε να λέμε σχεδόν στερεότυπα, σα να απαγγέλουμε ένα ποίημα, ότι στην εποχή μας υπάρχουν πολλές αριστερές και η κάθε μια έχει τις δικές της αναλύσεις. Βάζοντας όμως τελεία στο σημείο αυτό, δεν εξηγούμε αλλά αναπαράγουμε τον κατακερματισμό.
Προσωπικά πάντα πίστευα πως και μέσα από τις διαφορετικές αναλύσεις μπορούν να υπάρξουν κοινοί τόποι και περιοχές κοινής δράσης. Το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς αντιπροσωπεύει και προσωποποιεί αυτή τη δυνατότητα. Η ύπαρξη και η δράση του μας παρακινεί να δοκιμάσουμε ένα νέο μοτίβο, εκείνο που λέει πως, παρά τις διαφορές μας, είμαστε όλοι μαζί εδώ γιατί αντιπροσωπεύουμε κοινές ανάγκες, κοινές αγωνίες, κοινές ελπίδες, είμαστε όλοι μαζί εδώ γιατί έχουμε τελικά πολλά κοινά αιτήματα, γιατί οι αγώνες που έρχονται μπορούν να κερδηθούν μόνο αν είμαστε αποφασισμένοι και όλοι μαζί.


Υποκρισία και προκατάληψη
15/07/2011, 11:24 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: ,

Του Δημήτρη Τζανακόπουλου

Η απεργία πείνας των τριακοσίων μεταναστών πυροδότησε μια συζήτηση περί ρατσισμού, πολυπολιτισμικότητας, δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας της Δύσης, η οποία εκτός από θεωρητικά ενδιαφέρουσα  είναι και άμεσα πολιτική. Συγκεκριμένα, οι συντηρητικοί φιλελεύθεροι όλων των αποχρώσεων αποφάσισαν να δραπετεύσουν από το άμεσο επίδικό και να δικαιολογήσουν την άρνηση τους να υποστηρίξουν τα αιτήματα των μεταναστών εργατών για νομιμοποίηση, επικαλούμενοι είτε το Nόμο που είναι σαφής – και, ως γνωστό, μιλά χρόνια τώρα από μόνος του, καθώς το νόημα του είναι άμεσα παρόν στο ίδιο του το γράμμα-, είτε, ακόμα χειρότερα, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που συνεπάγεται μια άνευ ορίων ανοχή στους πολιτισμούς που δεν φέρουν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας.

 

Σε ό,τι αφορά τους πρώτους, δεν μπορούμε παρά να τους αναγνωρίσουμε τουλάχιστον το ελαφρυντικό της εντιμότητας. Οι άνθρωποι είναι σαφείς: «Ο Νόμος μίλησε: όσοι μετανάστες δεν είναι νόμιμοι, είναι παράνομοι. Τέλος.» Τι μπορεί κανείς να πει μπροστά στη συντριπτική αυθεντία του Νόμου; Αν όλοι αρχίσουν να εκβιάζουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση για να ικανοποιήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, η κοινωνία θα μετατραπεί σε πεδίο μάχης όλων εναντίον όλων, με συνέπεια την απώλεια της ενότητάς της, αφού η βασική νομική κατασκευή που τη στηρίζει, η αποδοχή δηλαδή της άποψης ότι η Βουλή όταν αποφασίζει εκφράζει την κοινή βούληση του λαού – Βουλή είναι τι άλλο να κάνει; -, θα αποδιαρθρωθεί. Πρόκειται εδώ για τους υποστηρικτές του Νόμου και της Τάξης,  οι οποίοι τρέμουν στην ιδέα οποιασδήποτε κινητοποίησης, διότι αυτή στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τους εγγενείς διχασμούς του κοινωνικού, αναδεικνύοντας τα διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα που είναι ενεργά πίσω από τη συνταγματική κατασκευή της κοινωνικής ενότητας. Δεν  είναι, εξάλλου, ακριβώς αυτή η νομική ενότητα που λειτουργεί ως  εγγυητής της αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας; A propos, η θέση αυτή κυριαρχεί όλο και περισσότερο μεταξύ των συντηρητικών διανοουμένων, οι οποίοι βλέπουν με τρόμο τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που θίγονται από την οικονομική κρίση να αρνούνται να αποδεχτούν την αυθεντία του Νόμου και να αμφισβητούν στην πράξη τα ίδια τα θεμέλια της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το μόνο που μπορούμε να τους πούμε είναι ότι τους καλωσορίζουμε στο σύμπαν της ταξικής πάλης. Και ευτυχώς, αυτό το τελευταίο δεν διάκειται καθόλου φιλικά προς τις νομικές τους κατασκευές.

 

Στη δεύτερη περίπτωση τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Οι διανοούμενοι της δεύτερης κατηγορίας συνήθώς είναι μεταμελημένοι αριστεροί που, όταν συνειδητοποίησαν ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι μυθικά πλάσματα της φαντασίας, ευγενείς, καλοαναθρεμμένοι και γνώστες των κανόνων του «savoir vivre», αποφάσισαν να πάρουν τις αποστάσεις τους και να επανέλθουν στις ρίζες τους, δηλαδή στην αγκαλιά του αστισμού από τον οποίο για λίγο είχαν δραπετεύσει. Γιατί όμως έχει τόση σημασία αυτή η αναγκαστικά γενικευτική γενεαλογία της επιστροφής τους; Για τον απλούστατο λόγο ότι εξηγεί την ένοχη συνείδησή τους. Απέναντι στις κατηγορίες για ρατσισμό που τους αποδίδονται, επειδή σιώπησαν ή στάθηκαν εχθρικά απέναντι στην κινητοποίηση των μεταναστών, αντιπαραβάλλουν τις ευγενείς προθέσεις τους να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη οικουμενικότητα. Η επιχειρηματολογία τους συγκροτείται περίπου ως εξής: Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές, αντιθέτως, υπερασπιζόμαστε τις αρχές της ανοικτής κοινωνίας απέναντι στους φονταμενταλιστές μουσουλμάνους που έρχονται από την Ανατολή και την Αφρική και, εκμεταλλευόμενοι την ανεκτικότητα της Δύσης, θέλουν να την καταστρέψουν. Είναι αναπόφευκτο να  θυμηθεί κανείς το λαϊκό ευφυολόγημα: «Δεν είμαι εγώ ρατσιστής. Αυτός είναι μουσουλμάνος.» Ακριβώς σε αυτή την αντίληψη συναντά κανείς όλα τα αδιέξοδα της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Μπορούμε να είμαστε ανεκτικοί μπροστά σε αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν την κοινωνία της ανεκτικότητας; Εδώ ή απάντηση είναι αρκετά δύσκολη και οι τετριμμένες απαντήσεις της φιλελεύθερης αριστεράς, δηλαδή όλης της αριστεράς, δεν είναι πειστικές.

 

Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση αυτού του ερωτήματος, οφείλονται μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις σε σχέση με το αν και κατά πόσο το ερώτημα αυτό έχει την οποιαδήποτε σχέση με την απεργία πείνας των μεταναστών εργατών. Μαντέψτε την απάντηση: Απολύτως καμία. Πρόκειται για μια συζήτηση η οποία έχει ανοίξει ξανά στην Ευρώπη και αφορά το θέμα της αναγνώρισης της κυριαρχίας του Δυτικού πολιτισμού  ως όρου για την άσκηση της οποιασδήποτε ελευθερίας. Στo πλαίσιo αυτής της συζήτησης αμφισβητείται η ηγεμονία του μούλτι κούλτι, του πολιτισμικού σχετικισμού των πολιτικά ορθών μεταμοντέρνων αρνητών οποιασδήποτε μορφής λόγου με οικουμενικές αξιώσεις. Τι σχέση μπορεί, άραγε, να έχει αυτό με την αλληλεγγύη σε μετανάστες εργάτες που διεκδικούν το δικαίωμα τους σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εργασίας; Το μυστήριο παραμένει. Ούτε το δικαίωμα τους να κάνουν κλειτοριδεκτομή στις κόρες τους διεκδίκησαν, ούτε να σαπίζουν στο ξύλο τις γυναίκες τους, ούτε να αναγνωριστεί το δικαίωμα τους στην πολυγαμία. Το μόνο που ζήτησαν είναι ασφάλιση και την εξασφάλιση των  απαραίτητων όρων για  να μπορούν να διεκδικήσουν αύξηση.

 

Αλλά ας πάμε λίγο παρακάτω και ας δεχτούμε, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για πλάνη, την ειλικρίνεια του ερωτήματος περί των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας. Το πρώτο που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι, όπως συμβαίνει κάθε φορά που αρνούμαστε τον πολιτιστικό σχετικισμό και τις μαζικές και εύκολες συνταγές του φιλελευθερισμού, βρισκόμαστε σε επικίνδυνο, αν και όχι κατ’ ανάγκη εχθρικό, έδαφος. Πράγματι, η αριστερά δεν μπορεί παρά να διάκειται εχθρικά απέναντι σε κάθε μορφή θρησκευτικού ή άλλου φονταμενταλισμού και δεν μπορεί να αποδεχτεί τα κηρύγματα μίσους τα οποία έχουν βρει εύφορο έδαφος ανάπτυξης σε περιοχές που έχουν υποστεί δεκαετίες καταπίεσης από το δυτικό ιμπεριαλισμό.  Αυτό, όμως, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την a priori σύνδεση συγκεκριμένων θρησκειών, και ειδικά του Ισλάμ, με τον φονταμενταλισμό, όπως γίνεται για παράδειγμα σε πρόσφατο άρθρο της κ. Τριανταφύλλου, η οποία επαναλαμβάνει τους πιο τετριμμένους αφορισμούς του χριστιανικού κατεστημένου της Δύσης. Οι ιδεολογικοί και οι θρησκευτικοί λόγοι είναι κατεξοχήν τέτοιοι, δεν είναι συγκροτημένα σύνολα ιδεών με κλειστό νόημα, αλλά ανανοηματοδοτούνται ανάλογα με τη σκοπιά των υποκειμένων της εκφοράς που, με τη σειρά της, εξαρτάται από τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Σκεφτείτε μόνο ότι ο Χριστιανισμός έχει λειτουργήσει ως λόγος για να υποστηρίξει από τις πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης ως τα κινήματα των ακτημόνων της Λατινικής Αμερικής. Ή ακόμα ότι ο Ισλαμισμός ήταν η θρησκεία των φορέων της Αραβικής Αναγέννησης. Βέβαια, κάθε λόγος έχει τα δικά του όρια ανάλογα με τις αξιωματικές του παραδοχές και συγκροτεί μια μήτρα δυνατοτήτων και περιορισμών. Και οι θρησκευτικοί ιδεολογικοί λόγοι είναι δέσμιοι μιας σειράς περιορισμών, οι οποίοι δεν τους επιτρέπουν να γίνουν λόγοι συνολικά απελευθερωτικοί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ισχυρισμός ότι ο Ισλαμισμός είναι μια κατεξοχήν επιθετική θρησκεία με οιονεί κλειδωμένο νόημα δεν είναι απλώς λάθος: είναι ρατσιστικός.

 

Αυτό το οποίο φαίνεται να υπονοείται από τις αναλύσεις αυτές είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ιδεολογικής παρέμβασης και ηγεμονίας με σκόπευση μετανάστες από χώρες του Ισλάμ είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο μόνος τρόπος να προστατευτεί η Δυτική Κοινωνία, διάβαζε ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, από την εισβολή των μεταναστών είναι η μετατροπή της σε Φρούριο. Και, ως δια μαγείας  οι καλοί μας διανοούμενοι βρίσκονται ξαφνικά σφιχταγκαλιασμένοι με τις πιο ακραίες φωνές μισαλλοδοξίας και επιθετικότητας της ανοιχτής Δυτικής Κοινωνίας. Τους  καλωσορίζουμε στον γοητευτικό κύκλο της ιδεολογίας.

Από τα παραπάνω, όμως, συνάγονται και συμπεράσματα που δεν αφορούν μόνο τους συντηρητικούς διανοούμενους οποιουδήποτε φυράματος, αλλά και την ίδια την Αριστερά, τις ιδεολογικές της ασάφειες και τη στρατηγική της αμηχανία. Η αμηχανία αυτή φαίνεται ξεκάθαρα όταν η Αριστερά γίνεται στόχος επιθέσεων και, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τις διαισθητικά ορθές τοποθετήσεις της, όπως στην περίπτωση των μεταναστών, παρά μόνο μέσα από το γυαλιά του ανθρωπισμού ή/και του φιλελευθερισμού. Η ρητορεία για τα πανανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια ως καθολική αξία μπορεί να αναδεικνύεται αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα, σε συνθήκες σχετικής ευημερίας, αλλά σε περιόδους κρίσης είναι φτωχή και ατελέσφορη. Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο είναι ταυτόχρονα με την υπεράσπιση δικαιωμάτων και ελευθεριών στo πλαίσιo του καπιταλισμού, να συγκροτήσουμε έναν λόγο ανταγωνιστικό τόσο προς τις καθολικές αξίες και τις ηθικές δικαιολογήσεις του φιλελευθερισμού, όσο και προς τον πολιτισμικό σχετικισμό των μεταμοντέρνων. Χρειαζόμαστε πρακτικές κατεξοχήν μεροληπτικές, βασισμένες στην κατάφαση της ζωής που μας αρνούνται και στην ισχύ του οργανωμένου κόσμου της εργασίας. Μόνο μέσα από τις συγκρούσεις των οργανωμένων μειοψηφιών που βελτιώνουν τις συνθήκες της  ζωής των ανθρώπων αλλάζουν οι συσχετισμοί – όχι μέσα από τις καθολικευτικές ρητορείες ή την υπεράσπιση της διαφορετικότητας.



Για την πολιτική ανυπακοή
15/07/2011, 11:20 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες: ,

Του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Πολιτική ανυπακοή και όχι ιδιωτική, όπως θα μπορούσε να καταστήσει πιστευτό μία επιπόλαιη μεταγραφή της αντίστοιχης αγγλικής έκφρασης: civil disobedience. Δεν πρόκειται  μόνο για άτομα  που συνειδητά θα εναντιωνόταν στην εξουσία. Αλλά για πολίτες, οι οποίοι σε μία κρίσιμη  περίσταση, αναδημιουργούν την ιδιότητά τους  με μία  δημόσια πρωτοβουλία «ανυπακοής» προς το Κράτος.

 

Μία τέτοια ενέργεια ανυπακοής είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί; Είναι νόμιμη; Η έκκληση, που προωθήθηκε από τους σκηνοθέτες και υιοθετήθηκε από χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, για τη μη-εφαρμογή των διατάξεων  του νόμου  «Debré», που αφορούσαν στη δήλωση της διαμονής των αλλοδαπών, ήγειρε τα παραπάνω ερωτήματα. Δεν πρόκειται να σχολιασθούν εδώ οι ξεκάθαροι όροι αυτής της έκκλησης, αλλά να σχολιαστεί η αρχή που τη διέπει. Αυτό επιβάλλεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η πολιτική τάξη (με ορισμένες εξαιρέσεις) αντιμετώπισε την άποψη  των υποστηρικτών της έκκλησης  είτε με το να τους θέτει  εμπόδια,  είτε με το να τους προειδοποιεί με υπεροπτικό τρόπο. Το κράτος δικαίου, η δημοκρατική νομιμότητα, θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.

 

Θα ήθελα να διαλευκάνω την αντιπαράθεση εξετάζοντας αυτό που  υπονοεί  μία τέτοια ιδέα ανυπακοής σε σχέση με τον νόμο, την ιδιότητα του πολίτη και την πολιτική ευθύνη. Θα έρθει  λοιπόν η ώρα να αναρωτηθούμε με ποια πλευρά είναι η νομιμότητα και η διαφάνεια σε αυτή την υπόθεση.

 

Ο Σοφοκλής έβαζε την Αντιγόνη να πει «Οι κυρώσεις  του κράτους δεν θα έπρεπε να εκτείνονται πέρα από τους άγραφους νόμους». Γνωρίζουμε από τον καιρό της θεμελίωσης των δημοκρατιών ότι μία εξουσία είναι νόμιμη στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίφαση  με  συγκεκριμένους ανώτερους νόμους της ανθρωπότητας. Ίσως  η αναπαράσταση στην οποία  μπορεί κανείς να προβεί για να περιγράψει  τις καταβολές αυτών των νόμων  έχει εξελιχθεί. Μολαταύτα, το περιεχόμενό τους μένει πάντα το ίδιο: είναι ο σεβασμός των ζωντανών και των νεκρών, η φιλοξενία, το απαραβίαστο του ανθρώπινου όντος, η μη-παραχάραξη της αλήθειας. Οι νόμοι αυτοί διακηρύσσουν  τις αξίες που επιτρέπουν σε μία πολιτική κοινότητα να διακρίνει  το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, και που μία κυβέρνηση ή ένα Κράτος οφείλουν να τις διαφυλάξουν με κάθε κόστος.

 

Τέτοιοι άγραφοι νόμοι είναι υπεράνω οποιασδήποτε περιστασιακής νομοθεσίας, και γενικότερα οποιουδήποτε θετικού νόμου. Γι’ αυτό το λόγο τη στιγμή που οι πολίτες διαπιστώνουν μία ολοφάνερη αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές νόμων, έχουν ως καθήκον να μεταφέρουν τη διένεξη στο δημόσιο χώρο, διακηρύσσοντας την υπακοή τους στους άγραφους νόμους, σε βάρος της υπακοής στο θετικό δίκαιο. Με αυτή τους την πράξη οι πολίτες αναδημιουργούν τις προϋποθέσεις μίας νομοθεσίας  ή της «γενικής βούλησης». Δεν επιτίθενται στην έννοια του νόμου, αλλά την υπερασπίζουν.

 

Έκτος από το να υποθέτουμε  κυβερνήσεις και λαούς τέλειους, μπορεί να δει κανείς  καθαρά ότι εάν μία τέτοια δημόσια έκθεση των αντιφάσεων ανάμεσα στους άγραφους και στους γραπτούς νόμους δεν πραγματοποιούταν   ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τότε η ισχύς  του νόμου θα εκφυλιζόταν σε συμφέρον του Κράτους. Το τελευταίο αποτυπώνεται στην άποψη σύμφωνα με την οποία οι τυπικές προϋποθέσεις των νόμων (η υιοθέτηση τους από ένα περιοδικά εκλεγόμενο κοινοβούλιο, η συνταγματικότητά τους, κ.τ.λ), προφανώς αναγκαίες, θα ήταν επίσης και επαρκείς. Μία τέτοια  καθαρά κρατικιστική αντίληψη διαφαίνεται στις δηλώσεις του υπουργού δικαιοσύνης, που μπορούν  να συνοψιστούν στο παλιό ρητό «ο νόμος είναι νόμος».

 

Από την άλλη πλευρά, η ιστορία του δημοκρατικού κράτους στη Γαλλία, μαζί με τα   επεισόδιά δειλίας και ηρωισμού που τη συνοδεύουν, από την υπόθεση  Dreyfus ως την αντίσταση, και από την διακήρυξη των 121 έως τη δίκη Bodigny, δεν στερείται παραδειγμάτων της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι ουσιώδεις προϋποθέσεις της υπακοής στο νόμο βρίσκονται αναθεμελιωμένες μέσω της άρνησης αποδοχής  των άδικων  αποφάσεων της πολιτικής ή δικαστικής εξουσίας.

 

Με αυτό το εμφανές παράδοξο μίας θεμελιώδους παραβίασης, βρισκόμαστε στην καρδιά της σχέσης ανάμεσα στην ανυπακοή και στην ιδιότητα του πολίτη. Αυτή η σχέση όμως  έχει ακόμα πιο συγκεκριμένες βάσεις  στο γαλλικό σύνταγμα, καθώς το τελευταίο  αρχίζει με τη Διακήρυξη  των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

 

Η προαναφερθείσα  σχέση  δεν λειτούργησε πάντα στα πλαίσια του συντάγματος. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι το ζήτημα του να γνωρίζουμε με ποια έννοια  πρέπει να εκλαμβάνονται οι διατυπώσεις της Διακήρυξης, που καταγράφουν τα «θεμελιώδη δικαιώματα» ως δεσμευτικές για το νομοθέτη,  παραμένει ενοχλητικό για τους νομικούς. Καμία έκπληξη ως προς το τελευταίο καθώς  η Διακήρυξη διατυπώνει αυτό που συγκροτεί τον άνθρωπο σε ενεργό πολίτη: απευθύνεται  αφ’ ενός στην πολιτική δυνατότητα του λαού να μην εξουσιοδοτεί εκπροσώπους και αφ ΄ετέρου στις ευθύνες που απορρέουν από αυτή τη δυνατότητα για τα άτομα που συνθέτουν το λαό. Με αυτό τον τρόπο η Διακήρυξη αναπαριστά, μέσα στο ίδιο το σύνταγμα, την «συγκροτησιακή εξουσία» του λαού που υπερβαίνει κάθε θεμελιώδη θεσμό και συγκροτεί  το δημοκρατικό  χαρακτήρα του συντάγματος.

 

Επιπλέον, η Διακήρυξη θέτει ως δικαιώματα «φυσικά και απαράγραπτα» (άρθρο 2) «την ελευθερία, την περιουσία, την ασφάλεια και την αντίσταση στην καταπίεση». Η ιστορία είναι επιφορτισμένη να μας διδάξει τη μόνιμη επικαιρότητα αυτής της τελευταίας έννοιας, που δεν συνιστά απλά μία αναφορά στην ιδιαίτερη  γλώσσα των επαναστατικών εποχών. Αντίθετα, η έννοια της αντίστασης στην καταπίεση  υποβάλλεται  περιοδικά σε δοκιμασία και η σημασία της  αποσαφηνίζεται.

 

Μέσα από τις  μεταπτώσεις της μεταναστευτικής πολιτικής – την οποία όλες οι εν συγχύσει βρισκόμενες κυβερνήσεις, ανάγουν σε μία πολιτική εναντίον των μεταναστών, οι οποίοι θεωρούνται εκ των προτέρων παράνομοι – θα ήταν πιθανό να ζήσουμε μία από αυτές τις κρίσιμες εμπειρίες. Το ευεργέτημα  αυτής της εμπειρίας  θα ήταν να ανανεώσει για την σύγχρονη γενιά την αντίληψη ότι η  αντίσταση στην καταπίεση δεν αφορά μόνο στην καταπίεση στην οποία  υποτάσσει κανείς τον εαυτό του, αλλά επίσης και στην καταπίεση που υποτάσσει τους άλλους. Το ότι αυτά τα δύο πρέπει να είναι αχώριστα, και το ότι αυτό πρέπει να είναι το νόημα της ελευθερίας και της ισότητας, όχι μόνο δεν το αρνείται η Διακήρυξη, αλλά, με μία προσεκτικότερη παρατήρηση, το υπονοεί.

 

Γνωρίζουμε ότι  κανείς θα μας αρνηθεί την ευκαιρία, την ισορροπία (ο κύριος  Juppé  αποφεύγει να ισχυριστεί ότι ο νόμος Debré είναι δίκαιος, ή ότι είναι σωστός), δηλαδή τους αναγκαίους συμβιβασμούς με την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με την σιωπηλή πλειοψηφία (η οποία φοβόμαστε ότι δεν  αντιπροσωπεύεται από τον Jean Marie Le Pen). Ας αφήσουμε εδώ τον καθένα να στοχαστεί αυτό που παρήγε, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, ο ρεαλισμός όσον αφορά στον έλεγχο της κυκλοφορίας εργατικού δυναμικού, στην ενσωμάτωση των  ξένων στη Γαλλία ή στην διαμόρφωση του δημόσιου πνεύματος. Όλα αυτά δεν αποκλείουν το ερώτημα: η πολιτική ανυπακοή μπορεί να είναι μία πολιτικά υπεύθυνη πράξη; Κάτω υπό ποίες προϋποθέσεις;

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη κατάσταση. Αυτή είναι η περίπτωση από τη στιγμή που ο εκφυλισμός του κράτους δικαίου οδηγεί στη διαδικασία υπέρβασης ενός ορίου, πέραν του οποίου η αρχή μίας καθημερινής διάκρισης  εναντίον των ξένων και μίας επιτήρησης αυτών που τους υποδέχονται, τους βοηθούν ή συναναστρέφονται μαζί τους, θα ήταν ρητά εγγεγραμμένη στον νόμο. Γι΄ αυτό το λόγο το κυβερνητικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο προηγούμενες  νομοθετικές διατάξεις προσανατολιζόταν ήδη προς αυτή τη κατεύθυνση χωρίς να έχουν αμφισβητηθεί (αυτό που μένει να δειχθεί), ακόμα και αν καταδεικνύει τις επιμερισμένες σε όλη την πολιτική τάξη ευθύνες  (για ποιο λόγο να τις αποστερηθεί;) δεν στρέφεται κατά της νομιμότητας του σύγχρονου κινήματος δυσαρέσκειας. Όσο ο καιρός περνά, τόσο η κρισιμότητα οξύνεται.

 

Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι ότι η έκκληση προς την πολιτική ανυπακοή, πάντα θεμελιωμένη σε μία ατομική απόφαση δεν παραμένει μία μεμονωμένη έκφραση, αλλά θέτει τη δυνατότητα μίας συλλογικής δράσης και μίας μεταβολής της πορείας των πραγμάτων. Θα εστιάσουμε σύντομα πάνω σε αυτό το σημείο. Αυτή η προϋπόθεση δεν είναι άσχετη μίας τρίτης που ισχύει καθαρά στην περίπτωση της έκκλησης των σκηνοθετών: πρόκειται για μία έκκληση αποτρεπτική. Η κυβέρνηση μπορεί ακόμα να αλλάξει γνώμη. Η ανυπακοή την οποία η κυβέρνηση αμφισβητεί, τίθεται υπό όρους: δεν αποσκοπεί στο να επισπεύσει το αδιόρθωτο, αλλά στο να το εμποδίσει  ούσα αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει.

 

Η τελευταία προϋπόθεση είναι ότι η πολιτική ανυπακοή αποδέχεται τις συνέπειες που αρμόζουν σε αυτή: τον κίνδυνο που εμπεριέχει γι΄ αυτούς που την ασκούν, αυτό είναι ευνόητο, αλλά επίσης και τις συνέπειές της  στο πολιτικό πεδίο. Όμως, η διακύβευση  της στιγμής είναι η επάνοδος του φασισμού στη Γαλλία και  η ακούραστη διεκδίκηση μίας ξενοφοβικής νομοθεσίας συνιστά ένα ουσιώδες συστατικό αυτής της επανόδου. Ορισμένοι απευθύνονται σε αυτούς που υπέγραψαν την έκκληση των σκηνοθετών λέγοντας τους ότι με το να αποδεικνύετε αυτό που επικαλείται η άντι-Γαλλία, ή με το να θέτετε εμπόδια στην μάχη εναντίον της παράνομης μετανάστευσης που είναι η δικαιολογία πάνω στην οποία το εν λόγω κίνημα κεφαλαιοποιεί, μεταφέρετε νερό στο μύλο του φασισμού. Το παραπάνω επιχείρημα υποθέτει την αποδοχή ότι η δημοκρατία μπορεί και επιβιώνει  εφαρμόζοντας την πολική των αντιπάλων της, και ενισχύει την θέση της αρνούμενη ,στο όνομα της εθνικής συναίνεσης  να αποφασίσει ανάμεσα σε ασυμφιλίωτες αρχές. Αυτοί που υπερασπίζονται την ελευθερία της διακίνησης, το καθήκον της φιλοξενίας, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατοίκων, πραγματοποιούν, το βλέπει κανείς, τον αντίστροφο συλλογισμό. Ζητούν από  όλους εμάς να επιλέξουμε το δικό μας στρατόπεδο, τη δική μας αλήθεια. Προσπαθούν να κάνουν «ακόμα μία προσπάθεια για να είμαστε δημοκρατικοί»  και να παραμείνουμε έτσι στα χρόνια που θα έρθουν.

 

Είτε πρόκειται για την ουσία του νόμου, είτε για την προσφυγή στο δικαίωμα  αντίστασης, ή των ευθυνών, παρατηρεί κανείς ότι όλες οι αποφάσεις που ενέχονται  σε μία τέτοια πράξη ανυπακοής εμπεριέχουν ένα μη-αναγώγιμο κομμάτι υποκειμενικότητας. Οι αποφάσεις αυτές δεν θα επιθυμούσαν την εξαίρεσή τους από τους υπάρχοντες κανόνες. Στοχεύουν λοιπόν σε αυτό που σε άλλες εποχές θα μπορούσε κανείς να είχε αποκαλέσει στοίχημα,ή δέσμευση. Στην προκειμένη περίπτωση οι αποφάσεις αυτές  απαντούν εξ’ ίσου στην δέσμευση απέναντι στους «Δίχως Χαρτιά», και απέναντι στην επίδειξη κουράγιου  και υπευθυνότητας πού , εδώ και μήνες, έχουν δημόσια δείξει. Αυτό το υποκειμενικό στοιχείο δεν είναι εξωτερικό ως προς το πολιτικό, είναι το αναγκαίο αντιστάθμισμα απέναντι στον κίνδυνο αυθαιρεσίας της εξουσίας, το δημοκρατικό αντίστοιχο της κρίσιμης κατάστασης. Η δοκιμασία αλήθειας που αρχίζει έτσι θα επέχει αξία συλλογικού τεστ, τόσο για τους κυβερνώντες όσο και για τους κυβερνώμενους. Δεν είναι υπερβολή να δούμε με αφορμή αυτή την υπόθεση ένα μεγαλειώδες κάλεσμα των πολιτών το οποίο θα απευθύνεται  σε ολόκληρο το έθνος.

 

*Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο από το βιβλίο του Balibar με τίτλο   Droit de Cite: Culture et politique en democracie, σελ 17-22 το οποίο εκδόθηκε το 1998 από τις εκδόσεις L’aube και αποτελεί συλλογή άρθρων του συγγραφέα στον έντυπο και περιοδικό τύπο. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  Le Monde  στις 19 Φεβρουαρίου  1997 με τον τίτλο «Κατάσταση δημοκρατικής κρισιμότητας».

 

Ύστερα από τη δημοσίευση του  νομοσχεδίου «Debré» που συμπλήρωνε τη νομοθεσία «Pasqua» σχετικά με τις συνθήκες εισόδου και παραμονής των ξένων στη Γαλλία, το οποίο προέβλεπε κυρίως την υποχρέωση όλων των ατόμων που φιλοξενούν ένα ξένο να δηλώσουν στην αστυνομία την άφιξη και την αναχώρηση του, μία ομάδα σκηνοθετών κινηματογράφου προώθησε μία έκκληση (η οποία τελικά προσέλκυσε αρκετές χιλιάδες υπογραφές)  δηλώνοντας ότι οι υπογεγραμμένοι είχαν φιλοξενήσει και θα φιλοξενούσαν ξανά ξένους με «παράνομη» παραμονή στην εθνική επικράτεια. Η έκκληση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξυ των οποίων και αυτή του ίδιου του πρωθυπουργού, Alain Juppé, ο οποίος, στο φύλο της Le Monde  στις 26 Φεβρουαρίου 1997, κατήγγειλε  την προσβολή  προς την εξουσία του κράτους.

Μετάφραση: Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος



Μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την Αριστερά
15/07/2011, 11:11 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:
Ο Μισέλ Ισόν παίρνει μέρος στο διάλογο για τον τρόπο με τον οποίο η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να απαντήσει στην οικονομική κρίση και υποστηρίζει ότι η εγκατάλειψη του ευρώ στην παρούσα συγκυρία δεν αποτελεί ορθή επιλογή για τις χώρες της ευρωζώνης
Το άρθρο του Μισέλ Ισόν (Michel Husson) δημοσιεύτηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2010, στην ιστοσελίδα του οικοσοσιαλιστικού περιοδικού Socialist Resistance, το οποίο αποτελεί το βρετανικό τμήμα της 4ης Διεθνούς. Ο Μισέλ Ισόν είναι στατιστικολόγος και οικονομολόγος, διευθυντής της ομάδας «Εργασία» στο γνωστό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (IRES), το οποίο, σύμφωνα με το καταστατικό του, βρίσκεται «στην υπηρεσία των αντιπροσωπευτικών εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων». Στο παρελθόν υπήρξε στέλεχος του PSU (Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα) και της LCR (Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα) από το 1997 ως το 2007, ενώ σήμερα δραστηριοποιείται στο κίνημα για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση. Είναι, επίσης, μέλος του Ιδρύματος Copernic και του επιστημονικού συμβουλίου της Attac.
Χ.Γο.
Του Μισέλ Ισόν
Οι συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης επιδεινώθηκαν λόγω των εξελίξεων στην Ευρώπη. Επί τριάντα χρόνια, ο καπιταλισμός ξεπερνούσε τις αντιφάσεις του μέσω μιας τεράστιας συσσώρευσης ανύπαρκτων δικαιωμάτων επί της παραγόμενης υπεραξίας. Η κρίση απείλησε να τα καταστρέψει και γι’ αυτό οι αστικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να τα υπερασπιστούν, ισχυριζόμενες ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σώσουμε τις τράπεζες. Ανέλαβαν, λοιπόν, τα χρέη των τραπεζών χωρίς να ζητήσουν απολύτως τίποτα σε αντάλλαγμα, ενώ αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν ήταν να θέσουν συγκεκριμένους όρους για τη διάσωσή τους. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να καταργήσουν τα κερδοσκοπικά εργαλεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και να κλείσουν τα παραθυράκια των φοροαπαλλαγών. Θα μπορούσαν, επίσης, να είχαν υποχρεώσει τις τράπεζες να αναλάβουν την ευθύνη για ένα μέρος του δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε λόγω της διάσωσής τους.
Σήμερα, βρισκόμαστε στη δεύτερη φάση της κρίσης. Με τη μετατόπιση του χρέους από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, αυτή που πρέπει να αναγκαστεί να πληρώσει είναι η εργατική τάξη. Αυτό γίνεται με την εφαρμογή μιας θεραπείας-σοκ που εφαρμόζεται μέσω προγραμμάτων λιτότητας τα οποία είναι περίπου ίδια σε όλες τις χώρες- μείωση των δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες και αύξηση των πιο άδικων φόρων. Αυτού του τύπου η κοινωνική βία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναγκαστούν να πληρώσουν. Τούτο είναι σαφές και κατανοητό από όλους.

Η κατάρρευση του σχεδίου της άρχουσας τάξης

Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη αναγκάζεται να πληρώσει και για την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σχεδίου της κυρίαρχης τάξης. Η άρχουσα τάξη πίστεψε ότι, με το κοινό νόμισμα, τη συμφωνία για σταθερούς προϋπολογισμούς («Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης») και την απόλυτη απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και της κίνησης κεφαλαίων, είχε φτιάξει ένα αποτελεσματικό σύστημα. Αλλά με την αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα κοινωνικά μοντέλα και τους μισθωτούς, η συρρίκνωση των μισθών έγινε ο μόνος τρόπο ρύθμισης του ενδο-καπιταλιστικού ανταγωνισμού, ενώ οξύνθηκαν οι ανισότητες που ωφέλησαν μόνο ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας.
Όμως, αυτό το μοντέλο βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο δεν ήταν βιώσιμο. Βασιζόταν στην υπόθεση ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν πιο ομοιογενείς απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Οι διαφορές μεταξύ των χωρών αυξήθηκαν λόγω της θέσης τους στη διεθνή αγορά και της σύνδεσης της οικονομικής τους πορείας με τη συναλλαγματική τιμή του ευρώ. Τα επίπεδα πληθωρισμού δεν συνέκλιναν, ενώ τα επιτόκια ήταν μια από τις αιτίες για τις φούσκες της αγοράς ακινήτων. Όλες οι αντιφάσεις ενός ημιτελούς προγράμματος ευρωπαϊκής σύγκλισης, τις οποίες ανακαλύπτουν σήμερα οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, προϋπήρχαν της κρίσης. Όμως, τώρα πια, έχουν γίνει εκρηκτικές λόγω των κερδοσκοπικών επιθέσεων εναντίον των πιο απροστάτευτων χωρών εξαιτίας του δημόσιου χρέους τους.
Πίσω από την αφηρημένη έννοια των “χρηματαγορών” κρύβονται κυρίως τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κερδοσκοπούν, χρησιμοποιώντας το κεφάλαιο που δανείστηκαν από τα κράτη με πολύ χαμηλά επιτόκια. Η κερδοσκοπία αυτή είναι δυνατή λόγω της κρατικής πολιτικής της μη-παρέμβασης, η οποία είναι μέσο πίεσης σε κυβερνήσεις που συναινούν με στόχο την σταθεροποίηση των προϋπολογισμών τους, στις πλάτες των λαών της Ευρώπης και για την υπεράσπιση των συμφερόντων των τραπεζών.

Δύο άμεσα καθήκοντα

Από την πλευρά της εργατικής τάξης, είναι προφανές τι πρέπει να γίνει: πρέπει να υπάρξει αντίσταση στην επίθεση λιτότητας και άρνηση πληρωμής του χρέους, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χρέος που δημιουργήθηκε λόγω της τραπεζικής κρίσης. Το εναλλακτικό σχέδιο πάνω στο οποίο πρέπει να βασιστεί αυτή η αντίσταση απαιτεί έναν άλλο τρόπο διανομής του πλούτου στην κοινωνία. Πρόκειται για ένα λογικό αίτημα που στην πραγματικότητα αφορά τον αγώνα ενάντια στη μείωση των μισθών ή με άλλα λόγια ενάντια στην απόσπαση ενός αυξανόμενου μεριδίου της υπεραξίας από το κεφάλαιο.
Η εναλλακτική λύση απαιτεί μια πραγματική δημοσιονομική μεταρρύθμιση, η οποία θα πάρει πίσω τα δώρα που δίνονταν για χρόνια στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, καθώς και η διαγραφή του χρέους. Το χρέος και τα συμφέροντα της πλειοψηφίας είναι δύο εντελώς ασύμβατα πράγματα. Δε μπορεί να υπάρξει προοδευτική λύση για την έξοδο από την κρίση, εάν δεν αντιμετωπιστεί το ζήτημα του χρέους, είτε με χρεοκοπία είτε με αναδιαπραγμάτευση. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι ορισμένες χώρες θα χρεοκοπήσουν και γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να αναμένουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να σκεφτόμαστε πώς θα το αντιμετωπίσουμε.

Να φύγει μια χώρα από την ευρωζώνη;

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι λαοί της Ευρώπης χειροτερεύει αναμφισβήτητα λόγω του ασφυκτικού θεσμικού πλαισίου της. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε αντίθεση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Θα επέτρεπε η έξοδος μιας χώρας από την ευρωζώνη τη χαλάρωση αυτού του πλαισίου; Αυτό προτείνουν ορισμένοι αριστεροί όπως ο Κώστας Λαπαβίτσας και οι συνεργάτες του ως πρώτο βήμα για την περίπτωση της Ελλάδας. Προτείνουν, δηλαδή,  να εγκαταλείψει αμέσως η Ελλάδα το ευρώ, αντί να περιμένει την ένωση της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την αλλαγή της ευρωζώνης, πράγμα το οποίο θεωρεί αδύνατο.
Η ιδέα αυτή προτάθηκε σε άλλες χώρες της Ευρώπης και απορρίφθηκε αμέσως με το επιχείρημα ότι ακόμα και η Αγγλία, που δεν είναι μέλος της ευρωζώνης, δεν έχει στο ελάχιστο προστατευτεί από τη περιρρέουσα λιτότητα. Είναι, επίσης, εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο χώρος της ακροδεξιάς- όπως για παράδειγμα το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία-θέλει την έξοδο από την ευρωζώνη. Αντίθετα, μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ποια θα ήταν τα οφέλη ενός τέτοιου αιτήματος από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση αναγκαζόταν να προσφύγει σε ένα τέτοιο μέτρο υπό την πίεση της συγκυρίας, αυτό θα δημιουργούσε μια κατάσταση ακόμα μεγαλύτερης λιτότητας από εκείνη που βιώνουμε σήμερα. Επιπλέον δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε ένα ευνοϊκότερο συσχετισμό δύναμης για την εργατική τάξη από αυτόν που επικρατεί σήμερα. Αυτό είναι το μάθημα που θα έπρεπε να έχουμε διδαχθεί από όλες τις αντίστοιχες εμπειρίες του παρελθόντος.
Για μια αριστερή κυβέρνηση η έξοδος από την ευρωζώνη είναι ένα μείζον στρατηγικό λάθος. Θα υπήρχε υποτίμηση του νέου νομίσματος, αφού αυτός εξάλλου είναι ο επιθυμητός στόχος. Αλλά αυτό θα άνοιγε αμέσως ένα χώρο, που αμέσως θα χρησιμοποιούσαν οι χρηματαγορές για να αρχίσουν μια κερδοσκοπική επίθεση, ενώ θα πυροδοτούσε έναν κύκλο υποτιμήσεων, πληθωρισμού και λιτότητας. Επιπλέον, το χρέος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σε ευρώ ή δολάρια θα αύξανε απότομα εξ αιτίας της υποτίμησης. Κάθε αριστερή κυβέρνηση που θα αποφάσιζε να πάρει μέτρα υπέρ της εργατικής τάξης είναι βέβαιο ότι θα δεχόταν μια τρομακτική πίεση από τον διεθνή καπιταλισμό. Από πλευράς τακτικής, σε μια τέτοια αναμέτρηση δυνάμεων θα ήταν καλύτερο αιτία της σύγκρουσης να είναι το γεγονός ότι η χώρα είναι μέλος της ευρωζώνης.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο που βασίζεται στο ενιαίο νόμισμα δεν είναι συνεκτικό και  ούτε έχει ολοκληρωθεί. Αφαιρεί από μια χώρα τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως μεταβλητής που μπορεί να αναπροσαρμόσει τις διαφορές στις τιμές και τους μισθούς που υπάρχουν στην ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επιλογή των χωρών της περιφέρειας είναι ή να ακολουθήσουν το γερμανικό δρόμο του παγώματος των μισθών ή να υποστούν μείωση της ανταγωνιστικότητας τους και απώλεια μεριδίου των αγορών. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε ένα είδος αδιεξόδου και δεν υπάρχουν άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις: Αν πάμε πίσω, θα βυθίσουμε την Ευρώπη σε κρίση και αυτό θα πλήξει χειρότερα τις πιο εύθραυστες χώρες. Από την άλλη, η εφαρμογή ενός νέου σχεδίου για την Ευρώπη φαίνεται ανέφικτη αυτή την στιγμή.
Αν η ευρωζώνη διαλυθεί, οι πιο εύθραυστες οικονομίες θα αποσταθεροποιηθούν από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις. Ούτε η Γερμανία θα είχε να κερδίσει κάτι γιατί δεν θα μπορούσε να ελέγξει την υπερτίμηση του νομίσματός της και έτσι θα είχε το ίδιο πρόβλημα με αυτό που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν τον εναρμονισμό διαφόρων χωρών με την αμερικανική νομισματική πολιτική. [ii]
Υπάρχουν άλλες λύσεις οι οποίες, όμως, απαιτούν μια ολοκληρωτική επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Αφ’ ενός, χρειάζεται να υπάρχει ένας προϋπολογισμός που θα χρηματοδοτείται από ένα κοινό φόρο στο κεφάλαιο και θα χρηματοδοτεί τόσο τα ταμεία εναρμόνισης των οικονομιών της ΕΕ όσο και επενδύσεις χρήσιμες από κοινωνική και οικολογική άποψη και αφ’ ετέρου, οι πλουσιότερες χώρες πρέπει να βοηθούν τις φτωχότερες να αντιμετωπίζουν το δημόσιο χρέος τους. Πάλι, όμως, αυτή η εξέλιξη δεν είναι δυνατή βραχυπρόθεσμα, όχι μόνο επειδή δεν υπάρχουν εναλλακτικά σχέδια αλλά και γιατί η εφαρμογή τους απαιτεί μια ριζική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τι να κάνουμε λοιπόν σε μια τόσο δύσκολη στιγμή; Ο αγώνας ενάντια στα σχέδια λιτότητας και η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι η εξέδρα εκτόξευσης μιας αντεπίθεσης. Στη συνέχεια, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η αντίστασή μας ενισχύεται με την υπεράσπιση ενός εναλλακτικού σχεδίου και την επεξεργασία ενός προγράμματος που προσφέρει τόσο «πρακτικές» απαντήσεις όσο και μια εξήγηση στον κόσμο του ταξικού περιεχομένου της κρίσης. [iii]
Ειδικά η ριζοσπαστική, διεθνιστική αριστερά έχει καθήκον να συνδέσει τους κοινωνικούς αγώνες που γίνονται σε κάθε χώρα με επιχειρήματα υπέρ μιας άλλης Ευρώπης. Τι κάνουν οι κυρίαρχες τάξεις;  Εφαρμόζουν πολιτικές που είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν γιατί υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, είναι εθνικά και αλληλοσυγκρουόμενα. Όμως, όταν πρέπει να επιβάλουν πολιτικές λιτότητας στις δικές τους εργατικές τάξεις έχουν ένα συμπαγές ενωμένο μέτωπο.
Υπάρχουν καλύτερα πράγματα να κάνουμε από το να τονίζουμε τις πραγματικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων χωρών. Το διακύβευμα είναι η ύπαρξη μιας διεθνιστικής άποψης για την κρίση στην Ευρώπη. Ο μόνος τρόπος να αντισταθούμε πραγματικά στην άνοδο της ακροδεξιάς είναι να βάλουμε άλλους στόχους από εκείνους που μετατρέπονται εύκολα σε αποδιοπομπαίους τράγους. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την πραγματική, διεθνιστική αλληλεγγύη μας με εκείνους που υποφέρουν περισσότερο εξ αιτίας της κρίσης, απαιτώντας τα εθνικά χρέη να κατανεμηθούν ισότιμα σε όλη την Ευρώπη. Έτσι οφείλουμε να προτείνουμε ένα εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρώπη αντίθετο από αυτό της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, που σέρνει όλες τις χώρες στην κοινωνική οπισθοδρόμηση. Πώς μπορεί κάποιος να μην καταλαβαίνει ότι οι κινητοποιήσεις μας που αντιμετωπίζονται με τον συντονισμό της κυρίαρχης τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ανάγκη να βασίζονται σε ένα συντονισμένο σχέδιο από την πλευρά μας; Ενώ είναι αλήθεια ότι οι αγώνες διεξάγονται σε εθνικό πλαίσιο, θα ενδυναμώνονταν από ένα τέτοιο σχέδιο, αντί να εξασθενούν ή να οδηγούνται σε εθνικιστικά αδιέξοδα. Οι φοιτητές που διαδήλωναν στο Λονδίνο φωνάζοντας το σύνθημα «όλοι μαζί, όλοι μαζί» είναι ένα σύμβολο αυτής της ζωντανής ελπίδας.

Για μια ευρωπαϊκή στρατηγική

Αυτός ο στόχος παρουσιάζει την ίδια δυσκολία με εκείνα της περιόδου που άνοιξε η κρίση. Όμως, η ριζοσπαστική αριστερά δεν πρέπει να εμπλακεί σε μια αδιέξοδη επιλογή και να αρχίσει την επικίνδυνη περιπέτεια εξόδου από τη ζώνη του ευρώ και την ουτοπική ιδέα μιας νομισματικής εναρμόνισης. Μπορούμε εύκολα να επεξεργαστούμε κάποιους ενδιάμεσους στόχους που αμφισβητούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.Για παράδειγμα:

· Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να μπορούν να δανείζονται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με πολύ χαμηλό επιτόκιο και οι τράπεζες του ιδιωτικού τομέα πρέπει να υποχρεωθούν να αναλάβουν μέρος του δημόσιου χρέους.
· Πρέπει να τεθεί σε λειτουργία ένας μηχανισμός πτώχευσης, που θα επιτρέψει την παραγραφή μέρους του δημόσιου χρέους, ανάλογου με τις φοροαπαλλαγές των πλουσίων και των χρημάτων που δαπανήθηκαν για τη σωτηρία των τραπεζών.
·Η σταθεροποίηση του προϋπολογισμού πρέπει να αναμορφωθεί με μια δημοσιονομική μεταρρύθμιση που θα προβλέπει τη φορολόγηση με ένα ενιαίο πανευρωπαϊκό ποσοστό, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των μερισμάτων, της μεγάλης περιουσίας, των υψηλών μισθών και εισοδημάτων από κεφάλαιο.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτοί οι στόχοι δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο δύσκολοι από μια επωφελή για τους εργαζόμενους «έξοδο από το ευρώ». Θα ήταν σαφώς παράλογο να περιμένουμε μια ταυτόχρονη και συντονισμένη έξοδο όλων των ευρωπαϊκών χωρών από την ευρωζώνη. Έτσι, η μόνη στρατηγική που μπορεί να σκεφτεί κανείς δεν μπορεί παρά να έχει ως σημείο εκκίνησής της τον κοινωνικό μετασχηματισμό που θα αρχίσει σε μια χώρα. Η κυβέρνηση της εν λόγω χώρας θα πάρει διάφορα μέτρα, για παράδειγμα θα εφαρμόσει ένα φόρο επί του κεφαλαίου. Αν η κυβέρνηση είναι διορατική πρέπει να περιμένει ότι θα γίνει στόχος αντιποίνων και θα αναγκαστεί να επιβάλλει έλεγχο στην εξαγωγή κεφαλαίων. Κάνοντας αυτή τη φορολογική μεταρρύθμιση θα έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τους κανόνες του ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Δεν είναι προς το συμφέρον της να αποχωρήσει οικειοθελώς από την ευρωζώνη. Αυτό θα ήταν ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος, δεδομένου ότι το νέο νόμισμα θα δεχόταν αμέσως επίθεση με στόχο την κατάρρευση της οικονομίας της «εξεγερμένης» χώρας.
Είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι υπάρχει κάποια «τεχνική» παράκαμψη του προβλήματος, να θεωρήσουμε ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και να οικοδομήσουμε έναν ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης μέρος του οποίου είναι η ευρωπαϊκή διάσταση. Ένα από τα στηρίγματά μας είναι η ικανότητα να πλήξουμε τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Η χώρα που θα αρχίσει τη σύγκρουση, θα μπορούσε να αναδιαρθρώσει το χρέος της, να εθνικοποιήσει το ξένο κεφάλαιο κλπ ή να απειλήσει ότι θα το κάνει. Οι  «αριστερές» κυβερνήσεις του Παπανδρέου στην Ελλάδα ή του Θαπατέρο στην Ισπανία ούτε που έχουν ονειρευτεί να το κάνουν αυτό.
Η λήψη συντονισμένων μέτρων αποτελεί το κύριο σημείο στήριγμά μας. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από τον κλασικό προστατευτισμό, που βασικά προσπαθεί πάντα να κερδίσει έδαφος τσιμπολογώντας στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη πλευρά, οποιοδήποτε προοδευτικό μέτρο είναι αποτελεσματικό στο βαθμό που αυτό εφαρμόζεται από αρκετές χώρες. Πρέπει συνεπώς να μιλάμε για μια στρατηγική, που βασίζεται στην εξής ιδέα: είμαστε πρόθυμοι να φορολογήσουμε το κεφάλαιο στη χώρας μας και θα πάρουμε κάθε δυνατό μέτρο για να προστατέψουμε την οικονομία μας. Αλλά ελπίζουμε, επίσης, ότι αυτά τα μέτρα που προτείνουμε θα εφαρμοστούν σε όλη την Ευρώπη.
Μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι, αντί να θεωρούμε ότι το εθνικό επίπεδο βρίσκεται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό, πρέπει να ψάξουμε επίπονα τον τρόπο σύνδεσης της ρήξης του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού σχεδίου με το δικό μας σχέδιο δημιουργίας μιας νέας Ευρώπης.
[ii] Michael Hudson, “US Quantitative Easing Is Fracturing the Global Economy”, http://gesd.free.fr/hudsonqi.pdf%5Biii%5D Bloco de Esquerda (Left Bloc) Portugal: “On the crisis and how to overcome it”, May 23rd 2010, http://gesd.free.fr/bloco510.pdf

Mετάφραση: Έλενα Παπαδοπούλου, Χάρης Γολέμης
Πηγή: Socialist Resistance



Δεν εντάσσεται στα συμφέροντα των εργαζομένων η έξοδος του ελληνικού καπιταλισμού από το ευρώ
15/07/2011, 9:47 πμ
Filed under: Uncategorized | Ετικέτες:
1. Ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη αλλαγής των ταξικών συσχετισμών δύναμης
Αρθρο του Γιαννη Μηλιου
1.1. Ριζοσπαστικός και καθεστωτικός μεταρρυθμισμός

Ο μεταρρυθμισμός αποτελεί βασικό άξονα της παρέμβασης της Αριστεράς. Διότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι νοητή, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής θέσης και ισχύος των δυνάμεων της εργασίας.
Ζητούμενη είναι επομένως μια πολιτική στρατηγική που ανοίγει το δρόμο σε οικονομικές και θεσμικές αλλαγές που βελτιώνουν το μισθό και τις συνθήκες εργασίας, κατοχυρώνουν την κοινωνική προστασία, το κοινωνικό κράτος, αποτελώντας ουσιαστικά «ενδιάμεσο σταθμό» για την περαιτέρω βελτίωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας και για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αμφισβήτησης και ανατροπής του καπιταλισμού.
Εντούτοις, ένας τέτοιος ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός είναι σε κάθε συγκυρία ζητούμενος. Όχι μόνο διότι είναι πολύ δύσκολο για την Αριστερά να αντιπαλεύει την υλική δύναμη του κεφαλαίου και του κατασταλτικού μηχανισμού του αστικού κράτους (που «διοικεί τη χώρα» επιβάλλοντας την αστική κυριαρχία), ή να αντιμάχεται την κυρίαρχη ιδεολογία (δηλαδή την υπαγωγή του κόσμου της εργασίας στους ιδεολογικούς κρατικούς μηχανισμούς). Επιπλέον, ένας τέτοιος ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός υπονομεύεται από την αστική ιδεολογία όπως αυτή αναπαράγεται στο εσωτερικό της Αριστεράς, παίρνοντας τη μορφή του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού.
Ο ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα της εργασίας και των κινημάτων ως αυτοτελείς ταξικούς στόχους, στον «ορίζοντα» των οποίων βρίσκεται η αποδιάρθρωση και ανατροπή του καπιταλισμού, η εργατική εξουσία και ο κομμουνισμός. Οι αλλαγές που επιζητεί δεν εστιάζουν γενικώς στην «πρόοδο της χώρας», διότι η «χώρα» είναι ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός κι η «πρόοδός» της αναγκαστικά ταυτίζεται με την ενίσχυση της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης-κυριαρχίας επί των εργαζομένων. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει στοχεύουν στη μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, αμφισβητούν προοπτικά την εξουσία του κεφαλαίου, «δείχνουν» τη δυνατότητα και δυναμική της αντικαπιταλιστικής προοπτικής: «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», για μια «οικονομία των κοινωνικών αναγκών και του κοινωνικού ελέγχου», σε αντιδιαστολή με την οικονομία της «ανταγωνιστικότητας» και της μεγιστοποίησης του κέρδους (τον καπιταλισμό).
Αντίθετα με αυτή τη στρατηγική στόχευση, ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός είτε θεωρεί τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών όρων ύπαρξης της εργατικής τάξης ως «προϋπόθεση» για την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού (η αύξηση των μισθών θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης, επομένως ταχύτερους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου),  είτε αντιλαμβάνεται την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των όρων ύπαρξης των δυνάμεων της εργασίας. Η «ορθή ανάπτυξη της οικονομίας» θα ωφελήσει, υποτίθεται, και τους εργαζόμενους. Και στις δύο περιπτώσεις υπάγει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στο στρατηγικό συμφέρον του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου και του καπιταλιστικού κράτους.

1.2. Οι δύο εκδοχές καθεστωτικού μεταρρυθμισμού

Όπως κάθε εκδοχή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός αντιλαμβάνεται τις καπιταλιστικές σχέσεις ταξικής εξουσίας με όρους «χώρας» (ο ελληνικός καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός), «εθνικής οικονομίας» (η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου) και «ανάπτυξης» (οι ρυθμοί συσσώρευσης κεφαλαίου).
Στην κεϋνσιανή εκδοχή του, ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός ισχυρίζεται ότι για να επιτευχθούν ψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης κεφαλαίου («ανάπτυξη»), αλλά και για να αποτραπούν ή να αμβλυνθούν οι καπιταλιστικές κρίσεις, απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των λαϊκών εισοδημάτων. Τα λαϊκά εισοδήματα τροφοδοτούν την εγχώρια ζήτηση, ισχυρίζονται, σε αντιδιαστολή με τα εισοδήματα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που σε μεγάλο ποσοστό ρέπουν προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και άρα προς τις «κερδοσκοπικές αγορές».
Στην «πατριωτική» εκδοχή του, ο  καθεστωτικός μεταρρυθμισμός είναι ίσως ακόμα πιο συντηρητικός, καθώς θεωρεί ότι προϋπόθεση για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των δυνάμεων της εργασίας αποτελεί η ενίσχυση του εθνικού (π.χ. ελληνικού) καπιταλισμού στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση και οι δύο εκδοχές καθεστωτικού μεταρρυθμισμού συμπίπτουν στην πεποίθηση ότι η βελτίωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων και η βελτίωση των οικονομικών της χώρας (του εγχώριου καπιταλισμού) συσχετίζονται θετικά, γεγονός που σημαίνει ότι στις «αρνητικές συγκυρίες» η προστασία των μισθών και του κοινωνικού κράτους αμβλύνει την οικονομική κρίση (συγκρατεί την πτωτική τάση στους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου).
Η πεποίθηση αυτή παραγνωρίζει τη δομικά αντιθετική κατεύθυνση που έχουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τα συμφέροντα της εργασίας ως προς τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ακόμα και στις ιστορικές περιόδους που παρατηρείται ταυτόχρονη αύξηση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και ψηλοί ρυθμοί κερδοφορίας και συσσώρευσης κεφαλαίου (π.χ. κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες), η απόλυτη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων δεν αποτρέπει την τάση για σχετική επιδείνωση της θέσης της: να συρρικνώνεται δηλαδή το μερίδιο των μισθών στο παραγόμενο συνολικό καθαρό προϊόν, που σημαίνει σχετική ενίσχυση του κεφαλαίου και μεγέθυνση του τμήματος (μεριδίου) από το καθαρό προϊόν που αυτό  οικειοποιείται. Πρόκειται για την αύξηση της σχετικής υπεραξίας (Μαρξ). Όπου οι εργαζόμενοι αύξησαν το μερίδιό τους στο καθαρό προϊόν, αυτό έγινε μέσα από τους μαζικούς αγώνες τους, όπου η υπεράσπιση του εισοδήματος και των ελευθεριών και δικαιωμάτων τους ετίθετο ως αυτοσκοπός, αντιθετικά με τα συμφέροντα και τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Εκεί που καταρρέει η πεποίθηση πως η βελτίωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων και η βελτίωση των δεικτών συσσώρευσης κεφαλαίου (των οικονομικών της χώρας) συσχετίζονται θετικά, είναι όταν ξεσπάνε οικονομικές κρίσεις.  Στις κρίσεις, η αυθόρμητη κίνηση του κεφαλαίου είναι πάντα η επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας για την αναδιανομή του καθαρού προϊόντος υπέρ των κερδών μέσα από τη μείωση των μισθών (απόσπαση απόλυτης υπεραξίας). Για το καπιταλιστικό σύστημα και τον «συλλογικό κεφαλαιοκράτη», το αστικό κράτος, η κρίση είναι μια φάση «εκκαθάρισης» των μη επαρκώς κερδοφόρων παραγωγικών δομών, αδιαφορώντας για το ποιες καταστροφές και πόση δυστυχία μπορεί να προκληθεί στις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Έκπληκτος ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός ανακαλύπτει πίσω από τις πολιτικές αυτές, αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ του συνολικού κεφαλαίου και «εκκαθάρισης» των αδύναμων ατομικών κεφαλαίων, είτε «εσφαλμένες απόψεις», είτε «κερδοσκόπους» και «παράσιτα», είτε εχθρικές «ξένες δυνάμεις».

2. Ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός της Αριστεράς: «Έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ»

Η συντηρητική «πατριωτική εκδοχή» του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού αναπαράγεται αυτοτελώς από τα κόμματα εξουσίας. Όλες οι πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα παρουσιάστηκαν ως «μεταρρυθμίσεις» για το «καλό της χώρας», από το οποίο θα προέκυπτε κατόπιν «βελτίωση της ζωής των εργαζομένων».
Όμως, στη συντηρητική αυτή εκδοχή του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού εγκλωβίζεται και η Αριστερά, όποτε και όπου κυριαρχεί στο εσωτερικό της η αστική ιδεολογία που ερμηνεύει την πάλη των τάξεων ως «πάλη των εθνών»: Οι «ξένες δυνάμεις» και τα «ξένα» συμφέροντα εναντίον της «Ελλάδας» και του «ελληνικού έθνους». Ένα ερμηνευτικό σχήμα από το οποίο απορρέει μονοσήμαντα ως ζητούμενο η βελτίωση της θέσης  της «χώρας» απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της, σαν προϋπόθεση για να βελτιωθεί κατόπιν η θέση των εργαζομένων.
Στη σημερινή συγκυρία κρίσης του δημόσιου χρέους, η «εθνική λύση» που προτείνει ο αριστερός καθεστωτικός μεταρρυθμισμός συμπυκνώνεται στο σύνθημα «έξω από το ευρώ και την ΕΕ». Η ροή των επιχειρημάτων είναι μια απλοϊκή εξειδίκευση της «εθνικής αφήγησης»:

–    Η ένταξη στην ΕΕ και ιδίως στο ευρώ ζημίωσε τη «χώρα». Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο εμπορίου υλικών αγαθών και υπηρεσιών (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
–    Με την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση της «νέας δραχμής» (ν.Δρ.), η «χώρα» θα αποκτήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Η ν.Δρ. θα υποτιμηθεί, έτσι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων, οι εξαγωγές της «χώρας» θα αυξηθούν και οι εισαγωγές «της» θα μειωθούν, θα υπάρξουν ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα επιτρέψουν και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Παράλληλα θα καταστεί απαραίτητο να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες και να τεθούν περιορισμοί και αυστηροί έλεγχοι στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου.
–    Για να επιτευχθούν οι πολιτικές αυτές απαιτείται ασφαλώς μια αριστερή ή έστω προοδευτική κυβέρνηση, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της «χώρας» και της «ανάπτυξης».

Η εθνική αυτή αφήγηση διαλύεται αν εστιάσουμε στα ταξικά συμφέροντα και στις ταξικές στρατηγικές. Ας θέσουμε λοιπόν τα ερωτήματα με πραγματικούς όρους:

–    Ζημιώθηκε το ελληνικό κεφάλαιο από την υιοθέτηση του ευρώ ως εσωτερικού νομίσματος του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού;
–     Στην παρούσα συγκυρία είναι προς το συμφέρον του ελληνικού κεφαλαίου η υιοθέτηση ενός διαφορετικού εσωτερικού νομίσματος ώστε να μπορεί να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός της υποτίμησης;
–    Ζημίωσε την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές τάξεις η υιοθέτηση του ευρώ από τον ελληνικό καπιταλισμό;
–    Στην παρούσα συγκυρία είναι προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών τάξεων η υιοθέτηση ενός νέου εσωτερικού νομίσματος και η έξοδος του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από την ΕΕ;

Στα ερωτήματα αυτά θα απαντήσουμε στη συνέχεια.

1) Η άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ζημιώθηκε από την υιοθέτηση του ευρώ είναι απολύτως ατεκμηρίωτη.

Όπως αναλύσαμε διεξοδικότερα αλλού (Γ. Μηλιός – Δ. Π. Σωτηρόπουλος, Θέσεις 112: http://users.ntua.gr/jmilios/02_Milios_Sotiropoulos_112.pdf), η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος σήμαινε εντονότερη έκθεση των ατομικών επιχειρήσεων στο διεθνή ανταγωνισμό,  πράγμα που «αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική οργάνωσης της αστικής εξουσίας (ως μοντέλο διαρκούς αναδιάρθωσης της εκμετάλλευσης της εργασίας και εκκαθάρισης των μη-ανταγωνιστικών ατομικών κεφαλαίων προς όφελος τελικά του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου)» [http://users.ntua.gr/jmilios/Milios-Sotiropoulos-Oikonomiki-krisi-euro.pdf].

Επιπλέον, ήδη πριν την εισαγωγή του ευρώ, ο ελληνικός καπιταλισμός, παρά την κατάργηση κάθε προστατευτικού μέτρου, πέτυχε ρυθμούς μεγέθυνσης σημαντικά ψηλότερους από το μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης (ΖτΕ), ως αποτέλεσμα ψηλών ρυθμών κερδοφορίας (ψηλότερων ποσοστών κέρδους), δηλαδή αποδοτικότερης εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης συγκριτικά με τους άλλους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός τη μείωση της αναπτυξιακής ψαλίδας με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της ΖτΕ (φθάνοντας στο 95% του μέσου όρου). Αφετέρου, το γεγονός αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων και την εμφάνιση σταθερών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Τα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές «αντικατοπτρίζουν» ακριβώς την ισχυρή αύξηση της εσωτερικής ζήτησης και την εισροή ξένων επενδύσεων. Ο ελληνικός καπιταλισμός προσέγγισε σε πραγματικούς όρους τους πιο αναπτυγμένους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, τόσο πριν όσο και μετά την υιοθέτηση του ευρώ.

Η άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός υποβαθμίστηκε εντός της ΖτΕ επειδή αυξήθηκε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να υποστηριχτεί μόνο στο πλαίσιο της φανταστικής εικόνας που αναπαράγει η αστική (κλασική και νεοκλασική) οικονομική θεωρία, μιας μη-χρηματικής «πραγματικής οικονομίας» υλικών ροών, η οποία αφορά «ισορροπίες» σε συναλλαγές «αγαθών». Όμως ο καπιταλισμός είναι η οικονομία του χρήματος, στην οποία κάθε οικονομική διαδικασία αποτελεί απλώς μέσο, ώστε «το χρήμα να παράγει διαρκώς περισσότερο χρήμα».  Αυτός είναι και ο λόγος που ένα θετικό (αρνητικό) ισοζύγιο κεφαλαιακών ροών, υφίσταται ως κατοπτρική εικόνα ενός ελλείμματος (πλεονάσματος) τρεχουσών συναλλαγών.
Το ευρώ ευνόησε τους δυναμικούς κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού (τράπεζες, εφοπλισμός, τρόφιμα, χημικά-φάρμακα κλπ.) στη διεθνή τους οικονομική επέκταση.

2) Όσα αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα καθιστούν σαφές ότι το ελληνικό κεφάλαιο δεν έχει συμφέρον, ούτε επιθυμεί, την έξοδο από το ευρώ, πολύ περισσότερο την ΕΕ.

Μιλώντας γενικά, το κεφάλαιο είναι «αμφίσημο» απέναντι στην προοπτική υποτίμησης του εσωτερικού νομίσματος: Η υποτίμηση από τη μια μεριά αυξάνει τη διεθνή του ανταγωνιστικότητα, από την άλλη όμως μειώνει τη διεθνή «αγοραστική ισχύ» του, απαξιώνει τα περιουσιακά του στοιχεία και την επενδυτική του δυνατότητα. Σαν αποτέλεσμα, κατά τη σημερινή φάση διεθνοποίησης του καπιταλισμού, οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες προκρίνουν συστηματικά τις πολιτικές σκληρού νομίσματος.

3) Βέβαια, η εξέλιξη της ιστορίας είναι αστάθμητη. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει απολύτως το ενδεχόμενο, π.χ., διάλυσης της ΖτΕ, εάν η παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση βαθύνει. Σε μια τέτοια περίπτωση και με δεδομένους τους σημερινούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης έχει τα μέσα και την ισχύ να μεταθέσει και πάλι το κόστος της κρίσης της ΖτΕ στις δυνάμεις της εργασίας και δευτερευόντως στις πιο αδύναμες κεφαλαιακές μερίδες (καπιταλιστική αναδιάρθρωση).

Οι δυναμικές και διεθνοποιημένες μερίδες του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θα θιγούν λιγότερο από την απαξίωση της διεθνούς αξίας των παγίων εγκαταστάσεων, στην περίπτωση που υποτιμηθεί η ν.Δρ., καθώς διατηρούν σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων τους σε διεθνές νόμισμα. Θα επιχειρήσουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγαλύτερο τμήμα των κλάδων και επιχειρήσεων της χώρας, θα αξιοποιήσουν τον χρηματοπιστωτικό πανικό και τη δολαριο-ποίηση ή ευρω-ποίηση της εγχώριας οικονομίας κατά την πρώτη περίοδο μετά την εισαγωγή ενός «μαλακού» εθνικού νομίσματος (συνύπαρξη της ν.Δρ. με το ευρώ ή το δολάριο) για την περαιτέρω απαξίωση της εργασίας. Επιπλέον, θα επιδιώξουν ενδεχομένως να επαναδιαπραγματευτούν το δημόσιο χρέος με το ΔΝΤ και άλλα κέντρα που λειτουργούν ως μηχανισμοί σταθερότητας του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (δηλαδή εργάζονται για τη σταθερότητα του καπιταλισμού σε κάθε καπιταλιστική χώρα), με όρους που θα ενισχύουν ακόμη περισσότερο την ισχύ τους απέναντι στην εργασία. Σταθεροποιώντας όλα εκείνα τα μέτρα που ο Μαρξ περιέγραψε ως απόσπαση απόλυτης υπεραξίας.

Αντίθετα, οι εργαζόμενοι θα δουν την αγοραστική τους δύναμη να εξανεμίζεται, καθώς η αυξημένη τιμή των εισαγόμενων πρώτων υλών και παγίων μέσων παραγωγής θα μετακυλίεται στην τελική τιμή του προϊόντος, καθώς οι τιμές των εισαγόμενων θα εκτινάσσονται, καθώς ο χρηματοπιστωτικός και οικονομικός πανικός θα αποτελεί εφαλτήριο για περαιτέρω μειώσεις μισθών, στέρηση δικαιωμάτων, κατάργηση και των τελευταίων δομών κοινωνικής προστασίας.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι με δεδομένους τους σημερινούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν είναι προς το συμφέρον των δυνάμεων της εργασίας η έξοδος από το ευρώ (και την ΕΕ), καίτοι η προοπτική αυτή δεν αποτελεί επίσης επιδίωξη του κεφαλαίου.
Η άποψη ότι το σύνθημα «έξω από το ευρώ» θα αποτελέσει τον καταλύτη για να αλλάξει ο ταξικός και πολιτικός συσχετισμός δύναμης, αποτελεί μια ακόμα φαντασίωση του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού, εφάμιλλη ίσως σε οικονομιστικό και μηχανιστικό περιεχόμενο με εκείνη την αρχαία πεποίθηση ότι η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» οδηγεί στον σοσιαλισμό.

4) Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο ερώτημα: Ζημίωσε την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές τάξεις η υιοθέτηση του ευρώ από τον ελληνικό καπιταλισμό; Η απάντηση προκύπτει εύκολα από τα προηγούμενα: Η εργατική τάξη δεν ζημιώθηκε από το ευρώ καθαυτό, αλλά από τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού που κατάφερε να επιβάλει ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης, στοιχείο των οποίων είναι η μεταβίβαση των πιέσεων του διεθνούς κεφαλαιακού ανταγωνισμού στις δυνάμεις της εργασίας. Το ευρώ, όπως και στο παρελθόν η «σκληρή δραχμή», χρησιμοποιήθηκε ως «εργαλείο» για την προώθηση αυτής της επιθετικής αστικής στρατηγικής. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πειστικά ότι τα πράγματα θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερα για τους εργαζόμενους στην περίπτωση που ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είχε υιοθετήσει ως εθνικό νόμισμα το ευρώ.

3. Για μια συνολική «επαναδιαπραγμάτευση» του ταξικού συσχετισμού

Η απάντηση που δώσαμε στο τελευταίο ερώτημα, μας επιτρέπει να περιγράψουμε μια διαφορετική στρατηγική από αυτές που προκρίνουν οι διάφορες εκδοχές καθεστωτικού μεταρρυθμισμού, που αναζητούν ένα «καθολικό σύνθημα για το συμφέρον της χώρας».
Σε αδρές γραμμές σκιαγραφήσαμε τη στρατηγική του ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού στην ενότητα 1.1. του παρόντος κειμένου.
Στη συγκυρία της κρίσης πρώτο μέλημα της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλο από την οργάνωση της άμυνας των δυνάμεων της εργασίας. Απαραίτητο βήμα γι’ αυτό είναι η αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας σχετικά με την κρίση, τα αίτιά της και την αναγκαιότητα των κυβερνητικών μέτρων.

Είναι σημαντικό να δειχθεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεκτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση («για το καλό της χώρας»). Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από τη μία μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και της διαχείρισης του χρέους, και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων, του κοινωνικού ελέγχου και της οργάνωσης της αλληλεγγύης.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο δρόμοι εξόδου από την κρίση. Η έξοδος σε βάρος της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου και η έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της δουλειάς.

Αυτό σημαίνει ότι έχει τεράστια πολιτική σημασία η σειρά των στόχων:
Ξεκινάμε από τα ζητήματα προστασίας της εργασίας, αναδιανομής του εισοδήματος και κοινωνικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας και κοινωνίας – όπως το τραπεζικό σύστημα, η υγεία και η εκπαίδευση – και τα επεκτείνουμε σε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης των δημόσιων οικονομικών, που μετατοπίζουν παράλληλα υπέρ της εργασίας το συσχετισμό των δυνάμεων: αύξηση των φορολογικών συντελεστών του κεφαλαίου στο 40% των κερδών, κατάργηση φοροαπαλλαγών, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, μείωση των στρατιωτικών δαπανών κατά 50%, αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης για την ενίσχυση των κοινωνικών λειτουργιών, τη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο, την αύξηση της αποτελεσματικότητας, κλπ.

Στη συνέχεια και μόνο στη βάση των προηγούμενων θέτουμε ζητήματα που αφορούν την κρίση χρέους καθαυτή, όπως η επαναδιαπραγμάτευσή του με όρους που να μη θίγουν τις συνθήκες διαβίωσης και τα δικαιώματα της εργασίας, η δημιουργία κρατικής τράπεζας ειδικού σκοπού για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους έξω από το πλαίσιο που ορίζουν οι χρηματαγορές κλπ.
Το επιχείρημα ότι μια τέτοια μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας θα οδηγήσει το συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο σε μόνιμη κρίση, επενδυτική αποχή και παρακμή, με δραματικές επιπτώσεις και για την ίδια την εργασία (ανεργία κ.ο.κ.) είναι ταυτόχρονα αντιδραστικό και λανθασμένο. Αντιδραστικό, διότι υπαινίσσεται ότι οι δυνάμεις τις εργασίας πρέπει να παραμείνουν εγκλωβισμένες, στην καλύτερη περίπτωση, στον καθεστωτικό μεταρρυθμισμό, υπάγοντας τα δικά τους συμφέροντα σε εκείνα του κεφαλαίου, διεκδικώντας απλώς ψίχουλα στις συγκυρίες άνθισης του καπιταλισμού. Λανθασμένο, διότι το κεφάλαιο, ως η κυρίαρχη τάξη μέσα στην πάλη των τάξεων, διατηρεί πάντα, μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του, πλειάδα μεθόδων και δρόμων υπεράσπισης της κερδοφορίας του. Για παράδειγμα, όταν ο δρόμος της απόλυτης υπεραξίας (μείωση μισθών, διάλυση του κοινωνικού κράτους, εντατικοποίηση της εργασίας) παύει να είναι πρόσφορος, λόγω της συνδικαλιστικής και πολιτικής ενίσχυσης της εργατικής τάξης, στρέφει όλες του τις δυνάμεις στη σχετική υπεραξία (αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας) [6].

Τι θα συμβεί όμως με το ευρώ στην περίπτωση που η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων θέσει στην ημερήσια διάταξη ριζικές οικονομικές και κοινωνικές τομές, ακόμα και το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής; Το ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί σήμερα. Διότι η απάντηση θα είναι ενδεχομένως διαφορετική αν η επαναστατική διαδικασία έχει προηγηθεί στη Γαλλία και τη Γερμανία και διαφορετική αν έχει προηγηθεί στη Βρετανία. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού θα μπορέσει να δοθεί μόνο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εκείνης (ενδεχόμενης) συγκυρίας.

[1] Ο Μαρξ σχολίαζε ως εξής τις απόψεις που εδώ περιγράφουμε ως καθεστωτικό μεταρρυθμισμό: «Είναι καθαρή ταυτολογία να λέμε πως οι κρίσεις προέρχονται από έλλειψη κατανάλωσης ικανής να πληρώσει ή καταναλωτών ικανών να πληρώσουν. Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής δεν γνωρίζει άλλες μορφές κατανάλωσης παρά την κατανάλωση  με πληρωμή εκτός από την κατανάλωση sub forma pauperis [την κατανάλωση των απόρων] ή των “κατεργάρηδων”. Όταν μένουν απούλητα εμπορεύματα δεν σημαίνει άλλο, παρά πως δε βρέθηκαν αγοραστές ικανοί να πληρώσουν, δηλαδή καταναλωτές (δεν έχει σημασία αν σε τελευταία ανάλυση τα εμπορεύματα αγοράζονται με σκοπό την παραγωγική η την ατομική κατανάλωση). Αν όμως για να δώσουν στην ταυτολογία αυτή μια επίφαση βαθύτερης δικαιολόγησης, μας πουν πως η εργατική τάξη παίρνει ένα πάρα πολύ μικρό μέρος του προϊόντος της, και πως επομένως το κακό μπορεί να θεραπευθεί, όταν η εργατική τάξη πάρει μεγαλύτερο μερτικό απ’ αυτό, όταν δηλαδή ο μισθός της αυξηθεί, τότε αρκεί να παρατηρήσουμε μόνο πως κάθε φορά οι κρίσεις προετοιμάζονται ίσα – ίσα από μια περίοδο, όπου ανεβαίνει γενικά ο μισθός εργασίας και η εργατική τάξη παίρνει realiter (πράγματι) μεγαλύτερη μερίδα από το μέρος εκείνο του χρονιάτικου προϊόντος που προορίζεται για την κατανάλωση. Αντίθετα, η περίοδος αυτή θα έπρεπε από την άποψη αυτών των ιπποτών του υγειούς και απλού λογικού ν’ απομακρύνει την κρίση. Φαίνεται λοιπόν πως η κεφαλαιοκρατική παραγωγή περικλείει όρους ανεξάρτητους από την καλή η κακή θέληση, που τη σχετική εκείνη ευημερία της εργατικής τάξης την επιτρέπουν μόνο για μια στιγμή, και μάλιστα πάντα μόνο σαν το πουλί της καταιγίδας που μηνάει την κρίση». (Το Κεφάλαιο, τόμος 2ος, σ. 411, Αθήνα 1979).

[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική της έκθεσης των ατομικών κεφαλαίων στο διεθνή ανταγωνισμό, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και να κατευθυνθεί η πίεση του ανταγωνισμού στην εργασία, αποτελούσε τη μόνιμη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού τουλάχιστον από το 1985. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, η δραχμή αναμιμάτο συνεχώς σε πραγματικούς όρους, δηλαδή η ονομαστική διολίσθηση της ισοτιμίας της ως προς τα ευρωπαϊκά νομίσματα υπελείπετο συστηματικά του διαφορικού πληθωρισμού Ελλάδας – ΕΟΚ.

[3] Καίτοι οι επίσημοι οργανισμοί και οι εκφραστές επιχειρηματικών συμφερόντων ομονοούν ότι η «ελληνική οικονομία» πάσχει από «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας», διότι η θέση αυτή διευκολύνει τη νομιμοποίηση των πολιτικών αναδιανομής εισοδήματος κι εξουσίας που σήμερα επιχειρείται, εντούτοις υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Στο Οικονομικό Δελτίο της Alpha Bank, τ. 112 Ιούνιος 2010, σ. 25 διαβάζουμε: «Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μειωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα είναι επίσης έωλο αφού, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (“Price and Cost Competitiveness”, 3ο 3μηνο 2009), η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδος εξελίχθηκε στη δεκαετία του 2000 πολύ πιο ευνοϊκά από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27 […]. Πολύ δε περισσότερο, ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν επαληθεύεται από το γεγονός ότι η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος στην 15ετή περίοδο 1995-2009 υπερέβη κατά 1,6 π.μ. την μέση ετήσια αύξηση των χωρών της ΕΕ-16. Εάν η υψηλή ανάπτυξη απαιτεί υψηλή ανταγωνιστικότητα τότε η υπεροχή της αναπτύξεως της Ελλάδος για 15 ολόκληρα έτη σημαίνει μάλλον ικανοποιητική ανταγωνιστικότητα. Άλλωστε και ο ρυθμός αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα (κατά 2,3% ετησίως στη δεκαετία του 2000) ήταν κατά πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των χωρών της ΖτΕ. Ο ισχυρισμός ορισμένων αναλυτών ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Ελλάδος για μία ολόκληρη 15ετία οφείλεται στην υψηλή αύξηση της εγχώριας ζητήσεως και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ότι συνέβη παρά την μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οφείλεται προφανώς στην άγνοια των πραγματικών δεδομένων […] και στη μεγάλη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ των διεθνών αναλυτών σχετικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας (με βάση το κόστος εργασίας) και τη σχέση της με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε χώρας».

[4]  Στο ερώτημα επομένως τι παράγει η «ελληνική οικονομία» (ο ελληνικός καπιταλισμός) μπορεί να δοθεί μια εξαιρετικά σύντομη αλλά εξίσου ακριβής απάντηση: Παράγει ένα ακαθάριστο προϊόν αξίας 343 δις δολαρίων (2008), κατατασσόμενη έτσι στην 22η θέση από πλευράς επιπέδου ανάπτυξης (ΑΕΠ ανά κάτοικο) στον πλανήτη.

[5]  Η κρίση χρέους στη ΖτΕ, που στην παρούσα συγκυρία οξύνεται στην Ιρλανδία (και την Πορτογαλία) καθιστά σαφές ότι υφίστανται οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για τη σύγκλιση των αγώνων των Ευρωπαίων εργαζομένων με στόχο την ανατροπή της σημερινής νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Ο δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, η δυνατότητα της ΕΚΤ να χρηματοδοτεί απευθείας τις χώρες-μέλη της ΖτΕ, κ.ο.κ., αποτελούν πλέον κοινούς στόχους της Αριστεράς και των κινημάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

[6]  Όπως έδειξε ο Μαρξ, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί ενδοφυή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: «Γενικά παραγωγικότητα της εργασίας = μάξιμουμ του προϊόντος με μίνιμουμ της εργασίας, άρα όσο το δυνατόν υποτίμηση των εμπορευμάτων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αυτό γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή» (Καρλ Μαρξ Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. [VI ανέκδοτο κεφάλαιο]. Αθήνα: εκδ. Α/συνέχεια, 1983, σ. 126-27).



Προεκτάσεις: Ο Μπιτσάκης, το ΚΚΕ και οι «άλλοι»
15/07/2011, 9:39 πμ
Filed under: Χριστοφορος Παπαδοπουλος | Ετικέτες:
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης αποδεδειγμένα πιστεύει στο διάλογο, στο δημόσιο διάλογο με τη συμμετοχή όλων των ρευμάτων της Αριστεράς
Πριν από δύο εβδομάδες, ο Ευτύχης Μπιτσάκης δημοσίευσε σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της Αριστεράς άρθρο με τίτλο «Παρ’ όλα όσα, Αριστερά» [το άρθρο εδώ]. Σε όλες, πλην βεβαίως του Ριζοσπάστη, του οποίου το αυτί δεν ιδρώνει στις αγωνίες, ούτε στη δεοντολογία των «άλλων».

Ο Μπιτσάκης ζητάει από το σύνολο της Αριστεράς  το αυτονόητο: ενότητα. Ενότητα, για να μπορέσει η Αριστερά  να αντιμετωπίσει  το Μνημόνιο, την Τρόικα, την επίθεση του κεφαλαίου στις κοινωνικές κατακτήσεις αιώνων.  Γνωρίζει βεβαίως ο ίδιος ότι στο νέο πολυπολικό κόσμο, στον κόσμο του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, των πολλαπλών αντιθέσεων και της πλανητικής απειλής, οι απαντήσεις δεν  είναι ίδιες. Όπως δεν είναι ίδιες οι Αριστερές. Έχει πλήρη επίγνωση των διαιρέσεων, των ιδεολογικών και στρατηγικών ανταγωνισμών που διατρέχουν το σώμα της Αριστεράς. Και ο ίδιος δεν το παίζει υπεράνω· αντιθέτως, καταθέτει τη δική του ταυτότητα με αιχμηρό τρόπο.  Έκκληση για πολιτική ενότητα κάνει, για αγωνιστική ενότητα υπεράσπισης του κόσμου της εργασίας. Δεν παριστάνει τον ανίδεο διανοούμενο που καταθέτει ηθικές εκκλήσεις εν αγνοία των υπαρκτών αντιθέσεων.

Ο Μπιτσάκης ξέρει ότι το ΚΚΕ θα αδιαφορήσει και ότι ο Ριζοσπάστης δεν θα φιλοξενήσει  το κείμενό του. Αυτάρκεις και περίκλειστοι οι ίδιοι, κάστρο, εκλογικά δικαιωμένοι όμως, αφού η μαχητικά ανθενωτική τους στάση δικαιώνεται στις κάλπες. Γιατί λοιπόν να εκτίθενται στην ψυχική δοκιμασία του ενδοαριστερού «διαλόγου» ή την ανθρωποφαγική «οικειότητα» των αριστερών μετώπων – του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μη εξαιρουμένων; Καθαρίζουν με όλα αυτά δια της πολεμικής. Κι εδώ, βέβαια, βοηθάνε και οι «άλλοι».

Ο κόσμος του ΚΚΕ, εξάλλου, τα μέλη, οι φίλοι, οι ψηφοφόροι, διαχρονικά δεν είναι συνηθισμένοι να βάζουν δύσκολα ερωτήματα στην καθοδήγηση (και όσοι βάζουν, συνήθως διαγράφονται).

Για παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι η στρατηγική του ΚΚΕ είναι η δημιουργία βήμα-βήμα της δυαδικής κοινωνίας και ότι γι’ αυτό στήνει ΠΑΜΕ παντού: στα συνδικάτα, στους αγρότες, τώρα και στα πανεπιστήμια. Ας υποθέσουμε ότι  θεωρεί τις κοινωνικές δομές εξαχρειωμένες, ταξικές παγίδες, θύλακες της αστικής ιδεολογίας και ότι γι’ αυτό φτιάχνει τις δικές του. Πώς συμβαδίζει η στρατηγική αυτή για την δυαδική κοινωνία με τη «μηδενική ισορροπία» των κοινωνικών αγώνων; Πώς γίνεται η πρωταρχική κοινωνική συσσώρευση (των οργανωμένων του δυνάμεων) να έχει και αυτή με τη σειρά της μηδενικό άθροισμα; Κέντρο διερχομένων ο κομματικός ιστός;
Φανταζόμαστε ότι η απάντηση είναι ότι φταίνε, διαδοχικά: οι (παγκόσμιοι) ταξικοί συσχετισμοί, η περίοδος που έχει αρνητικό πρόσημο για το κομμουνιστικό κίνημα, οι «προδότες» που δημιουργούν συγχύσεις στην άνοδο της ταξικής συνείδησης κ.λπ. Χλωμές απαντήσεις, που στην πραγματικότητα επιβιώνουν χάρη στην ανυποληψία «των άλλων» στο ενδοαριστερό μακελειό. Στην ανυποληψία τους σήμερα. Γιατί λίγο καιρό πριν, το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης τα έβρισκαν πραγματικά σκούρα, όταν ο ενωτικός και ριζοσπαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ συναντιόταν με την άνοδο των κοινωνικών και των νεολαιίστικών αγώνων, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα. Κοινωνικό και πολιτικό.

Το ΚΚΕ δεν ταλαντεύτηκε ούτε στιγμή εκείνη την περίοδο.  Ταυτίστηκε με το μπλοκ εξουσίας σε επιθέσεις όχι μόνο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κατά της νεολαιίστικης εξέγερσης. Μερικές φορές μάλιστα πρωτοστάτησε παρέα με τον ΛΑΟΣ στην κατασυκοφάντηση τους.

Η στάση αυτή του ΚΚΕ δεν είχε να κάνει τόσο με την πολιτική μισαλλοδοξία ή την ιδεολογική δυσανεξία του έναντι της άλλης Αριστεράς: το διακύβευμα  ήταν η πρωτοκαθεδρία στην Αριστερά και η δια των εκλογικών ποσοστών πιστοποίησή της. Ένας  ριζοσπαστικός πόλος στα αριστερά του ΚΚΕ, και μάλιστα σε συνομιλία με τα κινήματα και τις κοινωνικές αντιστάσεις, έστελνε αυτόματα τη στρατηγική του στα αζήτητα.

Ο Μπιτσάκης γνωρίζει την λογική του ΚΚΕ από τα μέσα. Γνωρίζει ότι οι εκκλήσεις ενότητας, όπως αυτή που κατατίθεται στο άρθρο του, το αφήνουν παγερά αδιάφορο – και μάλιστα σε περιόδους ύφεσης των αγώνων. Στους «άλλους» απευθύνεται: στον ΣΥΡΙΖΑ και  τον Συνασπισμό, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο Μέτωπο, στο Βήμα Διαλόγου. Αναρωτιέται, δικαίως, πώς είναι δυνατόν οι στρατηγικές διαφορές των συνιστωσών της Αριστεράς να μην επιτρέπουν την κοινή δράση και τον διάλογο για τα «μεγάλα»: τη διέξοδο από την κρίση, τη στρατηγική. Θεωρεί ως λογικός αριστερός ότι τα κεκτημένα – δηλαδή η  καταδίκη και ο  αγώνας κατά του Μνημονίου, όπως και η επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους-, αποτελούν την επαρκή πολιτική βάση για τους ενωτικούς αγώνες, όπως και για τον δημόσιο διάλογο. Αντιθέτως, δεν θεωρεί ιδιαίτερα αξιόλογες τις «συνολικές» απαντήσεις από τη μεριά των τμημάτων της Αριστεράς. Για την ακρίβεια τις θεωρεί «επιστημονικά αθεμελίωτες», ότι δεν πατάν στέρεα σε κάποια στρατηγική πρόταση.

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης αποδεδειγμένα πιστεύει στο διάλογο, στο δημόσιο διάλογο με τη συμμετοχή όλων  των ρευμάτων της Αριστεράς. Χαρακτηριστικά, τις μέρες που στηνόταν το Βήμα Διαλόγου, ήταν από τους λίγους που απεύθυνε πρόσκληση συμμετοχής σε ανθρώπους που δεν είχαν καταγωγή από το ΚΚΕ, όπως και δεν θεωρούσε προαπαιτούμενο τη συμφωνία για έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Κρίνοντας από τις υπογραφές, αλλά και από τη σύνθεση των πάνελ στις εκδηλώσεις του Αριστερού Βήματος, μάλλον πρέπει να είναι σχετικά  μόνος.

Από την άλλη, όπως προείπαμε, δεν κρύβει τη δική του ιδεολογική ταυτότητα. Αντιθέτως την τονίζει μαχητικά. Δεν θεωρεί ότι τα ρεύματα της Αριστεράς έχουν όλα δίκιο. Δεν διστάζει μάλιστα να είναι «πολεμικός» απέναντι στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα: «αυτοί, δέσμιοι ακόμη της αόριστης και καταστροφικής ιδεολογίας του ευρωκομμουνισμού και του ασαφούς ευρωπαϊσμού, δεν ασχολούνται με θέματα «στρατηγικής»».

Στην πραγματικότητα ανασύρει από τις ιδεολογικές του αποσκευές την πολεμική  απέναντι στον «δεξιό ευρωκομμουνισμό»: εκείνον του Κύρκου και του Καρίγιο. Ενδεχομένως δεν γνωρίζει άλλο. Μόνο που, θέτοντας ως επείγουσα προτεραιότητα τη θεωρητική συζήτηση για την καπιταλιστική κρίση, τη στρατηγική της Αριστεράς και την κομμουνιστική ουτοπία, θέλοντας και μη είναι υποχρεωμένος να διαλεχτεί με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα. Με το ρεύμα του αριστερού ευρωκομμουνισμού για την ακρίβεια, διότι το άλλο ενσωματώθηκε στη σοσιαλδημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση που προτείνει ο Μπιτσάκης πολώνεται εξαρχής σε δύο σχολές σκέψης – στην πραγματικότητα: σε δύο διαφορετικές στρατηγικές. Στην εθνοκεντρική (όπου υπάγεται ο Μπιτσάκης) και στην ευρωπαϊκή-διεθνιστική. Κι αυτό, χωρίς να εντοπίζονται αποκλειστικά εδώ οι διαφωνίες.

Μέσα από τις γραμμές του ίδιου άρθρου, ο Μπιτσάκης αναμοχλεύει σοβαρά ιδεολογικά ζητήματα προς επίλυση: τις θεωρίες της εξάρτησης, της αυτοδύναμης ανάπτυξης (σε ένα διεθνοποιημένο κόσμο), την εργαλειακή προσέγγιση του κράτους, τα ζητήματα της κυριαρχίας και της επιβολής. Ζητήματα που οι σημερινοί ευρωκομμουνιστές δίνουν διαφορετικές απαντήσεις, με άλλα αναλυτικά εργαλεία, τους οποίους είναι αδύνατον να προσπεράσεις, όχι μόνο γιατί αποτελούν μια σημαντική ομάδα με πλούσια θεωρητική δουλειά, οργανικοί διανοούμενοι της Αριστεράς οι περισσότεροι, αλλά γιατί είναι μέρος ενός παγκόσμιου θεωρητικού ρεύματος με κοινές παραδοχές για τα ζητήματα της μετάβασης και του κράτους. Για όλα αυτά όμως θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε περισσότερο αναλυτικά και με πολλές αφορμές την επομένη. Η συζήτηση έτσι και αλλιώς έχει αρχίσει.



Ρωσική Επανάσταση: Ένα κορυφαίο δημοκρατικό Συμβάν
15/07/2011, 9:36 πμ
Filed under: Χρηστος Λασκος | Ετικέτες:

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Ο Ναπολέων, νομίζω, έγραψε: «On s’engage et puis… on voit». Σε ελεύθερη μετάφραση: «Πρώτα εμπλέξου και μετά… βλέπεις». Όντως, αυτό κάναμε τον Οκτώβρη του 1917.

Λένιν, Σχετικά με τα σχόλια του Ν. Σουχάνοφ, 1923

Η ουσιαστική εκκίνηση της Γαλλικής Επανάστασης γίνεται την ώρα που οι γυναίκες του Παρισιού, μέσα στην πείνα και την απελπισία τους, μπαίνουν στις Βερσαλλίες. Η συνδικαλιστική μάχη με τον μεγαλύτερο ιστορικό συμβολισμό –τα γεγονότα του Σικάγου το 1886– είναι αυτή όπου εργάτριες θα χτυπηθούν από το στρατό γιατί διεκδικούν στο δρόμο στοιχειώδη, από τη σημερινή οπτική γωνία, πράγματα. Αυτή η καταστατική παρουσία των γυναικών σε όλα τα μεγάλα απελευθερωτικά κινήματα έμελλε εκ νέου να επιβεβαιωθεί και στη Ρωσική Επανάσταση.

«Δόξα στις γυναίκες που αγωνίζονται για την ελευθερία», γράφει το πανό που κρατούν οι γυναίκες σε μια υπέροχη φωτογραφία της εποχής, περιποιημένων και όμορφων ανθρώπων, φτωχά καλοντυμένων. Μια από αυτές κοιτάζει κατάματα το φακό κι εμάς, ενενήντα χρόνια μετά. Είναι 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου), από διαδήλωση στην Αγία Πετρούπολη για τη διεθνή ημέρα της γυναίκας, όταν 90.000 απεργοί εργάτες ενώνονται με την πορεία των γυναικών.

Μια πρόχειρη ερμηνεία γι’ αυτή την εμπλοκή των γυναικών μπορεί να είναι το γεγονός πως καμιά πραγματική επανάσταση δεν είναι ποτέ προγραμματισμένη. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας των κορυφαίων αυτών ιστορικών επεισοδίων είναι απολύτως δεδομένος. Όσοι –κι εδώ το γένος να ληφθεί υπόψη– προετοιμάζουν επαναστάσεις ποτέ δεν είναι σε θέση να τις υποκινήσουν. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν επέμενε τυχαία σε αυτό το σημείο. Η επανάσταση ξεσπά αυθόρμητα — μετά αρχίζει να ψάχνεται και να βρίσκει τα κόμματα, τους θεσμούς και τους ανθρώπους που θα την εκφράσουν. Οι γυναίκες, μέσα στη σύγχυση, την αυθορμησία και την «ανωριμότητά» τους, αποδεικνύονται οι πιο κατάλληλες για την πραγματική εκκίνηση. Όταν οι πολιτικά ώριμοι οργανώνουν την επιτροπή που θα συναντήσει τον όποιο Λουδοβίκο, αυτές είναι ήδη μέσα στο παλάτι.

***

Η πορεία των γυναικών της 8ης Μαΐου: η αρχή της Επανάστασης

Από την πορεία γυναικών της 8ης Μαρτίου λοιπόν ξεκίνησε η Ρωσική Επανάσταση. Τις επόμενες μέρες όλοι απεργούν και διαδηλώνουν. Η κυβέρνηση απαντά πυροβολώντας στο πλήθος. Στις 11 Μαρτίου σκοτώνονται στους δρόμους 150 διαδηλωτές. Αμέσως οι στρατιώτες ενώνονται με τους εργάτες της πρωτεύουσας αρνούμενοι τις διαταγές. Την επόμενη μέρα επανιδρύεται το Σοβιέτ, που είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1905, με 226 μέλη που αντιπροσωπεύουν 96 εργοστάσια. Η ίδια η γέννησή του έχει αυθόρμητο χαρακτήρα –οι πολιτικές οργανώσεις, όλες οι οργανώσεις– θα έλθουν μετά.

Η Ρωσική Επανάσταση υπήρξε ένα κορυφαίο δημοκρατικό Συμβάν. Επί μήνες, σε συνθήκες εντελώς πιεστικές, έχουμε ένα μοναδικό ξέσπασμα ελευθερίας, έκφρασης και λαϊκής κινητοποίησης. Οι Ρώσοι, όλο το ’17, ψηφίζουν, εκλέγουν και εκλέγονται δεκάδες φορές για εκατοντάδες θέματα και για όλους τους θεσμούς. Ελέγχουν διαρκώς τους αντιπροσώπους τους, έχουν το δικαίωμα να τους ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή. Κανείς άλλος πληθυσμός, οπουδήποτε, οποτεδήποτε στην παγκόσμια ιστορία, δεν είχε τόσες πολλές ευκαιρίες να ψηφίσει όσο οι Ρώσοι (και ιδίως οι εργάτες των πόλεων) της επαναστατικής περιόδου — εκλογές για τοπικά συμβούλια, για συνδικάτα, για πολυάριθμους περιφερειακούς οργανισμούς, για εργοστασιακές επιτροπές, για τα σοβιέτ.

Συμμετέχουν ασταμάτητα. Συζητούν παντού. Διαβάζουν –αυτοί οι μαζικά αναλφάβητοι– με ρυθμούς που προκαλούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Γνωρίζουν και προσχωρούν με τρόπους που μόνο οι επαναστάσεις επιτρέπουν. Εκπλήσσουν τους συντηρητικούς δυτικούς ανταποκριτές με την πραότητα και ακόμη και με το «καλό τους ντύσιμο», που εντυπωσιάζει στις φωτογραφίες του επαναστατημένου πλήθους — είτε στα σοβιέτ είτε στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις. Κυρίως όμως με την ελάχιστη προσφυγή στη βία από μέρους τους — η ίδια η οκτωβριανή εξέγερση είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αναίμακτη.

Οι Μπολσεβίκοι εμπλέκονται στο δημοκρατικό αυτό πανηγύρι από τους πρώτους — επιχειρούν να το συντηρήσουν και να το διευρύνουν. Οι δυνάμεις τους αυξάνονται ραγδαία. Αναλαμβάνουν έναν «πόλεμο θέσεων» σε όλους τους θεσμούς, με πολύ επιτυχή αποτελέσματα. Από τις εργοστασιακές και συνοικιακές επιτροπές μέχρι τους δημοτικούς και τοπικούς θεσμούς, είναι παρόντες και προσπαθούν να πείσουν. Η επιρροή τους εξελίσσεται με τρόπο απρόβλεπτο ακόμη και από τους ίδιους. Το Νοέμβριο ήδη έχουν τη μεγάλη πλειοψηφία σε όλα τα αιρετά σώματα — σε πανρωσικό επίπεδο αλλά και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όπου κερδίζουν τις δημοτικές εκλογές τη μία πίσω από την άλλη.

Οι ενέργειές τους είναι προσαρμοσμένες λοιπόν σε μια σαφή δημοκρατική εντολή, την οποία διασφαλίζουν με διαρκή προσφυγή στη λαϊκή βούληση. Το σύνθημα για «όλη την εξουσία στα σοβιέτ» δοκιμάζεται επί μήνες, και στην περίοδο της κατάργησης της Προσωρινής Κυβέρνησης έχει μια αναμφισβήτητη νομιμοποίηση. Αυτό άλλωστε γίνεται αποδεκτό και από τα άλλα κόμματα την εποχή εκείνη. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η πλειοψηφία είναι με τους Μπολσεβίκους. Η ηγεμονία –για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που έχει κατακυρωθεί στον Γκράμσι, αλλά ο ίδιος τον αποδίδει στον Λένιν– είναι κερδισμένη με τον πιο ανοικτό και νόμιμο τρόπο. Όχι γιατί το λένε οι ίδιοι, αλλά γιατί το επιβεβαιώνουν αναρίθμητες εκλογικές διαδικασίες σε όλη τη χώρα.

Στη διάρκεια του 1917 οι μάζες είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εμπειρία των προγραμμάτων των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών στην πράξη — και τα παραμέρισαν. Οι ψήφοι για τους Μπολσεβίκους υποψηφίους στα σοβιέτ ανέβαιναν σταθερά, σε σημείο που, το Σεπτέμβριο, είχαν κερδίσει την πλειοψηφία στο Πέτρογκραντ, τη Μόσχα, το Κίεβο, την Οδησσό και όλες τις μεγάλες πόλεις. Σε αυτό το σημείο, το ζήτημα μιας μεταβίβασης της εξουσίας από την απαξιωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση, που δεν αντιπροσώπευε παρά τον εαυτό της, στα σοβιέτ έγινε μια επιτακτική αναγκαιότητα. Η ανάπτυξη του Μπολσεβίκικου Κόμματος αυτή την περίοδο είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία των πολιτικών κομμάτων. Από μόλις 8.000 μέλη το Φεβρουάριο έφθασε τα 177.000 στο 6ο Συνέδριο του Ιουνίου.

Ακόμη περισσότερο, πρέπει να θυμόμαστε πως αυτό συνέβη παρά τον εξαιρετικά αδύναμο μηχανισμό και σε συνθήκες ακραίου διωγμού. Η αριθμητική πρόοδος του Κόμματος μόνο εν μέρει εξέφραζε τη γοργή ανάπτυξη της μαζικής του επιρροής. Ο Marcel Liebman το περιγράφει ως εξής: «Το Κόμμα του Λένιν κατέγραφε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1917 αξιοσημείωτες και διαρκείς εκλογικές επιτυχίες. Ενώ στην αρχή της επανάστασης είχε μικρή μόνο εκπροσώπηση στο σοβιέτ του Πέτρογκραντ, το Μάιο ήδη η μπολσεβίκικη ομάδα στον εργατικό τομέα αυτού του θεσμού είχε σχεδόν την απόλυτη πλειοψηφία.

Ένα μήνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης διάσκεψης των εργοστασιακών επιτροπών στην πόλη, τα τρία τέταρτα από τους 568 αντιπροσώπους εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις μπολσεβίκικες θέσεις […] Στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου οι Μπολσεβίκοι πήραν το 21% των ψήφων, και τον Αύγουστο, ενώ το Κόμμα ακόμη υπέφερε από τις συνέπειες των Ημερών του Ιουλίου,1 πήραν το 33% (το Νοέμβριο το ποσοστό έγινε 45%). Στη Μόσχα, τον Ιούνιο, κέρδισαν λίγο πάνω από το 12%. Το Σεπτέμβριο είχαν την απόλυτη πλειοψηφία, με 51% των ψήφων. Το γεγονός πως η επιρροή τους ήταν εξαιρετικά ισχυρή στην εργατική τάξη αποτυπώνεται καθαρά στην άνοδο της εκπροσώπησής τους στις διασκέψεις των εργοστασιακών επιτροπών.

Στο Πέτρογκραντ, το Σεπτέμβριο, δεν υπήρχαν πλέον Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες στις περιφερειακές συναντήσεις αυτών των σωμάτων, εφόσον στις θέσεις τους είχαν εκλεγεί παντού Μπολσεβίκοι». Η απόλυτη αυτή επιρροή στις εργοστασιακές επιτροπές –όπως και στις συνοικιακές, άλλωστε– έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ο συγκεκριμένος θεσμός υπήρξε υπόδειγμα αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, της ίδιας της εργατικής τάξης εφεύρεση, η οποία δεν είχε προβλεφθεί από κανένα κομματικό πρόγραμμα.

Όταν ο Λένιν γράφει το Κράτος και επανάσταση, δεν κάνει παρά μια συμπύκνωση της πείρας της ίδιας της εργατικής τάξης. Μόλο που το συγκεκριμένο βιβλίο έχει καταχωρηθεί, από πολλούς, στα πλέον ακραία ουτοπιστικά παραληρήματα, στην πραγματικότητα καθόλου δεν παραβιάζει τη μαρξική οδηγία να μην παρέχονται «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος». Καταγράφει και επεξεργάζεται αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του Λένιν.

Τα σοβιέτ και η δημοκρατική νομιμοποίηση της εξέγερσης

Η μεγάλη δύναμη των ριζοσπαστών φαίνεται και από την εξέλιξη στον κύριο θεσμό των λαϊκών τάξεων, τα σοβιέτ. Τα σοβιέτ –τα εκλεγμένα συμβούλια εργατών, στρατιωτών και αγροτών– ξεφύτρωναν παντού το 1917. Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν σοβιέτ διαμερισμάτων, συνοικιών και του συνόλου της πόλης. Τόσο στη σύνθεση όσο και στη λειτουργία τους εμφάνιζαν μεγάλη ποικιλία. Τα εργοστάσια εκπροσωπούνται με προοδευτική αναλογία κατά το μέγεθος. Οι γυναίκες εκπροσωπούνται ως γυναίκες, βάσει του φύλου τους δηλαδή, που επιδιώκει τη διπλή χειραφέτηση. Τα συμβούλια αυτά δεν ήταν απλώς χώροι ανταλλαγής απόψεων. Είχαν

ξεκινήσει να οργανώνουν την κοινωνία από κάτω. Τον Οκτώβριο υπήρχαν περίπου 900 σοβιέτ στη χώρα. Σε εθνικό επίπεδο λειτουργούσαν με πανρωσικά συνέδρια. Τα κόμματα εκλέγονταν αναλογικά για έξι μήνες. Αλλά οι αντιπρόσωποι μπορούσαν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή. Πράγμα που πολλές φορές, άλλωστε, συνέβη.

Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η οκτωβριανή εξέγερση διέθετε πολύ μεγάλη δημοκρατική νομιμοποίηση. Πρώτα πρώτα, ενδεικτικό της ανοικτότητας των διεργασιών είναι το καταπληκτικό γεγονός πως αυτή η «συνωμοσία» σε μεγάλο βαθμό αναλήφθηκε τη συγκεκριμένη ώρα γιατί, όπως σημειώνει η καθόλου φιλική για τους Μπολσεβίκους ιστορικός Antonella Solomoni, «οι συζητήσεις για την εξέγερση είχαν λάβει τόσο δημόσιο χαρακτήρα, που σύντομα έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση». Ο Steven Smith μιλάει για το πιο πολυδιαφημισμένο «συνωμοτικό πραξικόπημα» στην ιστορία — σχεδόν Monty Pythons δηλαδή.

Στην πραγματικότητα, η εξέγερση του Οκτώβρη εξελήφθη ευρέως μεταξύ των εργατών και των στρατιωτών ως αυτό που πραγματικά ήταν: μια αμυντική ενέργεια αυτοπροστασίας των κατακτήσεων της Επανάστασης μέσα από την εξέλιξή της σε μια επόμενη φάση. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο εξίσου εχθρικός Marc Ferro, «[η] οκτωβριανή εξέγερση […] [α]πελευθέρωσε την εκπληκτική ενεργητικότητα των μυριάδων επιτροπών και των άλλων λαϊκών θεσμών […]. Οι ηγέτες του κόμματος; Παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία, αλλά στην αρχή αυτή η εξουσία των Μπολσεβίκων δεν άγγιξε καθόλου τα βάθη της κοινωνίας […].

Την εξουσία […] την ασκούν τα σοβιέτ […] [κυρίως] το πλήθος των μικρών σοβιέτ», και ακόμη η εκπληκτική έκταση της μπολσεβίκικης ηγεμονίας αποδεικνύεται από το γεγονός πως «[η] επιρροή των Μπολσεβίκων είναι μεγαλύτερη και από την ήδη πολύ μεγάλη εκλογική τους δύναμη: τα συνθήματα των Μπολσεβίκων τα υιοθέτησαν περισσότερα σοβιέτ αντιπροσώπων από εκείνα στα οποία είχαν την πλειοψηφία […]. Πολλά σοβιέτ, μολονότι την πλειοψηφία δεν την είχαν οι Μπολσεβίκοι, δεν υιοθέτησαν το σύνθημα “όλη η εξουσία στη δημοκρατία”, αλλά το σύνθημα των Μπολσεβίκων “όλη η εξουσία στα σοβιέτ”». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα πολιτεία «είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συναίνεση του πληθυσμού».

Εδώ έχουμε το καθαρότερο παράδειγμα για αυτό που εννοούσε ο Γκράμσι, όταν μιλούσε για ηγεμονία. Τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν είναι συντριπτικά — και το άνοιγμα των αρχείων μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Πολύ χαρακτηριστικό είναι πως η απόφαση του Δεύτερου Πανρωσικού Συνεδρίου των σοβιέτ για «όλη την εξουσία στα σοβιέτ», που ενέκρινε την εξέγερση το ίδιο βράδυ, λήφθηκε με ποσοστό κοντά στο 80%. Επρόκειτο για ένα σώμα αντιπροσώπων που εκλέχθηκε από έναν πρωτοφανή –όχι μόνο με τα ρωσικά μέτρα– αριθμό ψηφοφόρων, ό,τι δημοκρατικότερο και αμεσότερο στην ιστορία των πολιτικών θεσμών.2

Ακόμη και στην περίπτωση της Συντακτικής, όπου είχαμε τα χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα, η εικόνα διαφοροποιείται εντελώς αν δούμε τα αποτελέσματα στις πόλεις και τον εργατικό πληθυσμό. Οι Μπολσεβίκοι έχουν παντού την απόλυτη πλειοψηφία.3

* * *

Οι επαναστατημένες μάζες και η απουσία βίας

Αν κάτι εντυπωσιάζει τους ξένους παρατηρητές των εξελίξεων είναι, μεταξύ άλλων, η εξαιρετική απουσία της βίας από μέρους των επαναστατημένων μαζών. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε ο Wilton, διαβόητος για τον αντισημιτισμό του ανταποκριτής των Times στο Πέτρογκραντ, «η καταπληκτική –και για τον ξένο, που του είναι άγνωστος ο ρωσικός χαρακτήρας, σχεδόν υπερφυσική– τάξη και καλοσύνη του πλήθους των στρατιωτών και πολιτών σε όλη την έκταση της πόλης είναι ίσως το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης».

Η ίδια η οκτωβριανή εξέγερση ήταν μια εντυπωσιακά αναίμακτη δράση — ίσως υπήρξαν 15 θύματα, ίσως και να λέμε πολλά. Αυτή η κατάσταση είναι εξηγήσιμη μόνο αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη ηγεμονία των επαναστατών μέσα στον πληθυσμό. Με το τέλος του Ιανουαρίου του 1918, ο όποιος «εμφύλιος» είχε ήδη κερδηθεί. Όλα άλλαξαν όταν άρχισε η ξένη στρατιωτική επέμβαση, για την οποία προφανώς οι τελευταίοι που ευθύνονταν ήταν οι Μπολσεβίκοι.

Το να θεωρείται λοιπόν πραξικόπημα η επανάσταση είναι ογκώδης ανοησία. Αυτό προσπάθησα να στοιχειοθετήσω εν συντομία προηγουμένως. Αν όμως ήθελα με δυο λόγια να το ξαναπώ, το μυαλό μου δεν θα πήγαινε στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ή στην επέκταση του εργατικού ελέγχου, στις μεγάλες νίκες απέναντι στους στρατούς της αντεπανάστασης ή στις χιλιάδες φράξιες του –κατά τα άλλα– μονολιθικού κόμματος των Μπολσεβίκων, στη μεγάλη πλειοψηφία στα Σοβιέτ ή στο Σύνταγμα του 1918.

Αλλού οδηγούμαι: στους ζωγράφους και τους μουσικούς, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στους παιδαγωγούς και τους πολεοδόμους, στους φουτουριστές, στους κονστρουκτιβιστές, στο σουπρεματισμό και στις επαναστατικές αφίσες, στο περιοδικό ΛΕΦ… Και ένα απόλυτο τεκμήριο δημοκρατικής ριζοσπαστικοποίησης: από την αρχή της επανάστασης –φαινόμενο απαράμιλλο στην ιστορία– οι γυναικείες οργανώσεις κατόρθωσαν να επιβάλουν τη γυναικεία χειραφέτηση ως βασικό στόχο του αγώνα των μωαμεθανών της Ρωσίας! Και επειδή, ως γνωστόν, «ο θεός βρίσκεται στις λεπτομέρειες», περιμένω κάποιον να μου υποδείξει άλλο ένα πραξικόπημα το οποίο τόσο πολύ να άνοιξε τις ανθρώπινες ψυχές.

1 Μια αναφορά πρέπει να γίνει στα περίφημα «Ιουλιανά», για τα οποία επικρατεί μεγάλη σύγχυση.

Στις 3 Ιουλίου, στρατιώτες του πρώτου συντάγματος πυροβολικού, εξαγριωμένοι και αποφασισμένοι να μην πάνε στο μέτωπο (σαν τους 400.000 που σκοτώθηκαν στις επιθέσεις του Ιουνίου, τις οποίες αποφάσισε ο Κερένσκι), βγαίνουν στους δρόμους και απαιτούν «όλη την εξουσία στα σοβιέτ». Μαζί με 20.000 ναύτες της Κρονστάνδης και χιλιάδες εργάτες δημιούργησαν τη μεγαλύτερη μέχρι τότε κυβερνητική κρίση.

Οι υπουργοί των KD παραιτήθηκαν. Στελέχη των Μπολσεβίκων συμμετείχαν στην οργάνωση, αν και η ΚΕ ήταν εναντίον, γιατί θεωρούσε πως οι συνθήκες ήταν ανώριμες. Στις 4 Ιουλίου οπλισμένοι στρατιώτες περικύκλωσαν το κτίριο όπου στεγαζόταν η κυβέρνηση. Όμως έμπιστα σε αυτήν στρατεύματα διασκόρπισαν τους στασιαστές. Οι Μπολσεβίκοι ήταν πλέον παράνομοι, οι ηγέτες τους συλλαμβάνονται ή κρύβονται. Ο Λένιν φεύγει στη Φινλανδία… Όλα έδειχναν πως οι Μπολσεβίκοι ήταν μια ηττημένη δύναμη — και στρατιωτικά αυτό ήταν απολύτως σωστό.

2 Έχει σημασία να ειπωθεί πως οι εκλογικές διαδικασίες στα σοβιέτ συνεχίζονται και τα επόμενα χρόνια. Όπως μας πληροφορεί ο Oscar Anweiler, στην κλασική του εργασία Τα σοβιέτ στη Ρωσία, οι Μπολσεβίκοι κινούνται σε υψηλά πάντοτε ποσοστά, σε ανοιχτές διαδικασίες (1918: 61%, 1919: 55%, 1920: 43%, 1921: 44%, 1922: 54%).

3 Επιπλέον, έχει σημασία να ειπωθεί πως κανείς δεν βρέθηκε να υπερασπιστεί τη Συντακτική. Αντίθετα, αμέσως μετά τη διάλυσή της, όπως σημειώνει ο Smith, «η σοβιετική κυριαρχία εδραιώθηκε με πολύ μεγάλη ευκολία. Παντού ιδρύονταν σοβιέτ. Στις μεγάλες πόλεις η υποστήριξη των Μπολσεβίκων ήταν τεράστια. Και στην ύπαιθρο όμως, το 86%, των κοινοτήτων είχαν ιδρύσει σοβιέτ ως εναλλακτική λύση στα ζέμστβο, που κυριαρχούνταν από τους εσέρους».



Η αριστερή στρατηγική απέναντι στην κρίση
12/07/2011, 4:33 μμ
Filed under: Χρηστος Λασκος | Ετικέτες: ,
Ημερομηνία δημοσίευσης: 10/07/2011

Του Χρήστου Λάσκου

Οι κομμουνιστές ξεχωρίζουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα […] επειδή στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων προβάλλουν και προωθούν τα κοινά και ανεξάρτητα από εθνικότητα συμφέροντα του προλεταριάτου ως σύνολο…

Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος

 

Είναι γνωστό πως, εδώ και ενάμιση χρόνο τουλάχιστον, στο πλαίσιο της ελληνικής Αριστεράς συγκρούονται δύο κύριες οπτικές, σε ό,τι αφορά την κρίση και την απάντηση σε αυτήν.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η διαμάχη ως προς τα βασικά της συστατικά έρχεται από πολύ παλιά, αναπαράγοντας στο όριο τις αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’30 –της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης– περί καπιταλιστικής ή αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας ή, διαφορετικά, τις διαφωνίες σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης, σοσιαλιστικό ή αστικοδημοκρατικό. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε για τα επόμενα ενενήντα σχεδόν, χρόνια αντιπαραθέτοντας «αντιιμπεριαλιστές» με «αντικαπιταλιστές», «καθαρούς» ή σε μίγματα διάφορων αναλογιών. Δεν σκοπεύω να αναπτύξω εδώ αυτήν τη θεματική, βέβαια. Η ιστορία μπορεί να περιμένει όταν οι συνθήκες είναι τόσο πιεστικές όσο οι τωρινές. Για όποιον όμως ενδιαφέρεται παραπέμπω στο βιβλίο του Παντελή Πουλιόπουλου, από το μακρινό 1934, με τίτλο Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα; και ιδίως το κεφάλαιο με τίτλο «Το ιλαροτραγικό πρόγραμμα της ελληνικής «δημοκρατικής διχτατορίας»».

Οι δύο βασικές γραμμές λοιπόν, που διατρέχουν τη σημερινή συζήτηση, νομίζω πως σχηματικά πολώνονται γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης. Προσοχή! Επειδή πολλές φορές υπάρχει η αίσθηση πως κεντρικό είναι το ζήτημα της «στάσης πληρωμών» ή όχι, έχει σημασία να διευκρινιστεί εξαρχής πως αυτό είναι ένα θέμα απολύτως ήσσονος σημασίας. Κατά κύριο λόγο, μάλιστα, αφορά την τακτική της διαπραγμάτευσης, τη στιγμή που το ουσιώδες είναι το ποιος είναι αυτός που θα διαπραγματευθεί. Το θέτω συνεπώς εντός παρενθέσεως, θεωρώντας πως ήδη έχει υπάρξει μια μεγάλη σειρά επιχειρημάτων –περισσότερων από όσα του άξιζαν– που αναδεικνύουν τα σχετικά προβλήματα.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να ορίσουμε του δύο πόλους της σημερινής διαμάχης. Κατά την άποψη του Κώστα Λαπαβίτσα1, ο ένας πόλος είναι αυτός των ευρωπαϊστών (ένθερμων ή απρόθυμων) και ο άλλος ο δικός του, ο οποίος δεν προσδιορίζεται όμως με κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η έλλειψη μπορεί να εξηγηθεί είτε γιατί είναι προφανές περί τίνος πρόκειται είτε γιατί υπάρχει το πρόβλημα του τι είναι το αντίθετο του «ευρωπαϊσμού», και ιδίως του «επαναστατικού ευρωπαϊσμού», όπως ονομάζει ο ίδιος τον ένα από τους δύο «ευρωπαϊσμούς», τον απρόθυμο. Νομίζω πως έχουμε, χωρίς αμφιβολία, να κάνουμε με το δεύτερο: τη δυσκολία δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού όσων δεν είναι «ευρωπαϊστές», πολύ περισσότερο όταν το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς –χωρίς να αναφερθούμε καν στο ΚΕΑ– αποτελείται από «επαναστάτες ευρωπαϊστές».

Βέβαια, οι τελευταίοι επ’ ουδενί αισθάνονται «ευρωπαϊστές», όπως φαντάζομαι και ο Λαπαβίτσας, κατ’ αντίστιξη, δεν νιώθει «εθνικιστής» — να, ωστόσο, το όνομα που λείπει, αν αποδεχτούμε τη συγκεκριμένη λογική της δικής του ονοματοθεσίας.

Όπως σημειώνει η Özlem Onaran2, μεταξύ των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη έχει εγκαθιδρυθεί μια συμφωνία σχετικά με τη στρατηγική απέναντι στην κρίση γύρω από τέσσερις άξονες: α) αντίσταση απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και τις περικοπές, β)ένα ριζικά προοδευτικό-αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα και ελέγχους στην κίνηση του κεφαλαίου, γ) κοινωνικοποίηση και δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και δ) δημοκρατικό έλεγχο του χρέους με στόχο τη διαγραφή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η λογική αυτής της ευρείας συμφωνίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς συνίσταται στην προφανή διαπίστωση πως ο διεθνής χαρακτήρας της επίθεσης του κεφαλαίου επιτάσσει πως η αντίσταση θα πρέπει εξίσου να οργανωθεί σε διεθνές επίπεδο. Απέναντι στην πολυεθνική άρχουσα τάξη της Ευρώπης, μια διεθνιστική απάντηση μπορεί να διαμορφώσει μια πολύ ισχυρότερη εναλλακτική συγκριτικά με αντίστοιχες εθνικές στρατηγικές.

Διαπιστώνετε κάτι ιδιαίτερα «ευρωπαϊστικό» σε αυτή την τοποθέτηση; Εγώ, πάλι, όχι. Αντίθετα, ακριβώς, διακρίνω μια σοβαρή έγνοια να διασφαλιστούν δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική αριστερή απάντηση: η ενότητα του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού δυνάμεων στη σύγκρουση με το κεφάλαιο και η αποφυγή επιλογών, που είναι απολύτως αποδεδειγμένο ιστορικά πως αντιστοιχούν πολύ περισσότερο σε εθνικιστικά και δεξιόστροφα κινήματα — ειδικά, μάλιστα, σήμερα που ο εθνικισμός αναπτύσσεται ραγδαία στο κέντρο της Ευρώπης και η άκρα Δεξιά ξαναγίνεται ισχυρός κίνδυνος. Ακριβώς γι’ αυτό, η πρόταξη της αντίστασης και των ταξικών πλευρών, που τίθενται πρώτες από την ίδια την ιεράρχηση των αξόνων, διασφαλίζει μια αριστερή πρόσληψη του προγράμματος.

Έναντι αυτών τι προτείνει η άλλη πλευρά; Νομίζω, εν πολλοίς, προτείνει την έξοδο από το ευρώ (με αιχμή του δόρατος τη στάση πληρωμών, αλλά, όπως ήδη τόνισα, αυτό δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα). Όλα τα υπόλοιπα (κρατικοποιήσεις, έλεγχοι κεφαλαίων, βιομηχανική πολιτική κλπ) στην πραγματικότητα έχουν ως απόλυτη προϋπόθεση το πρώτο. Η ιδέα, συνεπώς, εύκολα συγκεντρώνεται στο δίπολο «δραχμή + αριστερή κυβέρνηση» στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.

Η έξοδος από το ευρώ, όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί, θα έχει ως πρώτη συνέπεια τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επειδή, προφανώς, η μείζων αυτή επιλογή δεν έχει καμιά σχέση με ο,τιδήποτε θα θύμιζε Αριστερά έρχεται ο δεύτερος προσθετέος της φόρμουλας, η «αριστερή κυβέρνηση» δηλαδή, με το πρόγραμμά της. Μόνο που κι εκεί είναι πολλά τα προβλήματα. Γιατί ο προτεινόμενος κρατικός καπιταλισμός, παρόλο που πολλές φορές έχει διακηρυχθεί πως αποτελεί πρόκριμα για το σοσιαλισμό, ποτέ δεν εξηγήθηκε, ούτε ακροθιγώς, το πώς και το γιατί. Παρομοίως, το γιατί μια πρόταση κρατικού καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο συνιστά αντικαπιταλιστική κίνηση είναι εξίσου μυστηριώδες. Ο στόχος της «εθνικής ανεξαρτησίας» –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– είναι απολύτως σαφής. Ο στόχος της ενίσχυσης της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, επίσης.

Το ταξικό περιεχόμενο αυτής της πολιτικής, αντίθετα, δεν είναι καθόλου σαφές. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν όλη αυτή την ανάλυση τη διατρέχει η αντίληψη πως ο έσχατος αντίπαλος είναι οι «πιστωτές» και όχι η καπιταλιστική τάξη. Είναι πολύ ενδεικτικό, από αυτή την άποψη, πως καθόλου δεν προβάλλεται το γεγονός πως ενώ οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες –οι χειρότεροι των «πιστωτών»– έχουν απαιτήσεις κάποιων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, οι έλληνες καπιταλιστές –και όχι μόνον οι μεγάλοι– διαθέτουν σε καταθέσεις στο εξωτερικό, παράκτιες εταιρίες και ρευστότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου χρηματικά ποσά που μετρούνται σε τρις (χωρίς να συνυπολογίσουμε την υπόλοιπη περιουσία τους) και τα οποία θα απέδιδαν σε φόρους ποσά πολλαπλάσια του συνολικού ελληνικού χρέους. Όπως, επίσης, είναι ενδεικτικό πως η πρόταξη, από τη δική μας πλευρά, των ζητημάτων της αναδιανομής και της άγριας φορολόγησης του κεφαλαίου και του πλούτου θεωρείται «συνδικαλιστική», ενώ είναι προφανές πως αυτό που παίζεται κατεξοχήν είναι το να αποφύγουν ακριβώς «αυτοί» να πληρώσουν τόσο το χρέος όσο και την κρίση. Γιατί, ακόμη και στην περίπτωση της ολικής διαγραφής του χρέους, «αυτοί» είναι που κυρίως θα ευνοηθούν, εκτός και αν στοχοποιηθούν με συστηματικό τρόπο, κάτι με το οποίο οι υποστηρικτές της «εξόδου» ελάχιστα ασχολούνται.

Πράγμα απολύτως λογικό, βέβαια, αν σκεφτούμε πως, για τον Λαπαβίτσα, «[η] κρίση οφείλεται στις αδυναμίες της ελληνικής αστικής τάξης… Η απώλεια ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η ροπή προς την ιδιωτική κατανάλωση, ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, η γιγάντωση των τραπεζών (! Χ.Λ.) μέσα στο σύστημα του ευρώ συνιστούν την ουσία του ελληνικού προβλήματος… Από θέσεως αδυναμίας, η ελληνική άρχουσα τάξη αποδέχτηκε το Μνημόνιο» (Η Αυγή, 10.10.2010). Η ελληνική άρχουσα τάξη απολαμβάνοντας τη μεγαλύτερη κερδοφορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας τη χρηματική «επιφάνεια», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, διεισδύοντας ισοπεδωτικά στις οικονομίες των γειτονικών χωρών σε ποσοστά ασύλληπτα, παρ’ όλα αυτά θεωρείται «αδύναμη», και μάλιστα η «αδυναμία» της γίνεται αίτιο της ελληνικής κρίσης, φέρνοντάς τη στη δυσάρεστη θέση να αποδεχτεί το Μνημόνιο! Το γεγονός πως το τελευταίο δουλεύει ως η τέλεια μηχανή για τα δικά της συμφέροντα, σε βαθμό που ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί, προφανώς είναι, επίσης, ένδειξη «αδυναμίας».

Εδώ βρίσκεται το κύριο σημείο διαχωρισμού των δύο αναλύσεων. Γιατί η ανάλυση της «εξόδου» αυτό που προσάπτει στον ελληνικό καπιταλισμό είναι πως «απέτυχε», ενώ είναι προφανές πως, σε ό,τι αφορά αυτό που κάνει το κεφάλαιο να είναι κεφάλαιο, η δυνατότητά του δηλαδή να εκμεταλλεύεται την εργασία, η επιτυχία του είναι περιφανής. Και, από αυτή την άποψη, η ανάλυση αυτή προσομοιάζει ιδιαίτερα με αυτήν της κυβέρνησης. Τι λέει η κυβέρνηση; Το πρόβλημα είναι η «ανταγωνιστικότητα» και το δημόσιο χρέος («χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης»). Τι λέμε εμείς; Το πρόβλημα είναι η ακραία εκμετάλλευση και η ανισότατη διανομή. Να πληρώσουν αυτοί!

Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή επιχειρήσαμε να μετατοπίσουμε την ατζέντα της συζήτησης μακριά από αυτά που έθετε η κυβέρνηση, χωρίς να βοηθηθούμε καθόλου, προφανώς, από όσους μας κατήγγελαν πως «δεν καταλαβαίναμε την ιδιοτυπία της ελληνικής κρίσης, γενικολογώντας». Γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, επιμείναμε στον διεθνή προσανατολισμό, κατανοώντας την κοινότητα της ταξικής διάστασης της ευρωπαϊκής κρίσης. Γι’ αυτό εμμένουμε να μιλάμε με παραδοσιακούς μαρξιστικούς όρους για παγκόσμια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, υπογραμμίζοντας πως μια εκτεταμένη διαδικασία καταστροφής κεφαλαίου θα τεθεί αναγκαστικά σε κίνηση προκειμένου να περάσει το σύστημα σε νέα φάση συσσώρευσης.

Δεδομένων των προηγουμένων είναι, νομίζω, σαφές, γιατί η ευρωπαική ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να προσχωρήσει σε ιδέες που αναπτύσσονται με κέντρο μια στρατηγική «εξόδου». Γιατί απορρίπτει, δηλαδή, αυτό τον ιδιότυπο «μονεταρισμό», που δαιμονοποιώντας ένα νόμισμα επιτρέπει την απόκρυψη των καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες είναι η αιτία των προβλημάτων — και, μάλιστα, στην περίπτωσή μας, η άμεση αιτία.

Φυσικά, ενός κακού μύρια έπονται. Έτσι, και εδώ, η όλη στρατηγική πρόταση που ακολουθεί τη βασική ιδέα της «εξόδου» εμφορείται από στοιχεία στα οποία η ριζοσπαστική Αριστερά έχει επί πολύ ασκήσει δριμεία και αποδομητική κριτική. Κατά μία έννοια, ό,τι καταδικάζονταν στη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και του λαϊκομετωπισμού επανέρχεται ως σύγχρονη αριστερή πρόταση.

Ας θυμηθούμε λοιπόν πως η κριτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του ’70 στις κυρίαρχες τότε δυνάμεις της Αριστεράς απέδιδε στη στρατηγική των τελευταίων ένα τρίπτυχο ιδεών, που βρίσκονταν στη βάση της παταγώδους αποτυχίας τους να υπερασπιστούν τότε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης: οικονομισμός-κρατισμός-κυβερνητισμός.

Τι γίνεται σήμερα;

α) Η συζήτηση κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα ψευτοδίλημμα περί του κατάλληλου λαϊκού (!) νομίσματος. Λες και η υποτιμημένη δραχμή δεν θα «συμπεριφέρεται», για κάποιο μυστηριώδη λόγο, με βάση τους κοινωνικοταξικούς συσχετισμούς, που δομούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η αντιμετώπισή της ως σχεδόν «υπερόπλου» εναντίον του γερμανικού πυρήνα (!) ή τουλάχιστον ως της απόλυτης προϋπόθεσης γαι τη σωτηρία «μας» συνιστά κλασικό οικονομισμό και, μάλιστα, εξαιρετικά ρηχό.

β) Η κεντρική θέση που καταλαμβάνει το κράτος στη στρατηγική της «εξόδου» δεν την διαφοροποιεί σε τίποτε, μα τίποτε, από την κρατιστική εμμονή π.χ. του Γαλλικού ΚΚ τη δεκαετία του ’70 πως η αλλαγή στον «κάτοχο» του κρατικού μηχανισμού είναι ικανότατος όρος για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής. Νομίζω πως μια τέτοια θέση, εκτός του ό,τι σπέρνει ψευδαισθήσεις που γρήγορα καταρρέουν συμπαρασύροντας και τους υποστηρικτές τους, μας απομακρύνει τόσο πολύ από τον καταστατικό αντικρατισμό μας, από την αντιμετώπιση του κράτους, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, ως «τρομερού τέρατος», που γίνεται επικίνδυνη. Είμαστε τόσο αντικρατιστές όσο ακριβώς και αντικαπιταλιστές ή δεν είμαστε τίποτε. Επιδιώκουμε από τώρα να δομήσουμε μορφές κοινωνικής παρέμβασης και οικονομικής αυτοοργάνωσης εκτός και σε αντιπαλότητα με το κράτος ή συνεργούμε στην εγκαθίδρυση ενός εθνικο-κρατικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό κι εμείς στο ΣΥΝ έχουμε τόσο μεγάλη εμμονή στην πρόταξη των ιδεών της οικονομίας των αναγκών και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Γι’ αυτό δεν παθιαζόμαστε από παραγωγικές ανασυγκροτήσεις και βιομηχανικές πολιτικές — εκτός εάν, ενάντια σε όλη την παραγωγιστική και παρωχημένη αριστερή παράδοση του παρελθόντος, εννοούμε ανασυγκροτήσεις και πολιτικές που αφορούν τη δόμηση των παραγωγικών σχέσεων και όχι την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας. Τίποτε στην πρόταση της «εξόδου» δεν πείθει για το τελευταίο.

γ) Είναι διάχυτη η άποψη πως η αλλαγή στο κυβερνητικό επίπεδο, η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης, είναι καθοριστικό βήμα για όσα προτείνονται. Έτσι επιλύεται ένα πρόβλημα χωρίς καν να τεθεί. Ακόμη χειρότερα, αντικειμενικά ενισχύεται ο εγγενής κυβερνητισμός της όλης Αριστεράς. Κι όταν λέω όλης δεν εξαιρώ προφανώς ούτε τη δική μας. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ο κυβερνητισμός, όμως, είναι μείζων κίνδυνος. Γιατί αποτρέπει από την επιδίωξη του ουσιώδους, που δεν είναι άλλο από την πραγματική είσοδο των μαζών στην πολιτική, από την αναζήτηση εκείνων των μορφών που προσιδιάζουν στις απαιτήσεις εκτεταμένης και ουσιαστικής συμμετοχής, οι οποίες βρίσκονται στη βάση οποιουδήποτε χειραφετητικού εγχειρήματος. Τη στιγμή που ο κόσμος κινητοποιείται με πρωτοφανή τρόπο στις πλατείες, ανοίγοντας αφάνταστες μέχρι λίγες μέρες πριν δυνατότητες, κάποιοι μεταξύ μας θεωρούν πρώτο το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης. Αλήθεια, τι είναι μια «αριστερή κυβέρνηση»;

δ) Στη βάση της όλης στρατηγικής σύλληψης της «εξόδου» βρίσκεται ένας κλασικού τύπου λαϊκομετωπισμός. Πολλές φορές μάλιστα είναι και ομολογημένος. Ο ελληνικός «λαός», έτσι αδιαφοροποίητα, πλην μιας δράκας μεγαλοκαρχαριών, έχει συμφέρον να αντιταχθεί στην κυρίαρχη πολιτική. Έτσι, για μια ακόμη φορά, ο ταξικός χαρακτήρας των γεγονότων εξατμίζεται αφήνοντας να κυριαρχεί η εικόνα μιας «χώρας» που δέχεται επίθεση πανταχόθεν — γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο συχνά τονίζεται η ανάγκη συνειδητής συμπερίληψης της «εθνικής» διάστασης των πραγμάτων. Μόνο που, αντί να συμπεριλαμβάνεται, η «εθνική» διάσταση κατακυριαρχεί καθορίζοντας τα πάντα. Η «Σπίθα» είναι ο λογικός πολιτικός αποδέκτης, ανεξαρτήτως προθέσεων. Αν και για ένα σημαντικό τμήμα οπαδών της «εξόδου» αυτό, μάλλον, δεν συνιστά πρόβλημα.

ε) Έτσι, όμως, αγνοείται η ανάγκη να δούμε ποιός πραγματικά κοινωνικά είναι με ποιόν και ποιός, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι. Αντιγράφοντας τον Π. Λ. Ρυλμόν, νομίζω μαζί του πως, «τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων αποδέχονται την επιδείνωση της ανισότητας ως προς το εισόδημα και τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως αποδέχονται την αύξηση της ανεργίας και την επέκταση της φτώχειας. Παρόλο που οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών που τη διαχειρίζονται έχουν για όλο σχεδόν τον πληθυσμό κάποιες αρνητικές επιπτώσεις, η επιδείνωση των ανισοτήτων που επιβάλλουν αυτές οι πολιτικές, υποστηρίζεται και γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τη συντριπτική πλειοψηφία των προνομιούχων […]. Στις επιχειρήσεις [μεγάλες και μικρές] βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σαρωτικό σχέδιο απολύσεων όσων υπερασπίζονται τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων […]. Οι εκκλήσεις επομένως για παλλαϊκή ενότητα σε αυτές τις συνθήκες αποτελούν υπεκφυγές, από όπου κι αν προέρχονται» (Η Εποχή, 1.5.2011).

Ας το ξαναπούμε, λοιπόν. Η όλη ανάλυση, που τονίζει τα νομίσματα, τα ισοζύγια πληρωμών και τις διεθνείς μακροοικονομικές ανισορροπίες δεν μπορεί παρά να τοποθετεί στο κέντρο τη δι-εθνική «κλοπή αξίας» στη θέση της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης, να προτάσσει δηλαδή την ανισότητα μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας» σε μια νέα, όχι και πολύ ιδιότυπη, εκδοχή της ανδρεοπαπανδρεϊκής «ανάλυσης» της δεκαετίας του ’70 που, ως γνωστόν, έφερε «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, το λαό στην εξουσία» εγκαθιδρύοντας τον «σοσιαλισμό στις 18». Κι ας έφαγαν οι μαρξιστές την ψυχή τους για να δείξουν περί ποίων ασυναρτησιών επρόκειτο. Κι ας είναι απολύτως φανερό πως οι «μακροοικονομικές ανισορροπίες και τα ελλειμματικά ισοζύγια» είναι συνέπειες και όχι αίτια. Συνέπειες, μάλιστα, ενός κατεξοχήν ταξικού, με την πιο «καθαρή» έννοια του όρου, συμβάντος: της τεράστιας, ιστορικής σημασίας ίσως, νίκης που πέτυχε το κεφάλαιο απέναντι στην εργασία, όχι στην «περιφέρεια», αλλά στο γεμανικό «κέντρο».

Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως ο Θ. Παρασκευόπουλος έχει δίκιο συνοψίζοντας: «Να πληρώσουν οι πλούσιοι. Αυτό θα ήταν η σωστή πανευρωπαϊκή απαίτηση της αριστεράς για την αντιμετώπιση του χρέους και για την εύρεση πόρων για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Στο πρώτο του προγραμματικό κείμενο ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ταξική εξουσία. Και ακριβώς αυτή η ταξική εξουσία χρειάζεται ανατροπή, που μπορουν να την κάνουν μόνο οι εργαζόμενες τάξεις της Ευρώπης μαζί. Γιατί αυτό είναι το μεγάλο απόκτημα της ένωσης της Ευρώπης: η ένωση των εργατικών της τάξεων. Βέβαια υπό το κεφάλαιο, βλέπεις οι καπιταλιστές το κάνανε. Αλλά δεν είναι ανοησία να υποστηρίζεις την αποχώρηση από αυτή την ένωση, για να τα βάλεις μόνος σου με τους τραπεζίτες και τα χετζ φαντς;» (Η Εποχή, 15.5.2011). Αυτό είναι που λέμε. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος

1 “A left strategy for Europe”, International Viewpoint, Απρίλιος 2011

2 «An internationalist transitional program towards an anti-capitalist Europe”, International Viewpoint, Απρίλιος 2011

Περισσότερος διάλογος στο blog των Ενθεμάτων: http://enthemata.wordpress.com/2011/07/10/laskos-2/



ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (26.9.2010)
.
Φωτογραφία του Ζαν Σαμπριέ, 1955

ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Σε προηγούμενο άρθρο («Ενθέματα», 5.9.2010) ασχολήθηκα με την έξοδο από το ευρώ ως αριστερή στρατηγική για την έξοδο από την κρίση. Επιχειρηματολόγησα ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ευρώ όσο το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί. Στο παρόν άρθρο θέλω να εκφράσω ένα παρόμοιο σκεπτικισμό για τη στρατηγική της στάσης πληρωμών.

Συνέχεια



Σαμαρας και Παπανδρεου στη Χωρα των Θαυματων (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26.9.2010)

ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Μια από τις «βασικές αλήθειες» που ανακοίνωσε ο κ. Αντώνης Σαμαράς στη ΔΕΘ είναι ότι με τη μείωση των συντελεστών φορολογίας μπορούμε να αναμένουμε περισσότερα φορολογικά έσοδα. Αν υπάρχει οικονομική θεωρία που έχει απαξιωθεί περισσότερα τα τελευταία είκοσι χρόνια θα ήθελα να τη μάθω.

Συνέχεια



Ελενης εγκωμιο (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ, 25.9.2010)

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στην Ελευθεροτυπία της Τετάρτης ο Βασίλης Καρδάσης, παλιός φίλος και σύντροφος, αναρωτιέται γιατί να ψηφίσει Μητρόπουλο και όχι Καμίνη αφού το διακύβευμα στην αυτοδιοίκηση είναι οι μεταρρυθμίσεις στην πόλη, ενώ το Μνημόνιο το αποδοκιμάζει όλη η κοινωνία και άρα δεν τίθεται θέμα. Η προφανής απάντηση είναι γιατί ο Μητρόπουλος κατεβαίνει στην Περιφέρεια, ενώ ο Καμίνης στην Αθήνα.

Συνέχεια



(ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ, 22.9.2010)

ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΥ

Έχουμε πλέον μπει στην προεκλογική περίοδο για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοέμβρη. Όπως είναι γνωστό, η «δική μας» αριστερά, ανανεωτική, ριζοσπαστική και οικολογική, μέσα από αναταράξεις και παλινωδίες, χαράζει την εκλογική τακτική της. Αν και μοιάζει να συναινούμε στις γενικές προτεραιότητες και τα κεντρικά επίδικα αυτής της πολιτικής μάχης (αποδοκιμασία των αντικοινωνικών μέτρων της κυβέρνησης του Μνημoνίου, κριτική στον Καλλικράτη, διαμόρφωση πλατιών κοινωνικών και πολιτικών μετώπων, αξιοποίηση υπαρχόντων αυτοδιοικητικών και κινηματικών συλλογικοτήτων) συχνά… χανόμαστε όταν πρέπει αυτές να μεταφραστούν σε επιλογές συμμαχιών ή προσώπων.

Συνέχεια



Τίνος το όνομα είναι ο Αλέξης Μητρόπουλος (ΑΥΓΗ, 21.9.2010)

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στην έξοχη πραγμάτευσή του των μετεπαναστατικών ταξικών συγκρούσεων στη Γαλλία, ο Μαρξ παρακολουθεί την ανάρρηση του Λουδοβίκου Ναπολέοντα στην εξουσία. «Ο Ναπολέων», μας λέει, «δεν ήταν ένα πρόσωπο, αλλά ένα πρόγραμμα»: μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί πώς συνέβη «ο πιο απλοϊκός άνθρωπος στη Γαλλία ν’αποχτήσει την πιο πολλαπλή σημασία», να γίνει δηλαδή «το συλλογικό όνομα όλων των συνασπισμένων ενάντια στην αστική δημοκρατία κομμάτων».

Συνέχεια



ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΟ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 19.9.2010)

ΤΩΝ ΕΦΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΤΑΣΟΥ ΚΟΡΩΝΑΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν είμαστε καθόλου χαρούμενοι για τις διασπάσεις και τον κατακερματισμό της αριστεράς, ιδιαίτερα της ριζοσπαστική αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως. Είμαστε προβληματισμένοι από το γεγονός ότι οι διαδοχικές κρίσεις και το οριστικό δράμα διεξάγονται πάντα μεσούσης της προεκλογικής περιόδου: ευρωεκλογές, βουλευτικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Δεν είμαστε ανυποψίαστοι, είχαμε δει, όπως όλοι, να εξελίσσεται ένα ανταγωνιστικό σχέδιο διαφοροποίησης εντός του ΣΥΡΙΖΑ από τις οργανώσεις και τα πρόσωπα που αποτελούν το «Μέτωπο αλληλεγγύης» εδώ και ένα χρόνο περίπου. Είχαμε προβλέψει την κατάληξη, κάναμε ότι μπορούσαμε για να αποτρέψουμε το αναπότρεπτο, σε βάρος μάλιστα της ίδιας μας της πολιτικής αξιοπρέπειας, σε βάρος επίσης των πιο ειλικρινών δυνάμεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζαμε ότι είναι αδύνατο να επαγγέλλεσαι την ενότητα της αριστεράς και την ίδια στιγμή να οδηγείσαι σε διαδοχικές διασπάσεις και μάλιστα σε μια εποχή που το αίτημα του κόσμου της εργασίας είναι η μέγιστη ενότητα για να αντιμετωπισθεί το Μνημόνιο και η κυβερνητική επέλαση σε στοιχειώδη δικαιώματα της μισθωτής εργασίας. Εκείνο που δεν γνωρίζαμε, και ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, είναι ποιες είναι οι πολιτικές διαφορές -οι πολιτικές, όχι οι ιδεολογικές και στρατηγικές- που κάνουν τη διάσπαση αναπόφευκτη.

Συνέχεια



OI ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ, 15.9.2010)
15/09/2010, 1:04 μμ
Filed under: Χρηστος Σιμος | Ετικέτες: , , ,

ΤOY ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΜΟΥ

Η συζήτηση που έχει προκύψει στο εσωτερικό του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με τον υποψήφιο περιφερειάρχη για την Αττική, έχει αναδείξει για μια ακόμη φορά τη γοητεία που ασκούν, ανεξαρτήτως τάσης και συνιστώσας, θεωρητικές παραδόσεις που απέχουν πολύ από αυτό που καλείται ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά. Το ζήτημα προφανώς δεν έχει να κάνει με την περιφρούρηση των «ιερών και οσίων», αλλά με το τι λέγεται και ποιους πολιτικούς στόχους εξυπηρετεί. Πιο συγκεκριμένα, για μια ακόμη φορά η έννοια «ιδεολογία» χρησιμοποιείται ως εάν να πρόκειται για κάτι το οποίο βρίσκεται στο ράφι της βιβλιοθήκης μας και το χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν. Έτσι, από την εν λόγω συζήτηση συμπεραίνει κανείς πως υπάρχουν κινήσεις με ιδεολογικό περιεχόμενο και κινήσεις χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο. Οι αντιλήψεις αυτές μάς πάνε πολλά χρόνια πίσω, στα ένδοξα χρόνια της κυριαρχίας του μαρξισμού της 3ης Διεθνούς, τότε που η ιδεολογία σήμαινε διάφορα που έχουν να κάνουν με την πλάνη, τα ψέματα κι άλλα τέτοια, σε αντεστραμμένη μορφή όμως: Σε τούτη την εκδοχή, η ιδεολογία ταυτίζεται με το «Υψηλό» και η τακτική με την εξαπάτηση και την ποταπότητα. Παραλλαγή στο ίδιο θέμα αποτελεί και η άποψη πως ιδεολογία παράγουν μόνο οι οργανωμένοι πολιτικοί φορείς, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κινούνται με απλοϊκά νοητικά σχήματα, τα οποία είναι σχεδόν «αντικειμενικά» και καθορισμένα μόνο από την κοινωνική τους θέση.

Συνέχεια